του Φώτη Τερζάκη
Μέρος Α: Οι έννοιες “έθνος” και “λαός”
Οι έννοιες του «έθνους» και του «λαού», μπορούμε να πούμε συνοψίζοντας, ήταν οι προ-μαρξιστικές κατασκευές τού «συλλογικού υποκειμένου» – τουλάχιστον στην τρέχουσα χρήση τους, όπως ανέκυψε από τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις τού δέκατου όγδοου αιώνα. Η τροποποίηση που επέφερε ο Μαρξ ήταν ότι αυτές οι ομογενοποιημένες (πρωτίστως σε πολιτικό-διοικητικό επίπεδο, δηλαδή από την ίδια την κρατική δομή, και δευτερευόντως από εμμενή πολιτισμικά στοιχεία) κοινότητες ήταν ουσιωδώς κερματισμένες στο εσωτερικό τους από τον καταμερισμό της εργασίας, και ότι η θρυλούμενη ομοιογένειά τους ήταν απλώς ιδεολογία που εξασφάλιζε τη συναίνεση των υποτελών ομάδων. Αυτές τις ομάδες με αποκλίνοντα συμφέροντα, οφειλόμενα σε διαφορετικές θέσεις στον καταμερισμό τής εργασίας (στο σύστημα παραγωγής), ονόμαζε τάξεις. Κατανόησε πολύ καλά, δηλαδή, πρώτον, ότι ένας λαός συνιστά μια κοινότητα υλικών όρων ζωής και όχι απλώς ένα πολιτικό σώμα· και δεύτερον, ότι κανένας λαός δεν εκπροσωπείται πραγματικά και στο σύνολό του από το κράτος που νομιμοποιείται στο όνομά του.
Ανέφερα ήδη εκείνο που κατά τη γνώμη μου είχε κεντρική θέση στη σύλληψη της τάξης από τον Μαρξ (και το οποίο παραγνώρισε μια μακρά γραμμή επιγόνων, από τους Λένιν και Κάουτσκι ως τον Αλτουσέρ): το ότι η τάξη συγκροτείται μέσ’ από τη συνείδηση και την απορρέουσα αλληλεγγύη, δεν υπάρχει ως τέτοια με την πλήρη της σημασία μόνο και μόνο από την «αντικειμενική» της θέση στο σύστημα της παραγωγής. Και μία εξίσου βαρύνουσα –και συμπληρωματική– ιδέα (από την Εισαγωγή στην Κριτική τής Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου) είναι ότι η υποτελής τάξη, το προλεταριάτο, δεν επιδιώκει απλώς να αντιστρέψει τους όρους τής ταξικής κυριαρχίας αλλά να διαλύσει το ίδιο το σύστημα της ταξικής ανισότητας (ιδέα που πηγάζει από το εδάφιο της «Διαλεκτικής τού Κυρίου-και-του-Δούλου» στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ): δηλαδή, να επανενοποιήσει τη λαϊκή κοινότητα στο επίπεδο της υλικής της ύπαρξης, πραγματώνοντας και καταργώντας ταυτόχρονα την ξενωμένη αναπαράσταση αυτής της ενότητας υπό τη μορφή κράτος.
Περιγράφοντας αυτή τη λυτρωτικά επανενοποιημένη λαϊκή κοινότητα ως «κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών», ο Μαρξ θεωρούσε ότι μετέφραζε τη βαθύτερη επιθυμία της εξεγερμένης εργατικής τάξης, η οποία πήγαινε πολύ πέρ’ από την αστική έννοια του «συμφέροντος»: το προλεταριάτο ως τάξη δι’ εαυτήν, δηλαδή ως συλλογικότητα με πλήρως ανεπτυγμένη συνείδηση κοινότητας και αλληλεγγύη, δεν διεκδικούσε απλώς την επιστροφή ενός μέρους τής υπεραξίας από τους εκμεταλλευτές του, αλλά την ολική αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων στην κατεύθυνση της ισότητας-μέσα-σε-ελευθερία (νοούμενη θετικά ως αυτοπραγμάτωση), ποιοτικό αίτημα που αντιστοιχούσε σε ένα εντελώς άλλο όραμα για τις κοινωνικές σχέσεις.
Από εδώ απορρέουν μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Πρώτον, η τάξη δεν αντιπροσωπεύει καμία έσχατη, ούτε επιθυμητή, μορφή κοινωνικής ολότητας· ως ομάδες ανταγωνιστικών συμφερόντων στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, οι τάξεις είναι οντότητες υπό άρσιν. Η «ταξική» γλώσσα και ανάλυση οφείλει βεβαίως να είναι αφετηρία· στον βαθμό όμως που φετιχοποιείται ως τέτοια κινδυνεύει να αποβεί τροχοπέδη τής επαναστατικής χειραφετησιακής διαδικασίας.
Δεύτερον, πρέπει να αντιθέσουμε στο ταξικό συμφέρον την ταξική επιθυμία. Ως έννοια κατασκευασμένη από τον αστικό ωφελιμισμό, το «συμφέρον» εξουσιοδοτεί μόνο συνδικαλιστικού τύπου δράσεις, εξ ορισμού έγκλειστες στο απολιθωμένο πεδίο της «οικονομίας», και διαιωνίζει βεβαίως τον υφιστάμενο καταμερισμό της εργασίας. Από την άλλη πλευρά η επιθυμία, νοούμενη ως βουλητικό/συγκινησιακό κίνητρο που αγκαλιάζει την ολότητα των όρων ζωής, μπορεί και πρέπει να κατανοείται ως υλικός φορέας τής συνείδησης.
Τρίτον –και κρίσιμο από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ–, οι έννοιες εργατική τάξη και εργατικό κίνημα κάλλιστα θα μπορούσαν να αντιστοιχηθούν στους όρους καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό: αν δηλαδή με τον όρο «τάξη» εννοούμε κυρίως μια θέση μέσα στο σύστημα παραγωγής, με τον όρο κίνημα θα (πρέπει να) εννοούμε μια συλλογική δράση για την κοινωνική αλλαγή, εμφορούμενη από τη συλλογική επιθυμία μιας αλληλέγγυας ομάδας και ήδη μεταβολισμένη σε συνείδηση των σκοπών της.
Ο όρος «κοινωνικά κινήματα» έχει εγκατασταθεί στην καρδιά τής πολιτικής μας σκέψης ιδίως από τη δεκαετία του ’60, όταν ένας αστερισμός κινημάτων τα οποία δεν ορίζονταν από τη θέση τους στην παραγωγή αλλά αντανακλούσαν οπωσδήποτε σχέσεις υποτέλειας και κυριαρχίας ενδημικές στο υφιστάμενο κεφαλαιοκρατικό σύστημα (γυναικείο, ομοφυλόφιλο, αντιψυχιατρικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό) βρέθηκε στην πρωτοπορία των αντικαπιταλιστικών αγώνων στον λεγόμενο Πρώτο Κόσμο, συχνά σε αντιπαράθεση με μια μάλλον εφησυχασμένη και αφομοιωμένη εργατική τάξη. Αν οι παγκόσμιες επαναστατικές αναταράξεις τού ’60 και του ’70 οδήγησαν σε κάποιου είδους απόκλιση τις έννοιες της τάξης και του κινήματος, έχει μεγάλη σημασία, πιστεύω, το αν θα δούμε τέτοια νεότερα κινήματα ως κληρονόμους ή ανταγωνιστές τού παλαιότερου εργατικού κινήματος – και αυτό ακριβώς είναι που με ενδιαφέρει εδώ. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να διακρίνουμε την έννοια του κινήματος από την οιουδήποτε είδους διεκδικητική δράση και να προσανατολιστούμε σε έναν κανονιστική σύλληψή του – δηλαδή, να θέσουμε τους όρους υπό τους οποίους μια συλλογική δράση δικαιούται να ονομαστεί «κοινωνικό κίνημα».
Ένα κίνημα έτσι εννοημένο, θεωρώ, είναι η έκφραση μιας συλλογικής επιθυμίας η οποία είναι αδύνατον να εκπληρωθεί μέσα στο υφιστάμενο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής· ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως τού ποιο είναι το καθ’ ύλην περιεχόμενό της, έχει ως ορίζοντα της δράσης της την ανατροπή τού καπιταλισμού και όλου του πλέγματος των σχέσεων ανισότητας και κυριαρχίας οι οποίες, παρότι μπορεί να έχουν διαφορετικό ιστορικό βάθος, συμπλέκονται εν τοις πράγμασιν μαζί του. Αυτό τον «ορίζοντα της δράσης» της μπορούμε να τον πούμε και υπερβατολογικό όρο (δηλαδή, όρο δυνατότητας) της συγκρότησής της, ο οποίος εμφανίζεται ακριβώς μέσα στη συνείδηση που αναπτύσσει. Από αυτή τη σκοπιά, τέτοιου είδους κοινωνικά κινήματα –υπό τον όρον ότι εμμένουν ως τέτοια και δεν εκπίπτουν σε απλές ομάδες διεκδίκησης– μπορούν και οφείλουν να βρίσκονται σε σχέση συστράτευσης και συμμαχίας, με πολλαπλασιαστικά ανατροφοδοτούμενες δράσεις που προσανατολίζονται στον ίδιο μεσοπρόθεσμο στόχο. Πράγμα που τις θέτει εξίσου σε σχέσεις συστράτευσης και συμμαχίας με το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, εφόσον και το ίδιο αναδεικνύεται σε αντικαπιταλιστικό κίνημα υπεράνω των απλώς «ταξικών» (με την έννοια των στενά εννοούμενων οικονομικών: ακριβέστερα, σωματειακών) συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, είναι η φύση τού στόχου και όχι η αφετηριακή θέση στο παροντικό δίκτυο εξουσίας που καθιστά ένα κίνημα άξιο του ονόματός του, δηλαδή, «συλλογικό υποκείμενο» ως φορέα τής ιστορικής δράσης και αλλαγής. Ούτε αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι η αφετηριακή θέση είναι άνευ σημασίας· από αυτήν γεννιέται η ίδια η απελευθερωσιακή επιθυμία – αλλά η εκπλήρωσή της αποσκοπεί στην άρση αυτής της θέσης.
Μέρος Β’: “Κοινωνικές τάξεις” ή “κοινωνικά κινήματα”