Με τον αδελφικό φίλο –και σπουδαίο φωτογράφο– Μπάμπη Κουγεμήτρο, επεξεργαζόμαστε τον τελευταίο καιρό ένα διασχολικό σεμινάριο με θέμα τα κοινωνικά κινήματα όχι «από», αλλά προς τα κάτω: κινήματα δηλαδή τα οποία παρασύρουν τους ανθρώπους σε διανοητικό πάτο. Η ιδέα προέκυψε εντελώς αυθόρμητα κατά τη διάρκεια απογευματινού καφέ, ενόσω αναστοχαζόμαστε το θεσμό του «αυθεντικού» μαραθωνίου και παράλληλα διηγούμαστε σουρεαλιστικές συνομιλίες ή περιστατικά, τα οποία επαναλαμβάνονται στη ζωή μας με μία ύποπτη περιοδικότητα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι ότι ο τραγέλαφος παραείναι γενικευμένος για να θεωρηθεί συμπτωματικός, και ότι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγκεκριμένων κέντρων χάραξης μιας ορισμένης «πολιτικής της αποβλάκωσης», η τελευταία θα πρέπει εξάπαντος να διαθέτει αδιάσειστα κινηματικά ερείσματα. Ειδάλλως, δεν εξηγείται η ταχύτατη κοινωνική της διήθηση. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, όλα εκείνα τα κινήματα του τύπου «x για φιλανθρωπικό σκοπό», όπου τη θέση του «x» μπορεί να πάρει το οποιοδήποτε αμετάβατο ή αυτοπαθές ρήμα: τρέχω, ντύνομαι, γδύνομαι, κάθομαι, κοιμάμαι, σηκώνομαι, πλένομαι. Πώς όμως είναι δυνατόν μία πράξη η οποία εξ ορισμού δεν παράγει κανένα έργο, μια πράξη αμετάβατη και χωρίς αντικείμενο (πχ «τρέχω») να μεταβαίνει εν τούτοις προς κάποιον «σκοπό»; Κατά πόσο νομιμοποιούμαι να πιστεύω ότι υπηρετώ μια Μεγάλη Υπόθεση, όταν δεν κάνω επί της ουσίας τίποτε περισσότερο από το να υπάγω απλώς τον εαυτό μου σε μία κατάσταση –πχ «κάθομαι»; Βάσει ποιας συλλογιστικής ένα αυτοπαθές ρήμα –«ντύνομαι», «λούζομαι»– αποκτά αξιακό προσανατολισμό και κοινωφελή αναφορικότητα; Τι νόημα έχει να ισχυρίζομαι ότι «ντύνομαι» (ή «γδύνομαι») υπέρ του περιβάλλοντος; Κι αν κάτι τέτοιο έχει νόημα, τότε γιατί άραγε να μην μπορώ εξίσου εύλογα να ισχυριστώ ότι «ξύνομαι» ή «αυνανίζομαι» υπέρ του περιβάλλοντος;
Σκεφθείτε τώρα ένα δεύτερο κίνημα προς τα κάτω: αυτό του Καιρού. Τι «είπανε» στο δελτίο και τι συνέβη στην πράξη, κρύωσε ο καιρός, ζέστανε ο καιρός, άστατος ο καιρός, δεν ξέρεις πώς να ντυθείς: ένα τεράστιο προπέτασμα ανώφελης ρητορείας, το οποίο υπηρετείται κινηματικά – θέλω να πω, συντονισμένα, συνειδητά, από πλήθος ανθρώπων και σε καθημερινή βάση. Το μόνο που απαιτείται είναι μια ελάχιστη στιγμή αμηχανίας, μία απρόσμενη συνάντηση, μια ψιχάλα, ένα ξαφνικό γύρισμα του αέρα –και η ριπή θα σου ’ρθει κατακέφαλα: «Χάλασε ο καιρός. Είπανε πως θα βρέξει». Επιτέλους, κάποιος θα πρέπει να πει στο κίνημα του Καιρού ότι είναι βαθύτατα αντιδραστικό, αντιπνευματικό και πληκτικό. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, ή θα βρέξει, ή θα χιονίσει, ή καλό καιρό θα κάνει. Για πόση ώρα δηλαδή θα έπρεπε να το συζητούμε;
Προσεχώς, θα σας απασχολήσω και με άλλα τέτοια κινήματα. Επί του παρόντος, πάντως, εύχομαι τουλάχιστον το κίνημα «τρέχω για φιλανθρωπικό σκοπό» να μην αυγατίσει. Διότι σκεφθείτε τι θα συμβεί, λόγου χάρη, εάν προκύψει ένα δεύτερο κίνημα, το οποίο τρέχει, για εκείνους που τρέχουν για καλό σκοπό. Κι ένα τρίτο κίνημα, το οποίο τρέχει, για εκείνους που τρέχουν, για εκείνους που τρέχουν για καλό σκοπό.