(Κανονικά, το παρακάτω κείμενο θα έπρεπε να είναι το πρώτο της Κρητικής Τριλογίας (βλ. τα προηγούμενα στα φύλλα 738 και 739) και όχι το τελευταίο, κάτι σαν πρόλογος, αλλά η σειρά άλλαξε επειδή οι σκέψεις δεν υποκύπτουν πάντοτε στη λογική κατάταξη.)
Αγαπώ την Κρήτη και πηγαίνω με κάθε ευκαιρία. Ένιωθα μια έλξη για το νησί από τον καιρό που έκανα εκστατικός τα πρώτα διαβάσματα του Καζαντζάκη. Ίσως κι από ακόμα πιο πριν, από τον Μινώταυρο στο Λαβύρινθο που μαζί με τους Κένταυρους που πάλευαν με τον Ηρακλή και τη γοργόνα που σταματούσε τα πλοία και ρωτούσε τους ναυτικούς αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, αποτελούσαν το τρίπτυχο των ανθρωπόμορφων τεράτων που ήταν τα πιο δημοφιλή στην παιδική μου φαντασία. Στα χίπικα χρόνια, τα ωραία, τα Μάταλα ενσάρκωναν την κοινοβιακή ζωή, με τις σπηλιές, τη μεγάλη αμμουδιά, τα βραδινά τραγούδια του Ντίλαν, του Ντόνοβαν, της Τζόνι Μίτσελ και του Νιλ Γιανγκ με κιθάρες γύρω από τη φωτιά και με τα ωραία ξανθά ανέμελα κορίτσια που μπαινόβγαιναν γυμνά, σωστές νεράιδες, χωρίς αντιηλιακά, στην αφρισμένη θάλασσα κοκκινισμένες από τον καυτό ήλιο που μας τύφλωνε και μας τσουρούφλιζε. Στις πρώτες μέρες, οι λίγοι Έλληνες, ντρεπόμασταν να γδυθούμε εντελώς, αλλά γρήγορα συνηθίζαμε και ξεπερνούσαμε τις αναστολές μας. Όταν ξαναπήγα μετά από μερικά χρόνια, γύρισα το νησί με τη Honda CB200 που είχα εντωμεταξύ αποκτήσει, χωρίς σχέδιο, χωρίς χάρτη, χωρίς κατάλυμα, με σλίπιν’ μπαγκ και ένα παγούρι νερό. Ήταν ακόμα όλα φυσικά, οι ενδυμασίες, τα καφενεία, η γλώσσα, οι ελιές και οι πέτρες, οι λύρες και οι χοροί, αλλά στα Μάταλα, όπως και σε άλλα μέρη της Κρήτης, είχε κιόλας δρομολογηθεί η «ανάπτυξη»…
Η σοδιά
Στην επόμενη δεκαετία, του ’80, γνώρισα κι όλα τα γήπεδα της Κρήτης, απ’ άκρη σ’ άκρη, από τους παράγοντες των ομάδων που έκαναν κουμάντο μέχρι τα σημεία από τα οποία οι τζαμπατζήδες πηδούσαν μέσα χωρίς εισιτήριο, οργανώνοντας συναυλίες με τη Γλυκερία, τη Βιτάλη, τον Παπακωνσταντίνου, τα Παιδιά απ’ την Πάτρα και άλλους καλλιτέχνες, συμμετέχοντας ενεργά στην εισβολή του πανελλαδικού ρεπερτορίου σε μια επικράτεια που είχε τις δικές της μουσικές, αλλά είχε και την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τα ρεύματα που εξορμούσαν από την πρωτεύουσα προς κάθε κατεύθυνση. Το φινάλε αυτού του συναρπαστικού κύκλου στην Κρήτη έκλεισε στη δεκαετία του ’90 με τον Άκη Πάνου σε μια από τις πρώτες και τελευταίες συναυλίες που έκανε στη ζωή του, στα Χανιά. Ήταν στιγμές σπάνιας δημιουργικής απόλαυσης που καθόλου δεν προοιώνιζαν ότι η επόμενη συναυλία που θα οργάνωνα με τον Άκη καθισμένο στην πρώτη σειρά της ορχήστρας με το φτιαγμένο από τα χέρια του μπουζούκι θα γινόταν με μοναδικό ακροατήριο 150 κρατούμενους στις φυλακές Κομοτηνής.
Στη διάρκεια αυτής της συναρπαστικής διαδρομής παρακολουθώ και το εγχείρημα της καλής παρέας του Νίκου Φραντζεσκάκη, παλιού συντρόφου, στο χωριό Βάμος, όχι πολύ μακριά από τα Χανιά, που βάλθηκε να αναζωογονήσει με ήπιες μεθόδους την ιδιαίτερή του πατρίδα στον Αποκόρωνα και όχι να σπαταληθεί σε κάποια τουριστική παραλία. Εκείνα τα χρόνια γνώρισα και τον συνονόματο Φραντζεσκάκη, τον Ματθαίο, που έβγαζε τη μικρή αλλά πολύ περιεκτική εφημερίδα «Πυξίδα» που επί χρόνια μού την έστελνε ταχυδρομικά για να ενημερώνομαι ανελλιπώς για ζητήματα πολιτισμού και ο οποίος παραμένει πολύ δραστήριος διευθύνοντας το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων.
Όλα αυτά τα χρόνια, με διάφορες αιτίες, προκλήσεις και προσκλήσεις επισκέφτηκα και άλλα μέρη όπου εκδηλωνόταν εποικοδομητική δραστηριότητα, όπως την Άνω Βιάννο, τη γενέτειρα του λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη, ένα από τα χωριά που γνώρισε όλη την αγριότητα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής με εκατοντάδες εκτελεσμένους, με αφορμή μια ημερίδα για τον οικονομικό και πολιτιστικό προσανατολισμό της κρητικής ενδοχώρας. Έτσι είχα την ευκαιρία κατηφορίζοντας από τη Βιάννο στη θάλασσα, στη νότια πλευρά του νησιού, στον Κερατόκαμπο, να παρακολουθήσω τις εργασίες ίδρυσης της Πινακοθήκης Βιάννου, της πιο νότιας γκαλερί της Ευρώπης, με έργα του Μυταρά, του Φασιανού, του Κεσσανλή και δεκάδων άλλων ζωγράφων, και να γνωρίσω τον εμπνευστή της, τον αείμνηστο Σάββα Πετράκη, που ανήκε στον τύπο των ανθρώπων της προσφοράς που συναντάς στις ηρωικές σελίδες της ιστορίας.
Η πιο πρόσφατη επίσκεψή μου στα Χανιά έγινε με πρόσκληση του Δημήτρη Δαμασκηνού για να πάρω μέρος στην παρουσίαση του συγκλονιστικού βιβλίου του «Εξόριστοι στο νησί του θανάτου» (εκδ. Παρασκήνιο) στο οποίο αποκαλύπτεται με πολλές λεπτομέρειες η όχι και τόσο γνωστή πλευρά της Γαύδου που ήταν ένας από τους χειρότερους τόπους εξορίας πολιτικών προσώπων, του Άρη Βελουχιώτη συμπεριλαμβανομένου, καλή αιτία για να την επισκεφτώ και να κάνω καινούργιους φίλους στο μικρό αλλά όμορφο νησί που σήμερα είναι πολύ δημοφιλές σαν παραθεριστικός προορισμός στο κατώφλι του Λιβυκού πελάγους.

Οι μουσικοί
Περιττό να σημειώσω ότι οι περισσότερες επισκέψεις μου στην Κρήτη είχαν άμεσα ή έμμεσα σχέση με τη μουσική. Και θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφέρω την εξαιρετική επαφή και τον αμέριστο θαυμασμό μου, έστω ενδεικτικά, για σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών της Κρήτης, όπως ο Νίκος Ξυλούρης με πολύ ξεχωριστή την τελευταία χρονιά της ζωής του (1978-79) που συνεργαστήκαμε στο «Θεμέλιο» του Ζαχαρόπουλου στην Πλάκα, αλλά και τη γυναίκα του Ουρανία που κράτησε το δισκάδικο με το όνομά του στη Στοά Πεσματζόγλου από το θάνατό του μέχρι πριν από μερικούς μήνες και τον αδικοχαμένο γιο τους Γιώργο, ευγενέστατο και καλλιεργημένο, με τον οποίο ήμασταν συνάδελφοι Στο Κόκκινο.
Και στην ίδια κατηγορία με τον Νίκο, ο λαμπρός από κάθε άποψη λυράρης και τραγουδιστής Βασίλης Σκουλάς, μια «σχολή» από μόνος του, τον οποίο επισκέφτηκα πριν από μερικούς μήνες στο βασίλειό του στα Ανώγεια, αλλά κι ο Ψαραντώνης που μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει, μαζί με την κόρη του Νίκη, στην 60μελή «Ελλήνων Ορχήστρα» με την οποία πραγματοποιήσαμε τη μοναδική και ανεπανάληπτη περιοδεία 23 ημερών σε πόλεις της Ρωσίας, Ουκρανίας, Ρουμανίας, Σερβίας και Βουλγαρίας το 1997 παίζοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας για τους εκεί Έλληνες και τους ντόπιους που αγαπούν την ελληνική κουλτούρα.
Ιδιαίτερη ήταν και η σχέση μου με τον Γιάννη Μαρκόπουλο από τον καιρό της δικτατορίας που ήταν συνεχώς στο μικροσκόπιο της Ασφάλειας καθώς όλο το σπουδαίο έργο του εκείνης της εποχής είχε έντονο πολιτικό νόημα και μήνυμα. Στα χρόνια που ακολούθησαν πάντοτε ανταλλάσσαμε απόψεις γύρω από τη μουσική, συμφωνώντας και διαφωνώντας, και αρκετές φορές συνεργαστήκαμε σε μεγάλα «πρότζεκτ», στο Ηρώδειο, το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και το Ολυμπιακό Στάδιο στο οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ένα καινούργιο έργο του συνθέτη βασισμένο στην «Εαρινή Συμφωνία» του Γιάννη Ρίτσου, έχοντας αναλάβει προσωπικά την ευθύνη της παραγωγής όχι μόνο της εκδήλωσης, αλλά και της ηχογράφησης και έκδοσης του έργου σε δίσκο 33 στροφών, στην ερμηνεία του οποίου συνέβαλε και ο έτερος θαυμάσιος λυράρης και τραγουδιστής Χαράλαμπος Γαργανουράκης, από τους πιο άξιους καλλιτέχνες της Κρήτης.
Δίπλα σ’ αυτούς, άκουσα και γνώρισα και άλλους πολύ σημαντικούς μουσικούς, μεταξύ των οποίων από τους νεότερους ο Λεωνίδας Λαϊνάκης και από τους παλιότερους ο Λεωνίδας Κλάδος και ο δάσκαλος Κώστας Μουντάκης τον οποίο παρουσιάσαμε σε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο «ντέφι» (τ. 12/1986) με επιμέλεια του Νίκου Παπαδάκη, όπως κάναμε, με συνέντευξη στον Σωτήρη Νικολακόπουλο, και με τον Ρος Ντέιλι (τ. 14/1987) που αποτελεί ειδική περίπτωση «Κρητικού»!
Από τη μεγάλη δημιουργική παρέα μας στην Αθήνα στην οποία είχαμε πάντοτε πολύ σημαντικούς Κρητικούς, θα αναφερθώ ονομαστικά σε δύο αγαπημένα και πολύ ταλαντούχα πρόσωπα, στον μουσικοσυνθέτη, συγγραφέα και παραγωγό Γιώργο Παπαδάκη και στον συγγραφέα, στιχουργό και ερμηνευτή Μανώλη Ρασούλη που είχαν πολύ ενεργητική συμμετοχή στο «ντέφι» και σε άλλες μας δραστηριότητες. Το 1992, εκδώσαμε σε δίσκο βινυλίου και κασέτα τη μουσική που έγραψε ο Παπαδάκης για την σημαντική ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη «Κρυστάλλινες Νύχτες» (παραγωγή «ντέφι») και στο περιοδικό έκανε παρουσιάσεις σημαντικών προσώπων και έγραφε μουσικολογικά κείμενα. Τα δε τραγούδια του Ρασούλη και του Ξυδάκη από την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και τα «Δήθεν», που έκαναν πάταγο, τα πρωτοπαρουσιάσαμε στο Θέατρο Λυκαβηττού με ερμηνευτές τη Γλυκερία, τον Δημήτρη Κοντογιάννη και τον Νίκο Παπάζογλου. Ο Ρασούλης αρθρογραφούσε τακτικά στο «ντέφι» με αιχμηρά κείμενα με τα οποία έκανε πολεμική στα κακώς κείμενα και στις βεντέτες του μουσικού στερεώματος με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο. Αμφότεροι, πολύτιμοι, έφυγαν από τη ζωή πολύ πρόωρα.

Δράσεις έγνοιας
Τελικά, σ’ αυτά και πολλά άλλα που μερικά θυμάμαι, μερικά μισοθυμάμαι και άλλα μάλλον μου διαφεύγουν, προστέθηκε μια υπέροχη ομάδα από το Ηράκλειο με την οποία συνδέθηκα πολύ φιλικά και χάρη στην οποία ανακατεύτηκα με τα πιο εσωτερικά της Κρήτης και έγινα τακτικός συνεργάτης των ανθρώπων που προσπαθούν με πολύ αγάπη και αφοσίωση να στηρίξουν τη θετική ενέργεια στο νησί που εδώ και αρκετά χρόνια βρίσκεται στο μάτι του τουριστικού κυκλώνα.
Έτσι, εδώ και 17 χρόνια, συμμετέχω σε εκδηλώσεις, ημερίδες και συνέδρια που έχουν σχέση με το τρίπτυχο «αγροτική οικονομία, τουρισμός, πολιτισμός», στα οποία παίρνουν μέρος ειδικοί από τα πανεπιστήμια, τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που έχουν σχετικό αντικείμενο εργασίας και παράγοντες που ανήκουν στο δυναμικό του τόπου που ασχολείται επαγγελματικά με όλες τις συγγενείς δραστηριότητες, από την ελιά, το μέλι και το κρασί ως τη μουσική. Από τους πρώτους ανθρώπους που με βοήθησαν να μπω στο «κλίμα» είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος, η Δήμητρα Καμπέλη, από την Αναπτυξιακή Ηρακλείου με σπουδαία δουλειά και στην προσπάθεια ένταξης μεταναστών και προσφύγων και ο πρώην δήμαρχος της Επισκοπής Χάρης Ροδιτάκης, άνθρωπος με ιδέες, αποτελεσματικότητα και χιούμορ, ο οποίος ως πρόεδρος, εδώ και καιρό, της Εκπαιδευτικής – Αναπτυξιακής «Πλοηγός», με έδεσε ακόμα πιο δυνατά με τις δημιουργικές ενασχολήσεις των ανθρώπων που έχουν μεγάλη έγνοια για το νησί τους.
Ο «Πλοηγός» κινείται συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια στην Κρήτη προσπαθώντας να μελετήσει και να διαχειριστεί τα προβλήματα και τις προοπτικές που προκύπτουν από την αναπτυξιακή πορεία του νησιού, ενθαρρύνοντας και συντονίζοντας άτομα και ομάδες που με τη δουλειά τους συνεισφέρουν στη διάσωση του χαρακτήρα του νησιού και στην ορθολογική πορεία ανάπτυξης, είτε πρόκειται για τη διατροφή και την οινοποιία είτε για την κεραμική, τη μουσική και κάθε άλλη δραστηριότητα που είναι συστατικό μέρος της συνολικής κουλτούρας της Κρήτης. Έργο δύσκολο και πολύπλοκο ιδιαίτερα εξ αιτίας του συνεχώς αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος που είναι μαζί ευχή και κατάρα. Σ’ αυτή την προσπάθεια φιλότιμων ανθρώπων καλούμε να συνεισφέρω κι εγώ με τις γνώσεις και τις απόψεις μου μιας και ο πολιτισμός αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την προσωπικότητα και την ταυτότητα του νησιού και των κατοίκων του, στο παρόν και το μέλλον.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στη ζεστή παρέα που απέκτησα στο Ηράκλειο, ως τυχερός άνθρωπος που είμαι, η οποία συμπαραστέκεται στις δράσεις, αλλά κρατάει και την ανθρωπιά που θέλει κι αυτή φροντίδα για να μην γίνει σπάνιο είδος στις σχέσεις των ατόμων. Με απόντα τον αείμνηστο Δημήτρη που ήταν ο πιο άτυχος, η Νίκη, ο Μηνάς, η Ρούλα, η Ιωάννα, ο Πάνος, η Λουίζα, ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο Γιάννης, η Δήμητρα, η Ρουμπίνη, ο Τάκης και ο Χάρης αποτελούν μια συντροφιά 24 καρατίων!