Η κοινωνική συνοχή δεν απειλείται πρωτίστως από τους μετανάστες. Πολλοί, δομικοί και καθόλου ουδέτεροι λόγοι διαλύουν κοινωνίες και κοινότητες, κατακερματίζουν, σπάνε δεσμούς και εξατομικεύουν. Αυτά είναι γνωστά πράγματα και επιπροσθέτως αρνητικά, τουλάχιστον για όσους δεν ασπάζονται το θατσερικό «δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα». Από αυτό μέχρι το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα αφού «όλοι είμαστε άνθρωποι» μεσολαβεί ένα μεγάλο κενό και μια ακόμα μεγαλύτερη επιδίωξη. Το κενό αφορά το γεγονός ότι οι όροι αυτής της συνοχής δεν είναι αφηρημένοι αλλά εδράζονται σε συνθήκες, συνήθειες, δομές, εντάξεις, ταυτότητες. Τα περιθώρια συνύπαρξης θα μπορούσαν πράγματι να τείνουν στο άπειρο, αλλά στη ζωή μάλλον υπάρχουν περιορισμοί. Η αλληλεγγύη ανάμεσα στους «απλούς» ανθρώπους δεν μπορεί στο διηνεκές να επιλύει τα προβλήματα. Ειδικά όταν αυτή δεν λογαριάζεται και δεν κατανοείται σε σύγκρουση με τις στοχεύσεις των ισχυρών. Η επιδίωξη αφορά το εξής: Η επίσημη πολιτική του «να ζούμε μαζί» διαλύει στην πράξη τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν πιθανά να στηρίξουν ένα τέτοιο όραμα. Το παράδειγμα με την εκπαίδευση είναι ενδεικτικό: Όλα τα προσφυγόπουλα στο σχολείο. Ναι! Και το μεσημέρι επιστροφή στο στρατόπεδο; Και τα σχολεία δίχως καθηγητές; Και σε ποια γλώσσα το μάθημα; Παρόλα αυτά, ναι! Αλλά η αφασία που κυριαρχεί ότι αυτό δεν συνιστά πρόβλημα είναι επικίνδυνη. Το αποτέλεσμα αλλά και η στόχευση είναι λοιπόν μια κοινωνία διευρυμένης ασυνεννοησίας και γκετοποίησης, όπου μάλιστα θα εκλείπουν και ορισμένα σταθερά στοιχεία ως δυνάμει αντιστάσεις. Παράλληλα, αυτό το «μαζί» δεν αφορά γενικώς τους ανθρώπους αλλά συνήθως τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Αν κάποιος ήθελε στα σοβαρά να μιλήσει με ταξικούς όρους, δεν θα έπρεπε να αφήνει απ’ έξω το ποιοι είναι αυτοί που κυρίως θα επωμιστούν την όποια διαχείριση. Κάποιοι «μεγάλοι» και ίσως «μεσαίοι» έχουν ήδη ανακαλύψει στην προσφυγική κρίση ευκαιρίες για δουλειές, για τους «μικρότερους» –και δίχως μια πολιτική που να «κατανοεί» το ζήτημα– μένει το αδιέξοδο ή και ο αγριανθρωπισμός.
Αντί λοιπόν να αναζητηθούν και να ξεδιπλωθούν τρόποι αντίστασης σε όλο αυτό, αντί να δηλωθεί ότι είναι δίκαιο να μην γεμίσει η χώρα στρατόπεδα, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αφήνεται άπλετος χώρος σε ξενοφοβικές αντιδράσεις. Για την ακρίβεια, η γραμμή που διαχέεται άνωθεν και τεχνηέντως σε διάφορες δοσολογίες είναι ότι «όποιος αντιδρά είναι φασίστας». Αυτό είναι πιο πιθανό να τον κάνει όντως φασίστα, ακόμα κι έτσι όμως αλλού είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα. Το περιβάλλον χειροτερεύει και το ζήτημα μετατίθεται σε ένα εσωτερικό παιχνίδι όπου στο πολιτικό σκηνικό αντιπαρατίθενται επισήμως «αντιρατσιστές» και «ξενοφοβικοί» με κοινή όμως γραμμή, ενώ στην κοινωνία ο διχασμός ενδέχεται να εκφραστεί με πιο άγριες στρατοπεδεύσεις.
Την ώρα που συνολικά η χώρα μετατρέπεται σε φράχτη με hot-spot, με την ευλογία και τις αποφάσεις των ευρωπαίων ελίτ, στο επίκεντρο μπαίνουν κάποιες γραφικές ή φασίζουσες αντιδράσεις, εξυπηρετώντας τα μάλα το πολιτικό σύστημα και το κοινό του σχέδιο
Από ορισμένους κύκλους πάει να επιβληθεί μια «τρομοκρατία» ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο συζητάμε. Είναι ο ίδιος παραλογισμός μιας σκέψης που μπορεί για παράδειγμα να ανέχεται χιλιάδες ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις Μόριες αλλά εξεγείρεται όταν η αστυνομία αδειάζει μια κατάληψη με μερικές δεκάδες. Ο ίδιος που φωνάζει το γενικά σωστό «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα αλλά έχουν πρόβλημα», την ώρα όμως που αρνείται σχεδόν εξ’ ορισμού να αναγνωρίσει οποιοδήποτε υποψία προβλήματος στις περιοχές υποδοχής και τους κατοίκους τους. Αυτή η οπτική που σιωπά την ώρα που συνολικά η χώρα μετατρέπεται σε φράχτη με hot-spot, με την ευλογία και τις αποφάσεις των ευρωπαίων ελίτ, μα θέτει στο επίκεντρο κάποιες γραφικές ή φασίζουσες αντιδράσεις, «ανακαλύπτοντας την Αμερική» και κυρίως εξυπηρετώντας τα μάλα το πολιτικό σύστημα και το κοινό του σχέδιο. «Ανοιχτά σύνορα» για την Ελλάδα, όταν η υπόλοιπη Ευρώπη τα κλείνει ή τα ανοιγοκλείνει επιλεκτικά, διαλέγοντας εργατικό δυναμικό, δεν είναι ανθρωπιστικό καθήκον μιας χώρας αλλά ο απόλυτος ραγιαδισμός. Ένας «ανθρωπισμός» που φυλακίζει χιλιάδες ανθρώπους και τους στερεί το δικαίωμα να αναζητήσουν καλύτερη τύχη δεν είναι ανθρωπισμός.
Κατεργασία δια του «ανθρωπισμού»…
Η κατεργασία και ο χειρισμός κριτηρίων και στάσεων δεν περνά αποκλειστικά μέσα από αποκρουστικές έννοιες και προτροπές καταφανώς αρνητικές. Ως γνωστόν, ο δρόμος προς την κόλαση είναι συχνά στρωμένος με καλές προθέσεις. Για παράδειγμα, δεν έχουν περάσει και τόσα χρόνια από τότε που έκαναν θραύση οι «ανθρωπιστικοί» βομβαρδισμοί. Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμφανιζόταν τότε ως η αιτία που παρείχε νομιμοποίηση σε ισχυρά κράτη να επέμβουν και να διαλύσουν χώρες και λαούς. Τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, απόρροια ιστορικών διεργασιών, καθολική παρακαταθήκη και ενεργά φορτία πολιτισμών, αξιοποιήθηκαν εν προκειμένω ενάντια στους ανθρώπους και λειτούργησαν αποφασιστικά υπέρ των επιδιώξεων της εξουσίας. Κι επειδή αρκετά πράγματα ξεχνιούνται, ήταν τότε όπου η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής αριστεράς υιοθέτησε το «ανθρωπιστικό επιχείρημα» και συμμετείχε κι αυτή στην μεγάλη υπεράσπιση. Αυτό υπενθυμίζεται γιατί αν και ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ διάλυσε αρκετά στερεότυπα, εντούτοις συνηθίζεται ακόμα να καταγράφουμε τα πράγματα, τις ιδεολογίες, τα κόμματα, τις πολιτικές, στην ονομαστική τους αξία. Σήμερα, μια διαφορετική εκδοχή «ανθρωπισμού» έρχεται με φόρα να περιορίσει σκέψεις και συμπεριφορές στα ασφυκτικά της πλαίσια. Η δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων που εγκαταλείπουν τους τόπους τους, λόγω πολέμων, καταστροφών και φτώχειας, αφού αρχικά παρουσιάζεται ως φυσικό φαινόμενο, εισάγεται έπειτα σε έναν μεγάλο λαβύρινθο χειρισμών και αξιοποιήσεων ανά περίπτωση. Κι ενώ και αυτό το ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικό, το «Προσφυγικό-Μεταναστευτικό» αντιμετωπίζεται συχνά ξεκομμένο από τις κάθε φορά συγκυρίες, επίδικα, συσχετισμούς. Έτσι, δεν είναι μόνο απλοϊκή αλλά και εξαιρετικά ύπουλη, η διχογνωμία και ο διχασμός με όρους «αντιμεταναστευτικής» και «φιλομεταναστευτικής» προσέγγισης, με όρους αποκλειστικά «ανθρωπιστικούς» ή «υπεράσπισης δικαιωμάτων» χωρίς να λαμβάνονται οι ιδιαιτερότητες του προβλήματος σε κάθε τόπο και κάθε χώρα. Όταν δεν συγκινούμαστε ή αδιαφορούμε για τις περιπέτειες αυτών των ανθρώπων, δεν είναι μόνο το «σάπιο» που υπάρχει αλλά και ένας κυνισμός από τις δυσκολίες που διαρκώς βαραίνουν. Μα και η σκέτη συγκίνηση δε φτάνει…