Αν και παρακολουθώ την πολύ καλή συγγραφική δουλειά του Κώστα Πούλου στο παιδικό βιβλίο, ομολογώ πως η συλλογή διηγημάτων του «Αμφίβια τέρατα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός με εξέπληξε ευχάριστα.
Εξαιρετικά κείμενα που συνοδεύονται από πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, όπως άλλωστε είναι και αυτή του εξωφύλλου, έργα όλες του συγγραφέα. Ένας πραγματικά αρμονικός συνδυασμός, όπου εικόνα και κείμενο συνδιαλέγονται, δίνοντας άλλο βάθος το ένα στο άλλο και πολλαπλές ερμηνείες.
Τα περισσότερα κείμενα είναι σύντομα και μας δίνουν συχνά την υπερρεαλιστική όψη πραγμάτων, προσώπων και γεγονότων της καθημερινότητας.
Το βιβλίο αυτό είναι μια ακόμη απόδειξη του πόσο πιο μπροστά βρίσκεται στη χώρα μας το διήγημα από το μυθιστόρημα κι ας μην έχει τόσους αναγνώστες. Η συμπυκνωμένη μορφή του λόγου του συγγραφέα θα πρέπει να πω ότι συχνά αγγίζει την ποίηση, κρατώντας όμως και την αφηγηματική δύναμη του πεζού λόγου.
«Οι καλοί αναγνώστες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση καλών συγγραφέων»
Γιατί «αμφίβια τέρατα»; Ποιος ο λόγος που επιλέξατε αυτόν τον τίτλο του ομώνυμου διηγήματος για τη συλλογή;
Με τις συλλογές διηγημάτων που δεν έχουν κοινό θέμα συμβαίνει ένα παράδοξο: όσο εύκολο είναι να βρεθεί ο τίτλος της κάθε μιας ιστορίας ξεχωριστά, τόσο δυσχερές είναι να κυριαρχήσει κάποιος από αυτούς και να βγει στο εξώφυλλο, αφού πρέπει να έχει τη συγκατάθεση ή έστω τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων. Όχι μόνο μεμονωμένοι τίτλοι, αλλά και απλές φράσεις εγείρουν το ανάστημά τους πιστεύοντας ότι μπορούν να φέρουν εις πέρας αυτό το έργο. Η σύμπνοια τίτλου και περιεχομένου ενός βιβλίου είναι επιθυμητή. Το αντίθετο μπορεί να καταγγελθεί ως απόπειρα εξαπάτησης του αναγνώστη. Στο μεταξύ όμως και όσο περνά ο καιρός δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αναγνώστες που μπορούν να δείξουν κατανόηση στην επιθυμία ενός τίτλου να αποκτήσει μια σχετική αυτονομία προβάλλοντας άλλες, άσχετες αρετές.
Αμφίβια τέρατα στην ομώνυμη ιστορία είναι δέντρα που αναγκάστηκαν να πνιγούν μέσα σε μια τεχνητή λίμνη και γι’ αυτό ζητούν εκδίκηση. Στον Όμηρο η λέξη «τέρας» ξεκίνησε τη ζωή της με μια ωραία σημασία: ανεξήγητο συμβάν, θεϊκό σημείο. Στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Σήμερα η λέξη τέρας σημαίνει τέρας. Το συνοδευτικό επίθετο «αμφίβιος» ίσως έχει αναλάβει τον ρόλο του συνηγόρου υπεράσπισης.
Μετά από πολλά παιδικά βιβλία –και όχι μόνο– ύστερα από 20 χρόνια επιστρέφετε στο διήγημα. Γιατί πέρασε τόσος χρόνος;
Δεν έπαψα ποτέ να γράφω ιστορίες (και) για μεγάλους. Στον ψηφιακό βυθό του υπολογιστή μου υπάρχουν πολλές τέτοιες που περιμένουν να βγουν στην επιφάνεια να πάρουν μια ανάσα. Ο λόγος για τον οποίο κυκλοφόρησαν αυτό το μεσοδιάστημα κυρίως βιβλία για παιδιά είναι μάλλον συγκυριακός και ίσως σχετίζεται με τη γονεϊκή μου ιδιότητα. Ένας άλλος πιθανός λόγος μπορεί να είναι η αδυναμία μου να αναγνωρίσω σε ένα κείμενό μου την τελική, την οριστική του μορφή και να πω ότι «τέλος, αυτό ήτανε». Κάθε νέα ανάγνωση των κειμένων που γράφω επιδιώκω να απέχει αρκετά από την προηγούμενη και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από μικρότερες ή μεγαλύτερες παρεμβάσεις. Από την άλλη σκέφτομαι ότι η κατάταξη των κειμένων σε κατηγορίες με βάση την ηλικία δεν είναι πάντα ασφαλής. Παλιότερα πίστευα ότι τα κείμενά μου απευθύνονται σε παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας. Ακόμα το πιστεύω αυτό.
Πώς συνδυάζετε τις φωτογραφίες με τα κείμενα; Υπάρχει κάποιος συνεκτικός ιστός;
Όπως μια μικρή ιστορία, έτσι και μια φωτογραφία επιχειρεί να συλλάβει τη στιγμή από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία φιλοδοξώντας να αφήσει δυσανάλογα μεγαλύτερο αποτύπωμα. Στα «Αμφίβια Τέρατα» οι φωτογραφίες καλωσορίζουν τον αναγνώστη λίγο πριν την είσοδο στο κάθε κείμενο και επιδιώκεται να λειτουργήσουν εισαγωγικά ή συμπληρωματικά ή αντιστικτικά.
Έχει σήμερα το διήγημα τη θέση που του αξίζει;
Αυτό είναι σχετικό. Όλοι και όλα ονειρεύονται και διεκδικούν μια θέση ανώτερη από αυτή που έχουν. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη μικρή φόρμα, θα έλεγε κανείς ότι το διήγημα ταιριάζει στη σύγχρονη εποχή με τους αγχωτικά γρήγορους ρυθμούς. Με άλλα λόγια, πίσω από την ερώτηση κρύβεται συνήθως η αντιπαράθεση με το μυθιστόρημα και ίσως ο φθόνος για την πρωτοκαθεδρία που το τελευταίο εξακολουθεί να απολαμβάνει στις προτιμήσεις των αναγνωστών σε σχέση με τη μικρή φόρμα. Κατά τη γνώμη μου τα δύο είδη –εκτός από την έκταση– παραέχουν μεγάλες διαφορές για να μπορεί κανείς να τα μετρήσει με την ίδια μεζούρα. Αν λάβουμε υπόψη τους χαμηλούς δείκτες φιλαναγνωσίας που παρατηρούνται στη χώρα μας, πολλά λογοτεχνικά είδη θα άξιζαν μια καλύτερη θέση από αυτή που τώρα έχουν.
Θεωρείτε πως το βιβλίο στηρίχτηκε όσο έπρεπε στην εποχή της πανδημίας; Τι θα έπρεπε να έχει γίνει;
Η αρχική εντύπωση που δημιούργησε ο εγκλεισμός ήταν ότι η πανδημία χάρισε σε όλους άπλετο χρόνο. Χρόνο –αλλά και νέα εναύσματα– στους συγγραφείς για να γράψουν, άπλετο χρόνο στους αναγνώστες για να διαβάσουν. Επομένως θα περίμενε κανείς αύξηση των πωλήσεων βιβλίων, πράγμα που επιβεβαιώνουν κάποιοι εκδότες. Δυστυχώς η έλλειψη στατιστικών στοιχείων δυσκολεύει την εξαγωγή συμπερασμάτων. Μια κάποια αύξηση φαίνεται ότι υπάρχει και αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες (κυρίως τα παιδικά βιβλία).
Οι εμπλεκόμενοι με το βιβλίο φορείς (συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες κ.ά.) ζητούν επίμονα το τελευταίο διάστημα τη λήψη μέτρων στήριξης του βιβλίου με συγκεκριμένες προτάσεις, με τις οποίες δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει. Καλό είναι το συγκεκριμένο, όμως ο ευρυγώνιος φακός μάς δίνει τη γενική εικόνα, αυτή που δείχνει καλύτερα το βάθος και την προοπτική. Αρχικά, η καλύτερη στήριξη στο βιβλίο θα ήταν η ενίσχυση της φιλαναγνωσίας και γενικότερα της αγάπης για την τέχνη. Όσο τα μαθήματα τέχνης είναι εξοβελισμένα από την εκπαίδευση ή εξορισμένα σε λίγα καλλιτεχνικά σχολεία δεν πρόκειται να δει κανείς ουρές στα βιβλιοπωλεία ούτε γεμάτες γκαλερί και θεατρικές αίθουσες. Ωστόσο οι δράσεις ενός φορέα που θα υλοποιούσε πολιτικές στήριξης του βιβλίου, όπως λόγου χάρη ο επιτυχημένος θεσμός των επισκέψεων συγγραφέων στα σχολεία (οργανωμένων από το εν μία νυκτί καταργημένο ΕΚΕΒΙ), θα ήταν καλοδεχούμενες και μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ή έστω να ενισχύσουν εκείνο το ανθρώπινο κεφάλαιο που θα στήριζε πραγματικά το βιβλίο. Οι καλοί αναγνώστες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση καλών συγγραφέων.