Οι δανειστές κάνουν καψόνια ακόμη και για την «προληπτική γραμμή» που επέβαλαν, ενώ η συγκυβέρνηση τους υποδεικνύει τα… όργανα των επόμενων βασανιστηρίων
Η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα. Ανεξάρτητα από την παραπλανητική σύγχυση που δημιουργούν από τη μια πλευρά οι αόριστες απαντήσεις των εκπροσώπων ΔΝΤ και Κομισιόν και από την άλλη η κυβερνητική αδημονία για «σύντομη επιστροφή», οι εκπρόσωποι των δανειστών θα έρθουν για να ολοκληρώσουν την 5η (για την Ε.Ε.) ή 6η (για το ΔΝΤ) αξιολόγηση μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοέμβρη.
Το κρίσιμο δεν είναι το πότε, αλλά το τι θα κάνουν. Ακόμη και ο υπεραισιόδοξος Ευάγγελος Βενιζέλος προδίδει ότι η κυβέρνηση προτίθεται να υλοποιήσει όλη την ατζέντα των δανειστών: «Η κυβέρνηση θέλει η προσεχής επίσκεψη της τρόικας να είναι η τελευταία και σ’ αυτήν την κατεύθυνση εργάζεται», είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Για ποια πράγματα εργάζεται και, κυρίως, προτίθεται να νομοθετήσει εντός του προσεχούς διμήνου; Για το ασφαλιστικό, για το εργασιακό (ομαδικές απολύσεις), για τον συνδικαλιστικό νόμο (περιορισμός στο δικαίωμα της απεργίας και λοκ άουτ), για τα κόκκινα δάνεια, που ήδη έχουν μπει σε νομοθετική «συσκευασία», αλλά και για όλα τα ακανθώδη κεφάλαια που έχει ανοίξει η τελευταία επικαιροποίηση του Mνημονίου.
Το περιβάλλον εντός του οποίου η κυβέρνηση δρομολογεί την πλήρη συμμόρφωσή της στην ατζέντα της τρόικας δεν είναι διόλου φιλικό. Ούτε εντός, ούτε εκτός χώρας.
Το «πολιτικό ρίσκο»
Εντός, τα πάντα λειτουργούν στη σκιά της δημοσκοπικής πίεσης που δέχεται η κυβέρνηση και της πλήρους αβεβαιότητας για την έκβαση της εκλογής προέδρου τον Φεβρουάριο. Ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, Γιώργος Ζανιάς, πήρε τελευταίος τη σκυτάλη στη θεωρία του πολιτικού ρίσκου: «Δυστυχώς, κάνουμε πάρα πολύ θόρυβο και οι επενδυτές αντί να εστιάσουν στα οικονομικά επιτεύγματα που έγιναν με τόσες θυσίες ασχολούνται με το πολιτικό ρίσκο», δήλωσε την περασμένη Πέμπτη, προκειμένου να δικαιολογήσει τη νέα εκτίναξη των spreads των ελληνικών ομολόγων κοντά στα επίπεδα των 800 μονάδων βάσης, παρά τα «επιτυχή» stress tests των τραπεζών. Το «πολιτικό ρίσκο» είναι, στην πραγματικότητα, ένας ευφημισμός για τη βεβαιότητα που επικρατεί στο «σύστημα» για την ήττα της συγκυβέρνησης σε περίπτωση εκλογών. Αλλά και μια έμμεση τρομοκράτηση της κοινής γνώμης που τροφοδοτεί το δημοσκοπικό ρεύμα υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Φόβος νέας ύφεσης
Εκτός χώρας, το διεθνές περιβάλλον, δεν ευνοεί διάθεση συμβιβασμών της τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση σε αποδρομή. Η σπουδή της Kεντρικής Tράπεζας της Ιαπωνίας (BoJ) να διευρύνει τη νομισματική της χαλάρωση κατά 30 τρισ. γεν αμέσως μετά την επίσημη λήξη του αντίστοιχου προγράμματος της αμερικανικής Fed, οι πιέσεις προς την ΕΚΤ να επισπεύσει το ανάλογο βήμα και οι αμφιβολίες για την ποιότητα των stress tests στις ευρωπαϊκές τράπεζες σχετίζονται με τον βαθύτερο φόβο ότι η Ε.Ε. και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη απειλείται με ένα νέο κύκλο ύφεσης. Κι ο φόβος αυτός πολλαπλασιάζεται από το γεγονός ότι οι ενδείξεις γι’ αυτό προέρχονται όχι από τους συνήθεις υπόπτους, αλλά από τη γερμανική ατμομηχανή. Μ’ αυτά τα δεδομένα η γερμανική ηγεσία και η Κομισιόν του Γιούνκερ είναι υποχρεωμένοι να συμβιβαστούν προσωρινά με τις αποκλίσεις των προϋπολογισμών Γαλλίας και Ιταλίας από τους κανόνες του σιδηρού Συμφώνου και να ανεχτούν την ελευθερία κινήσεων του Ντράγκι στη νομισματική πολιτική. Αλλά δεν έχουν λόγους να δώσουν διαπραγματευτική ισχύ στην ελληνική κυβέρνηση (την τωρινή και περισσότερο μια επόμενη) για ουσιαστική έξοδο από τη μακρόχρονη μνημονιακή επιτήρηση. Η Ευρωζώνη έχει ήδη μεγάλο πρόβλημα στον σκληρό πυρήνα της για να επιτρέψει αναζωπύρωση του προβλήματος στην περιφέρειά της.
«Μια καθαρή έξοδος είναι πλέον εκτός συζήτησης», δήλωνε προ ημερών ανώνυμος Ευρωπαίος αξιωματούχος στο Dow Jones Newsires. Και περιγράφοντας το σχέδιο της «επόμενης μέρας», δηλαδή μετά τη λήξη του ευρωπαϊκού δανεισμού, ανέφερε ότι αυτό περιλαμβάνει οπωσδήποτε μια χαλαρή συμφωνία με το ΔΝΤ στα πρότυπα της Ισπανίας και προληπτική γραμμή στήριξης από τον ESM με Mνημόνιο και τακτικές αξιολογήσεις. «Αισθητική» χαρακτήρισε αυτού του είδους την παρέμβαση ο ίδιος αξιωματούχος.
«Πιέστε μας…»
Το κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα επιβεβαίωσε πλήρως η συνάντηση Σόιμπλε-Χαρδούβελη στο Βερολίνο και το αλαλούμ δηλώσεων που την ακολούθησε για το αν υπήρξε ή όχι «ελληνογερμανική συμφωνία». Βεβαίως και μόνο η αναφορά σε «ελληνογερμανική συμφωνία» που από «αισθητικής» απόψεως επιβεβαιώνει πλήρως τη ρητορική για τη γερμανική και μερκελική Ευρώπη, είναι ένα ακόμη κυβερνητικό αυτογκόλ. Αλλά ακόμη κι αυτό είναι λίγο μπροστά στην απίστευτα εθελόδουλη επιχειρηματολογία με την οποία ο υπουργός Οικονομικών προσπάθησε να πείσει όσους βλέπουν καχύποπτα την τυπική έξοδο από το Mνημόνιο.
Μιλώντας στη Deutsche Welle, ο Γκίκας Χαρδούβελης υπέδειξε ο μελλοντικό μοχλό πίεσης για «μεταρρυθμίσεις» προς την Ελλάδα τα 6-8 δισ. ευρώ κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης οφείλουν να επιστρέψουν, αλλά διακρατούν. «Η διανομή τους μπορεί να συνδεθεί με την επίτευξη των στόχων»(!), είπε ο κ. Χαρδούβελης, κατεδαφίζοντας ότι είχε απομείνει από το μύθο της «απομνημονιοποίησης». Κι αυτό, τη στιγμή που περίπου το ένα τρίτο από αυτά τα κέρδη είναι μέρος της δανειακής δόσης που συναρτάται με την τελευταία αξιολόγηση.
Διάτρητη η «γραμμή»
Το αποτέλεσμα αυτής της σχεδόν μαζοχιστικής κυβερνητικής στάσης -αλλά και σαδιστικής, με την έννοια ότι επιχειρεί να δεσμεύσει μια επόμενη κυβέρνηση και την κοινωνία- είναι οι δανειστές να είναι επιφυλακτικοί ακόμη και για την εναλλακτική λύση που οι ίδιοι επέβαλαν στην κυβέρνηση, δηλαδή την περίφημη «προληπτική γραμμή πίστωσης». Και η επιφυλακτικότητα μπορεί να ενισχυθεί από τον έλεγχο των εγχώριων πηγών χρηματοδότησης με τις οποίες η κυβέρνηση ήθελε να εγγυηθεί τη «γραμμή» της αντικατάστασης του δανεισμού από το ΔΝΤ. Για παράδειγμα, η λύση των repos έναντι των αποθεματικών που διαθέτουν φορείς του Δημοσίου κάμπτεται από το γεγονός ότι αυτά έχουν αρχίσει και στερεύουν, ιδιαίτερα στα ασφαλιστικά ταμεία, παρά τη στάση πληρωμών σε νέους συνταξιούχους που έχουν κηρύξει. Έπειτα, οι λύσεις του βραχυπρόθεσμου (έντοκα γραμμάτια) και του μακροπρόθεσμου δανεισμού από τις αγορές (ομόλογα) έχουν γίνει από ακριβές έως απαγορευτικές με τη νέα άνοδο των επιτοκίων. Απομένουν, λοιπόν, τα υπόλοιπα του ΤΧΣ και τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ομόλογα ως οι μόνες ασφαλείς πηγές της εναλλακτικής «γραμμής». Αλλά, αυτά, είναι ήδη δεσμευμένα με μνημονιακούς όρους και βεβαρημένα με πολλά «βέτο». Η κυβέρνηση μοιάζει πάλι να κυνηγάει την ουρά της.