Γράφει ο Γιώργος Α. Λεονταρίτης
Αυτή η κατάρα με την επιδημία του κορωνοϊού, άλλαξε τελείως τη ζωή μας. Καταστάσεις που διαβάζαμε παιδιά, μόνο στα μυθιστορήματα «επιστημονικής φαντασίας» και τα θεωρούσαμε «χοντροκομμένα», έγιναν πραγματικότητα! Ένα τέτοιο μυθιστόρημα είχε γράψει και ο γνωστός Άγγλος συγγραφέας, ο Ουέλς, με τον «Πόλεμο των δύο κόσμων», και το απαξιώναμε σαν προϊόν αχαλίνωτης φαντασίας. Ανατρέχοντας όμως στην Ιστορία, βλέπουμε κάποιες ομοιότητες με το «σήμερα», όπως τις περιέγραψαν χρονικογράφοι της εποχής. Βέβαια, τέτοιο ακριβώς φαινόμενο σαν το τωρινό, δεν συναντάς. Υπάρχουν όμως περιστατικά με επιδημίες, που στους καιρούς εκείνους προκαλούσαν το ίδιο δέος και φόβο, με αυτά που νιώθουμε εμείς σήμερα. Τα παλιά εκείνα χρόνια, φυσικά, η ιατρική δεν είχε προχωρήσει, και ασθένειες που τώρα θεραπεύονται τότε ήσαν ανίατες και θανατηφόρες. Οι πολίτες δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν άφοβα, άναβαν φωτιές στους δρόμους πιστεύοντας ότι μ’ αυτή τη μέθοδο θα έδιωχναν τα μικρόβια, αλλά –φυσικά– τίποτε δεν γινόταν. Στα μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς, περιγράφονται με ζωντάνια τέτοιες σκηνές. Θα θυμίσουμε κάποια περιστατικά, αρχίζοντας από τον… Μαρξ!
ΣΤΑ 1853, Ο ΜΑΡΞ με την οικογένειά του, βρίσκονταν στο Λονδίνο και ζούσαν μέσα σε τρομερή φτώχεια. Μη διαθέτοντας χρήματα ούτε καλά-καλά για τροφή, ο μεγάλος θεωρητικός του κομμουνισμού, αναγκάστηκε να μένει σε μια τρώγλη, στη σκοτεινή συνοικία του Σόχο. Η βρωμιά ήταν τόσο έντονη, ώστε έπεσε επιδημία χολέρας. «Η φτωχολογιά, τα τινάζει εδώ κι εκεί. Και κάθε σπίτι, μετρά τρεις νεκρούς», έγραφε ο Μαρξ στον Ένγκελς. Και στην ίδια επιστολή του, ανέφερε στον φίλο του: «Μια εβδομάδα πριν, έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να βγω από το σπίτι. Υπάρχει επιδημία, και τα πανωφόρια μου είναι στο ενεχυροδανειστήριο. Έτσι, δεν μπορώ να πάρω κρέας, γιατί κανείς εδώ δεν μου κάνει πια πίστωση. Η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Η μικρή μου Τζένη, είναι άρρωστη. Η Λένχεν που μένει μαζί μας, πάσχει από κάποιου είδους νευρικό πυρετό. Δεν θα μπορούσα, και δεν μπορώ να φωνάξω γιατρό, διότι δεν έχω χρήματα να αγοράσω φάρμακα. Τις τελευταίες εννιά-δέκα μέρες, ταΐζω την οικογένεια αποκλειστικά με ψωμί και πατάτες, αλλά πολύ αμφιβάλλω εάν θα καταφέρω να τις εξασφαλίσω και σήμερα… πώς θα ξεφύγω; Η ζωή μου έχει γίνει κόλαση…».
Άλλο περιστατικό συναντούμε με τον Τρότσκι. Τον Ιούνιο του 1934, εξόριστος, μέσα στον απόηχο από τις τρομερές σταλινικές δίκες που γίνονταν στη Μόσχα, ο Τρότσκι πέφτει άρρωστος στο κρεβάτι. Βρισκόταν σ’ ένα σπίτι κοντά στο Παρίσι. Έλεγαν ότι είχε παρουσιαστεί κάποια μορφή επιδημίας, την οποία όμως δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν. Τα συμπτώματα που είχε ο Τρότσκι, ήταν υψηλός πυρετός, αιτία που τον έκανε να βλέπει εφιάλτες και περίεργα όνειρα. Ένα τέτοιο παράξενο όνειρο κατέγραψε το «ημερολόγιο της εξορίας» του: «Χτες τη νύχτα, ή μάλλον νωρίς σήμερα το πρωί, ονειρεύτηκα ότι είχα μια συζήτηση με τον Λένιν. Κρίνοντας από το περιβάλλον, ήταν σ’ ένα καράβι, στην τρίτη θέση. Ο Λένιν ήταν ξαπλωμένος σ’ έναν πάγκο. Εγώ στεκόμουν όρθιος ή καθόμουν κοντά του – δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Με ρωτούσε με αγωνία για την αρρώστια μου. “Φαίνεστε σαν να έχετε συσσωρεύσει νευρική κόπωση, πρέπει να αναπαυθείτε…”. Απάντησα ότι πάντα αναλάμβανα γρήγορα από την κόπωση, χάρη στον έμφυτο δυναμισμό μου, μα αυτή τη φορά η διαταραχή φαίνεται να βρίσκεται σε κάποιες βαθύτερες διεργασίες… Μου είπε: “Τότε θα πρέπει σοβαρά, να συμβουλευτείτε τους γιατρούς…”. Του εδήλωσα, ότι υποβλήθηκα ήδη σε πολλές εξετάσεις, και άρχισα να του λέω για το ταξίδι μου στο Βερολίνο. Μα, αντικρίζοντας τον Λένιν, θυμήθηκα πως ήταν πεθαμένος. Αμέσως προσπάθησα να αποδιώξω αυτή τη σκέψη, για να μπορέσω να τελειώσω τη συζήτηση. Όταν έπαψα να μιλάω για το θεραπευτικό μου ταξίδι στο Βερολίνο, το 1926, θέλησα να προσθέσω: “Αυτό έγινε ύστερα από τον θάνατό σας”. Όμως κρατήθηκα και είπα: “Όταν αρρωστήσατε…”. Και, τότε, ξύπνησα…».
ΟΙ ΦΡΙΧΤΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ των φυλακών της Βαρσοβίας, προκαλούσαν αρρώστιες και πολλοί ήσαν οι φυλακισμένοι που άφηναν στα σκοτεινά βρώμικα κελιά την τελευταία τους πνοή. Εκεί, κόλλησε κάποια ασθένεια η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όταν τη συνέλαβαν με ψεύτικο διαβατήριο στην Πολωνία όπου πήγε για να συναντήσει τον Λεό Γκιόγκισες, που διηύθυνε το Πολωνικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Στις 4 Μαρτίου του 1906 η Ρόζα συνελήφθη από την αστυνομία και την έκλεισαν σ’ εκείνες τις φυλακές, σ’ ένα ανθυγιεινό κελί, χωρίς ούτε παράθυρο. Κάποια αρρώστια τη χτύπησε –όπως κι άλλους κρατούμενους– άγνωστο εάν επρόκειτο για μορφή επιδημίας. Η κατάστασή της, γρήγορα επιδεινώθηκε. Το αδύνατο σώμα της δεν άντεχε, αλλά το θάρρος της δεν την εγκατέλειψε. Τα γράμματα που έγραφε εκείνη την εποχή στη Σόνια Λήμπκνεχτ, τη γυναίκα του Καρλ (συνιδρυτού του «Σπάρτακου»), ήσαν γεμάτα διασκεδαστικά ανέκδοτα, γραμμένα με αισιοδοξία. Η κατάστασή της όμως χειροτέρευση, σε σημείο που οι υπεύθυνοι των φυλακών, έδωσαν άδεια σε μιαν επιτροπή γιατρών να την εξετάσει. Οι γιατροί αποφάνθηκαν, ότι εάν η κρατούμενη συνέχιζε να παραμένει στο φριχτό κελί, δεν θα ζούσε. Έτσι, η διεύθυνση του κολαστηρίου της Βαρσοβίας, αποφάσισε να την απελευθερώσει. Η Ρόζα έφυγε για τη Ρωσία, όπου έμεινε μερικούς μήνες, και το 1907 πήγε στη Στουτγάρδη, προκειμένου να πάρει μέρος σ’ ένα διεθνές συνέδριο για την καταπολέμηση του ιμπεριαλισμού.
Οι αρρώστιες και οι εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες στη ζωή του Γκράμσι θα τον οδηγούσαν νωρίς στον τάφο. Υπέφερε από παιδί, διότι είχε δυσπλασία της σπονδυλικής στήλης, και οι εσωτερικές διαταραχές έκαναν τη ζωή του μαρτύριο. Εκεί, στα 1927 περίπου, ο Γκράμσι συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις βόρειες ακτές της Σικελίας. Οι έξι εβδομάδες που έμεινε προφυλακισμένος, ήσαν οι τελευταίες που γνώρισε μια σχετική ελευθερία κινήσεως, και επαφών με άλλους αγωνιστές. Στις 20 Γενάρη του 1927, τον οδήγησαν στο Μιλάνο, όπου τον έριξαν σε πλήρη απομόνωση. Κάποια επιδημία είχε παρατηρηθεί εκείνον τον καιρό. Κι όταν τον μετέφεραν στη Ρώμη για να δικαστεί, ο Γκράμσι αισθανόταν εξάντληση, αλλά το σθένος του ήταν ακμαίο. Στις 19 Ιουλίου, τον πήγαν στις φυλακές στο κάτω μέρος της Ιταλίας. Η υγεία του χειροτέρευε. Εσωστρεφής από τη φύση του, στηριζόταν μόνο στη δύναμη της θέλησής του, και στην πεποίθησή του, ότι ανήκε στο επαναστατικό κίνημα.
ΕΧΟΥΜΕ ΟΜΩΣ κι ένα άλλο περιστατικό από τη δράση του Μαξίμ Γκόρκυ. Εκεί, στα 1921, οι γραφειοκράτες του Κόμματος, δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Το ότι παρέμενε ελεύθερος, το χρωστούσε στην εύνοια και τη φιλία του Λένιν. Ο Γκόρκυ, εξαντλημένος από την πολλαπλή του δραστηριότητα, βρέθηκε ο οργανισμός του ευάλωτος σε μια επιδημία που είχε πέσει τότε στη Μόσχα. Ο Αλέξης Μαξίμοβιτς Πεσκώφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, καταλάβαινε ότι χειροτέρευε. Υπέφερε από ρευματισμούς, κρίσεις ποδάγρας, και καρδιακές διαταραχές. Η φυματίωσή του, είχε κι αυτή επιδεινωθεί. Δεν μπορούσε να ελπίζει για θεραπεία σε μια Ρωσία που σ’ εκείνη τη φάση, λιμοκτονούσε. Δεν υπήρχαν τα μέσα για δύσκολη θεραπεία που απαιτούσε η κατάστασή του. Τότε ο Λένιν, τον συμβούλεψε να φύγει στο εξωτερικό, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο Λένιν επέμεινε: «Κάνετε αιμοπτύσεις, και εξακολουθείτε να μην φεύγετε; Σας διαβεβαιώ, πως αυτό είναι δείγμα απιστίας και απρονοησίας από την πλευρά σας. Σ’ ένα καλό σανατόριο στην Ευρώπη θα μπορέσετε και να γίνεται καλά και να κάνετε ταυτόχρονα τρεις φορές περισσότερη δουλειά. Φύγετε, μην είστε ισχυρογνώμων. Σας παρακαλώ…»! Κι ο Γκόρκυ, τελικά έφυγε στα τέλη του 1921.
Τώρα, σταχυολογώ –όπως όλοι– σε… «κατ’ οίκον περιορισμό», αφού διανύω την επικίνδυνη ηλικία! Τέτοια «καταχνιά» δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Και στις ώρες της μοναξιάς, θυμάμαι τον σοφό Νέστορα της Αριστεράς, τον Γιάννη Πασαλίδη, που μας μετέφραζε από τα ρωσικά, το ποίημα: «Καταχνιά, καταχνιά, σκέπασε τον ουρανό…». Αλλά, η «καταχνιά» του Κορωνοϊού, πότε θα διαλυθεί;