1955. Στην Κύπρο έχει ξεσπάσει για τα καλά ο αγώνας για την εκδίωξη των Άγγλων αποικιοκρατών από το νησί, με πρωταγωνιστές τον Μακάριο και την ΕΟΚΑ. Στην Πόλη, ακούμε από το ελληνικό ραδιόφωνο τις ειδήσεις για την Κύπρο με μεγάλη συγκίνηση. Αλλά δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου διαδίδεται αστραπιαία η είδηση ότι Έλληνες κατέστρεψαν με βόμβα το σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.

Οι Ρωμιοί μαζεύονται ανήσυχοι στα σπίτια τους. Τα μαγαζιά είναι ακόμα ανοιχτά. Από τις πέντε η ώρα το απόγευμα εμφανίζονται στίφη άγνωστων ανθρώπων να περιφέρονται με άγριες διαθέσεις στις συνοικίες των Ρωμιών. Όλοι τους ξενόφερτοι, αλλά χωρισμένοι σε ομάδες με κουμανταδόρους επικεφαλής. Τους παρακολουθούμε μέσα από τα παράθυρα καθώς σκοτεινιάζει. Κάποιοι κρατάνε λοστούς. Ακούγονται φωνές και κραυγές από τα μπουλούκια που έχουν μεγαλώσει και πολλαπλασιαστεί καθώς ξεχύνονται σαν αφιονισμένοι στα σοκάκια.
Σβήνουν όλοι τα φώτα τους. Σπάνε μαγαζιά, σπάνε πόρτες σπιτιών και μπουκάρουνε σε έξαλλη κατάσταση. Στον πάνω όροφο που μένουμε εμείς, οι πέτρες θρυμματίζουνε τα τζάμια και καρφώνονται με θόρυβο πάνω στα έπιπλα μέσα στα δωμάτια. Έχει ανέβει πάνω και η θεία. Η μητέρα μάς έχει ντύσει με πολλά ρούχα, ακόμα και παλτό, σα να ετοιμαζόμαστε για μεγάλο ταξίδι. Ο πατέρας έχει κατέβει στο πίσω μέρος του σπιτιού για να στηρίξει μια σκάλα στον τοίχο, για διαφυγή από κει αν συμβεί το χειρότερο. Η γιαγιά τι θα κάνει; Χτυπάνε με λοστούς τη δρύινη πόρτα που αντέχει. Μυρίζει πετρέλαιο. Βγαίνουν οι γείτονες, οι Τούρκοι, στο δρόμο. Μπαίνουν μπροστά στο ξύλινο σπίτι μας. Τι κάνετε εκεί; φωνάζουν στον όχλο. Τούρκοι είναι κι αυτοί, αδέρφια μας! Φύγετε από δω! Από δεξιά, στην κατηφόρα, έχουν ξεπηδήσει μεγάλες φλόγες που χρυσίζουνε μέσα στη νύχτα. Καίγεται ο Άγιος Αθανάσιος!
Μένουμε παγωμένοι στο σαλόνι, με τα σπασμένα τζάμια και τις πέτρες, και περιμένουμε να τελειώσει ο εφιάλτης. Τα μεσάνυχτα εμφανίζονται τα καμιόνια του στρατού και τα τεθωρακισμένα. Στρατοπεδεύουν στη μεγάλη αλάνα που είναι ανάμεσα σε μας και τον Άγιο Δημήτριο. Οι βάνδαλοι έχουν χαθεί ως διά μαγείας. Το πρωί, έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά η μητέρα βγαίνει διακριτικά λέγοντας σ’ ένα αξιωματικό ότι χρειάζεται φάρμακα. Γυρίζοντας από τον κεντρικό δρόμο, περιγράφει την εικόνα. Όλα ρημαγμένα. Τα τόπια με τα υφάσματα έχουν ξεδιπλωθεί στο δρόμο που είναι κατάμεστος από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Από ζυγαριές και κονσέρβες έως ψυγεία και πιάνα που τα έχουν πετάξει από τα μπαλκόνια στο δρόμο! Ζάχαρες, λάδια, φακές, μπογιές, πουκάμισα, παντελόνια, παπούτσια, ραδιόφωνα, τραπέζια, κούκλες, κατσαρόλες, καθρέφτες, όλα σκορπισμένα ανάκατα στο καλντερίμι.
Λίγοι άνθρωποι μέσα σε διαλυμένα μαγαζιά μετράνε τις ζημιές. Μερικοί κλαίνε. Η μητέρα φέρνει σοκολάτες που βρήκε πεταμένες στο πεζοδρόμιο, για να μας καθησυχάσει. Μετά πηγαίνει δίπλα, στους γειτόνους, να τους ευχαριστήσει. Μέσα σε ένα βράδυ, η ζωή μας, απότομα και απρόσμενα, έχει αλλάξει ριζικά, για πάντα.

Στ. Ελλ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!