Η μη ολοκληρωμένη εκτίμηση των αιτιών της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη και, κυρίως, η μη αναγνώριση των ωφελειών της Γερμανίας από αυτήν, αποτελούν δύο από τους παράγοντες που υποχρέωσαν την ελληνική κυβέρνηση στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και ευθύνονται για τα σημερινά αδιέξοδα. Στο σημερινό εράνισμα και σε αυτό της επόμενης εβδομάδας θα παρουσιαστούν τα βασικά σημεία μίας έκθεσης της γνωστής δεξαμενής σκέψης Stratfor, με τον εύγλωττο τίτλο Γερμανικό Εμπόριο και Ευρωζώνη: Ένα Ζήτημα Ανισότητας που εντοπίζει τις αιτίες της κρίσης στα πλεονάσματα του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
(κάντε κλικ στους πίνακες για να τους δείτε σε μαγαλύτερο μέγεθος)

«Στις αρχές Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) της Γερμανίας θα είναι 7,9% του ΑΕΠ φέτος έναντι 7,6% που ήταν το 2014. Μία εβδομάδα αργότερα, το ΔΝΤ εκτίμησε ότι το πλεόνασμα της Γερμανίας θα υπερβεί το 8% – την ίδια περίοδο που το αντίστοιχο πλεόνασμα της Ισπανίας εκτιμάται ότι θα είναι 1,2% ενώ η Γαλλία θα καταγράψει έλλειμμα 0,9% του ΑΕΠ. Αυτές οι πρόσφατες εκτιμήσεις ανανέωσαν τη συζήτηση για τις ανισορροπίες εντός της Ευρωζώνης. Η βασική κριτική που ασκείται στη γερμανική κυβέρνηση είναι ότι το πλεόνασμα της Γερμανίας υπονομεύει τους τοπικούς παραγωγούς στις άλλες χώρες. Οι πολιτικές του Βερολίνου έχουν δεχθεί σφοδρή κριτική διότι συμβάλλουν στον χαμηλό πληθωρισμό της Ευρωζώνης, που έχει πλήξει την κατανάλωση ενώ, παράλληλα, κάνει δυσχερέστερη την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Πρόσθετα, η Γερμανία κατηγορείται ότι η εγχώρια κατανάλωση δεν είναι αρκετή για να βοηθήσει τις οικονομίες της Ε.Ε. που βρίσκονται σε κρίση. Με λίγα λόγια, οι πολέμιοι της Γερμανίας ισχυρίζονται ότι δεν εξάγει μηχανές ή αυτοκίνητα, αλλά ανεργία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

»Οι εγχώριες πολιτικές της Γερμανίας είναι μέρος του προβλήματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία εφάρμοσε πολιτικές που αποσκοπούσαν στον περιορισμό των μισθών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Όμως, αυτό σήμαινε, επίσης, ότι τα άτομα θα είχαν λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα να δαπανήσουν για αγαθά και υπηρεσίες. Και ενώ η μείωση της γερμανικής κατανάλωσης βοήθησε τη χώρα να αυξήσει τις αποταμιεύσεις της, οι γερμανικές τράπεζες εξήγαγαν αυτές τις αποταμιεύσεις στους καταναλωτές της ευρωπαϊκής περιφέρειας, δημιουργώντας χρηματοπιστωτικές φούσκες. Ενώ το ΙΤΣ της Γερμανίας μετατράπηκε από ελλειμματικό σε πλεονασματικό, μεταξύ 2000 και 2007, τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας είδαν τα δικά τους ελλείμματα να αυξάνονται ή τα πλεονάσματά τους να συρρικνώνονται*.

»Η εισαγωγή του ευρώ έκανε την κατάσταση ακόμη πιο σύνθετη. Οι λιγότερο παραγωγικές οικονομίες της Ε.Ε. δεν είχαν την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματός τους ώστε να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Πρόσθετα, το ευρώ ήταν πιο αδύναμο από ό,τι το γερμανικό μάρκο αλλά πιο ισχυρό από την ισπανική πεσέτα ή την ιταλική λίρα· αυτός ο τεχνητός αποπληθωρισμός ευνόησε τη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία.

»Στην αρχή της οικονομικής κρίσης του 2008, το πρόβλημα είχε γίνει πολύ περισσότερο έντονο. Για να ανακτήσουν οι ελλειμματικές οικονομίες την ανταγωνιστικότητά τους, θα έπρεπε να έχουν χαμηλότερο πληθωρισμό από τη Γερμανία, το οποίο οδηγεί σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και σε ένα υφεσιακό σπιράλ στη Νότια Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, το πλεόνασμα του ΙΤΣ της Γερμανίας είναι πιο ισχυρό από ποτέ, παρ’ όλο που έπρεπε να προσαρμοστεί στην παγκόσμια ύφεση με τη στροφή σε εξαγωγικές αγορές εκτός της Ευρωζώνης. Η Γερμανία άρχισε να στηρίζεται ολοένα και πιο έντονα στις πωλήσεις στην Ανατολική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Κίνα*».

Συνεχίζεται…

Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης

www.gtozidis.wordpress.com

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!