Όταν διάβασα το μυθιστόρημα «Πότε διάβολος και πότε άγγελος» του Κώστα Ακρίβου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είχα την εντύπωση ότι ο κεντρικός του ήρωας –πέραν βεβαίως του Καραϊσκάκη– ο Μήτρος Αγραφιώτης, ήταν ένα πρόσωπο που επινόησε ο συγγραφέας.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, συζητώντας μαζί του, ανακάλυψα ότι ο Αγραφιώτης ήταν πράγματι πρόγονος του συγγραφέα. Και μάλιστα ήταν έμπιστος του Καραϊσκάκη, το «δεξί του χέρι». Φυσικά υπεισέρχονται πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία, όμως το συγκεκριμένο βιβλίο έχει μια αυθεντικότητα την οποία σπανίως συναντάς. Με την ελευθερία του μυθιστοριογράφου, αλλά και με την οξυδέρκεια του ερευνητή ο Ακρίβος παρουσιάζει ένα εξαιρετικό πορτρέτο του Καραϊσκάκη, αλλά ζωντανεύει και τα πρόσωπα που η επίσημη ιστορία «ξεχνάει». Τους αγωνιστές που έδωσαν τα πάντα, έζησαν τελικά στην αφάνεια και συχνά πέθαναν και πάμφτωχοι. Τα πρόσωπά τους δεν σώθηκαν σε ζωγραφιές, δεν στήθηκαν αδριάντες και προτομές για χάρη τους… Κι όμως σε αυτούς οφείλουμε τα πάντα.
Πρέπει να πω πάντως ότι εκτός από αυτή την πολύ σημαντική συνεισφορά του συγγραφέα στη βαθύτερη γνώση της Επανάστασης του ’21, με την εξαιρετική του γραφή που καθηλώνει, με την κινηματογραφική του αφήγηση καταφέρνει να αναδείξει την πολύπλευρη προσωπικότητα του Καραϊσκάκη. Χωρίς να υποπίπτει στην «αγιογραφία», αλλά ούτε και στην αναθεωρημένη ιστορία διαφόρων επιστημόνων και καθηγητών της μόδας που δεν κρύβουν την απέχθειά τους για τους κλέφτες και τους αρματωλούς…
Υπάρχουν σελίδες εκπληκτικές στο βιβλίο, όπως η ιστορία της δημιουργίας του πορτρέτου του Καραϊσκάκη από τον Καρλ Κρατσάιζεν, το οποίο έγινε διά ζώσης στα λημέρια του καπετάνιου και διέσωσε για πάντα τη μορφή του.
«Κεντρική φιγούρα του μυθιστορήματος παραμένει και δεσπόζει ο Καραϊσκάκης. Αλλά ένας Καραϊσκάκης γήινος, ντυμένος με τα λάθη και τις αδυναμίες, τα σφάλματα και τις αμαρτίες του»
Τι σας έκανε να καταπιαστείτε με τον Καραϊσκάκη;
Όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα το εξαιρετικό «Εγκυκλοπαιδικό Βιογραφικό Λεξικό Νεότερης Θεσσαλικής Ιστορίας» του Αντώνη Α. Αντωνίου, σκόνταψα κατά τύχη πάνω στον βίο ενός αγωνιστή του 1821, του Μήτρου Αγραφιώτη. Αυτό δεν θα είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία, αν τον παππού της μητέρας μου δεν τον έλεγαν κι αυτόν Μήτρο Αγραφιώτη άρα, ο εν λόγω αγωνιστής ήταν ο προπάππος της. Όσο λοιπόν διάβαζα και μάθαινα για τον εν λόγω μακρινό πρόγονο, τόσο το ξάφνιασμα μεγάλωνε. Γιατί από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών τον Μήτρο τον πήρε μαζί του στον πόλεμο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν το δεξί του χέρι και, όχι μόνον αυτό· του εμπιστεύτηκε το ταμείο του, ενώ στη διαθήκη του τον ορίζει ως έναν από τους εκτελεστές της, κληροδοτώντας τον μάλιστα και με κάποιες χιλιάδες γρόσια. Η απορία μου, εκεί απ’ όπου δηλαδή ξεκίνησαν όλα, ήταν για το ποια μπορεί να ήταν η σχέση, μυστική και βαθύτερη, ανάμεσα στον 18χρονο και τον Καραϊσκάκη, πώς δικαιολογείται η τόση συμπάθεια, η τόση εμπιστοσύνη; Για να απαντήσω στο ερώτημα, με τον τρόπο της λογοτεχνίας βέβαια, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να ανασυστήσω με ιστορική πιστότητα τον βίο του Καραϊσκάκη. Έτσι, στο βιβλίο ξεδιπλώνεται αφενός η πορεία της ζωής αυτού του κορυφαίου αγωνιστή της Επανάστασης και αφετέρου το χρονικό της οικογένειας του Μήτρου Αγραφιώτη, μέχρι που στο τέλος θα συγκλίνουν και οι δύο στη ζωή του αφηγητή, από την παιδική του ακόμη ηλικία, τη δεκαετία του ’60, έως και σήμερα, όταν πια αποφασίζει να διηγηθεί με μυθιστορηματικό τρόπο την ιστορία της δικής του οικογένειας, με όλες τις φανερές και αδήλωτες πτυχές της.
Τι είναι αυτό που τον ξεχωρίζει σε σχέση με τους υπόλοιπους ήρωες του ’21;
Ο Μήτρος Αγραφιώτης είναι μια τυπική περίπτωση απλού αγωνιστή, που ναι μεν δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο, αλλά τα κατοπινά χρόνια, μέχρι το 1866 όταν θα πεθάνει στη Χαλκίδα, τα έζησε όπως και χιλιάδες άλλοι αγωνιστές σαν ένας παραγκωνισμένος και πάμφτωχος αγωνιστής του ’21. Ωστόσο, κεντρική φιγούρα του μυθιστορήματος παραμένει και δεσπόζει ο Καραϊσκάκης. Αλλά ένας Καραϊσκάκης γήινος, ντυμένος με τα λάθη και τις αδυναμίες, τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Η αρχή της πολεμικής του δράσης χαρακτηρίζεται από την αγωνιώδη προσπάθεια να κάνει δικό του το αρματολίκι των Αγράφων. Κάτι τέτοιο όμως ήταν ανέφικτο, καθώς πήγαινε με κληρονομικό άγραφο δίκαιο από πατέρα σε γιο, και ο Καραϊσκάκης, όπως όλοι ξέρουμε, πατέρα δεν είχε γνωρίσει. Πολλές μαρτυρίες φανερώνουν έναν πρώιμο Καραϊσκάκη άγριο και αδίστακτο, τις περισσότερες φορές απέναντι στους ομοφύλους του. Παρόμοια η δράση του και κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Και εδώ είναι ένας μανιασμένος πολεμιστής, που πράττει τα ανίερα και τα ανόσια κατά την εισβολή των Ρουμελιωτών στον Μοριά. Εκείνο όμως που με ενδιέφερε, που ενδιέφερε δηλαδή την αφήγηση, είναι πώς κατόρθωσε να κατανικήσει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και, από ένας οπλαρχηγός με διφορούμενη αρχικά στάση, μια διαβολική λίγο πολύ φυσιογνωμία, όπως σωστά τον χαρακτήρισε ένας Υδραίος οπλαρχηγός, να μεταμορφωθεί σ’ αυτόν που όλοι θαυμάζουμε: έναν στρατηγό με ευφυΐα, οξυδερκή πολεμικό νου και, κυρίως, με πνεύμα αυτοθυσίας. Έναν αγωνιστή του ’21, που όλοι οι Έλληνες και των προηγούμενων χρόνων αλλά και στις μέρες μας πίνουμε νερό στ’ όνομά του. Τον καλύτερο δε χαρακτηρισμό για τον Καραϊσκάκη τον έχει δώσει ο Ν. Κασομούλης: «…από το μηδέν, χωρίς πολιτικόν κόμμα, χωρίς τίποτες, αλλά μόνον με την παληκαργιάν του και ειλικρινήν αφοσίωσιν εις το Έθνος –μ’ όλα τα κυνηγήματα οπού τον εκάμαμεν, καθώς ηξεύρεις, όλοι– έφθασεν έως αυτού, οπού ούτε έφθασεν άλλος, ούτε θα φθάση».
Πού τελειώνει η Ιστορία και αρχίζει η μυθοπλασία;
Για να συνθέσω το μυθιστόρημα, χρειάστηκε έρευνα και μελέτη πάνω από τρία χρόνια: Εθνική Βιβλιοθήκη, Γεννάδειος, παλαιοβιβλιοπωλεία, ταξίδια στους τόπους που σχετίζονται με τη ζωή και τη δράση τόσο του Καραϊσκάκη όσο και του Αγραφιώτη, προφορικές και γραπτές μαρτυρίες… Ξεχωριστή συγκίνηση ένιωσα όταν κάποια στιγμή κράτησα στα χέρια μου τη διαθήκη του στο Μουσείο Μπενάκη. Απ’ όλο αυτό το πραγματολογικό υλικό που συγκέντρωσα έπρεπε να κρατήσω μονάχα ό,τι απαιτούσε η μυθιστορηματική αφήγηση και παράλληλα να αποκλείσω ό,τι θα με οδηγούσε στη μονογραφία ενός κλασικό τρόπου ιστορικού μυθιστορήματος. Για να μπορέσω να «δέσω» τα ιστορικά δεδομένα της ζωής του Καραϊσκάκη με εκείνα που αφορούν την εξιστόρηση του χρονικού της οικογένειας Αγραφιώτη χρησιμοποίησα σαν συγκολλητικό υλικό τη μυθοπλασία. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι για ένα βιβλίο ιστορίας.
Ο τρόπος γραφής σας πραγματικά εντυπωσιάζει με τον πλούτο της γλώσσας και την προσπάθεια απόδοσης του ύφους των ανθρώπων της εποχής. Πόσο σας δυσκόλεψε αυτό το εγχείρημα;
Όσο δύσκολο ήταν, άλλο τόσο και γοητευτικό. Έχει ομορφιά το να δοκιμάζεις να μιλήσεις, δηλαδή να μιλήσουν οι ήρωές σου, με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι εκείνων των χρόνων. Αποδεικνύεται έτσι η διαχρονική πορεία της ελληνικής γλώσσας, καθώς έχει τη δυναμική να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τουρκικές, αρβανίτικες, φράγκικες λέξεις.
Είσαστε ικανοποιημένος από τον τρόπο που τιμάται η επέτειος της Επανάστασης; Τι πιστεύετε ότι λείπει;
Αν θελήσουμε να ξεφύγουμε από τους γιαλαντζί υπερπατριωτισμούς, τις παράτες με τα σημαιάκια ή τις γκλαμουριές και να κάνουμε επιτέλους πράξη αυτό που είπε ένας γνήσιος Έλληνας, ο διεθνιστής Ρήγας, το «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές», τότε ίσως τιμήσουμε όπως πρέπει το πνεύμα της Επανάστασης.