Όλο και συχνότερα, έρχεται στην επιφάνεια ένα πολιτικό ζήτημα στην Ευρώπη. Δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά οι μορφές που λαμβάνει και η συγχρονικότητα ορισμένων εκδηλώσεων, δείχνουν πως πρόκειται για κρίσιμο ζήτημα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να κυβερνηθεί όπως κυβερνιόταν, η γερμανική ηγεμονία και οι μηχανισμοί που είχαν οικοδομηθεί στη βάση της, δεν μπορούν να λειτουργήσουν όπως μέχρι τώρα.
Η αντίδραση στον γερμανικό «ορντοφιλελεύθερο» δογματισμό, δεν προέρχεται μόνο από τον «Νότο», αλλά υπάρχει σε ολόκληρη σχεδόν την ήπειρο και δυναμώνει. Η αντίδραση στο γερμανικό οικοδόμημα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, αποκτά μεγάλη έκταση και αφορά πολλά στρώματα και κατηγορίες των κοινωνιών. Παίρνει ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με τις δυνάμεις που παρεμβαίνουν και θέλουν να κατευθύνουν τη διάχυτη δυσαρέσκεια και αμφισβήτηση. Η Ευρώπη, λοιπόν, έχει πρωτίστως ένα μεγάλο πολιτικό ζήτημα να επιλύσει και δευτερευόντως ένα οικονομικό πρόβλημα. Η επίλυση της κρίσης στην Ευρώπη, περνά πρώτα μέσα από το πεδίο της πολιτικής, για να γίνει κατορθωτή οποιαδήποτε άλλη οικονομική πολιτική και διαχείριση.
Σήμερα, η Ιταλία δοκιμάζεται από μια πολιτική κρίση, από ένα πραξικόπημα (του προέδρου της και της ευρωκρατίας) ενάντια στη λαϊκή θέληση που ανέδειξε μια «ευρωσκεπτικιστική» κυβέρνηση και διάφοροι συμβιβασμοί γίνονται σε αυτήν την βάση. Η Ισπανία επίσης δοκιμάζεται από μια πολιτική κρίση, ενώ ο Ραχόι έπεσε κάτω από το βάρος των σκανδάλων και της διαφθοράς, αλλά και της φασιστικής αντιμετώπισης του καταλανικού ζητήματος. Στη Γαλλία, εκδηλώνονται τελευταία έντονες αντιδράσεις στις οικονομικές πολιτικές του Μακρόν. Η Ελλάδα έχει ανοικτά πολλά μέτωπα εθνικά και κοινωνικο-πολιτικά και βρίσκεται αντιμέτωπη με έντονες ανακατατάξεις και ανταγωνισμούς. Οι ιδιαίτερες σχέσεις όλων των Ευρωπαίων με την Τουρκία, τέλος, δεν προεξοφλούν ήσυχα νερά στην περιοχή των «οικοπέδων», ούτε εύκολες λύσεις για το προσφυγικό ζήτημα.
Δύο διαστάσεις
Το πολιτικό ζήτημα στην Ευρώπη έχει δύο διαστάσεις:
Η πρώτη αφορά την αντίθεση στη γερμανική μπότα επί της Ευρώπης, στην οικοδόμηση δηλαδή ενός μηχανισμού μεταφοράς πλούτου από τον «Νότο» στον «Βορρά».
Η δεύτερη αφορά την αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση γενικά ως διαδικασία διάλυσης της κοινωνίας, επίθεσης σε πολιτισμούς, στους λαούς και την κυριαρχία τους.
Ακόμα κι αν θεωρηθεί η γερμανική μπότα ως «ευρωπαϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης», αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται εντελώς και οι πολιτικές αιχμές που λαμβάνουν μπορούν να είναι διαφορετικές. Ακόμα, οι δυνάμεις που αντιτάσσονται στην γερμανική μπότα ή στην παγκοσμιοποίηση είναι ετερογενείς, διαφορετικής προέλευσης και με διαφορετικές στοχεύσεις.
Η σιωπή για το πολιτικό ζήτημα που έχει παρουσιαστεί στην Ευρώπη υπό τις δύο μορφές που αναφέρουμε, ιδιαίτερα από δυνάμεις της Αριστεράς, άφησε σημαντικό έδαφος να καλυφθεί αυτό το πεδίο από μια αμφισβήτηση που έπαιρνε δεξιά και συντηρητικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική μυωπία στους χώρους της φιλελεύθερης Αριστεράς, οδηγούσε στο πολιτικό συμπέρασμα (κοινό με τις καθαρόαιμες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης) ότι βασικός κίνδυνος στην Ευρώπη είναι ο φασισμός και η ακροδεξιά άνοδος, ξεχνώντας όλα τα άλλα.
Η άλλη εκδοχή μυωπίας, αφορούσε έναν κοσμοπολίτικο ευρωκεντρισμό που μεταφραζόταν σε άκρατη φιλοΕ.Ε. πολιτική και άρνηση κάθε αμφισβήτησης του οικοδομήματος (που ήταν εντελώς γερμανικό και νεοφιλελεύθερο). Κάθε τέτοια αμφισβήτηση διαβαζόταν σαν τάχα «εθνική αναδίπλωση» και άρνηση της «αντικειμενικής προόδου» που υποτίθεται ότι συνιστούν οι διαδικασίες ολοκλήρωσης.
Αφέθηκε στα αζήτητα η ανάγκη υπεράσπισης της λαϊκής, εθνικής κυριαρχίας από την επιβουλή του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού (ιμπεριαλισμού) και τις αδηφάγες «αγορές», δηλαδή τα πιο αρπακτικά τμήματα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (ονόματα και οίκοι όπως Σόρος, Ρότσιλντ κ.λπ. είναι υπαρκτοί και δηλωμένοι χορηγοί της παγκοσμιοποίησης). Αυτή χαρίστηκε κυρίως σε δεξιόστροφες δυνάμεις.
Η ενιαία επίθεση που εξαπολύουν όλοι οι εκφραστές της ευρωκρατίας και της παγκοσμιοποίησης ενάντια στον «εθνολαϊκισμό», είναι στην ουσία μια ολομέτωπη επίθεση στην επιστροφή της πολιτικής. Της πολιτικής που τη θέση της είχαν καταλάβει οι μονόδρομοι των ευρωπαϊκών συνθηκών, της ΕΚΤ, του Eurogroup. Είναι η επίθεση στην ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα που αμφισβητεί, τιμωρεί, καταψηφίζει, συχνά κινητοποιείται, ανατρέπει κυβερνήσεις ή κερδίζει δημοψηφίσματα, αλλάζει δεδομένα. Με τρόπο άμεσο, λαϊκό, ίσως και πληβειακό κάποιες φορές απέναντι στο πολιτικό σύστημα, χωρίς να είναι δεδομένη η ακροδεξιά κατεύθυνση της αμφισβήτησης. Μέσα στην κρίση, δυνάμεις που ξεπετάχθηκαν από τα κινήματα ή και δυνάμεις της Αριστεράς που δεν εναντιώθηκαν στο ρεύμα του «λαϊκισμού», δυνάμωσαν όσο δεν είχαν καταφέρει για δεκαετίες πτέρυγες είτε της επίσημης, είτε της πολύ «καταγγελτικής» Αριστεράς.
Η ενιαία επίθεση που εξαπολύουν όλοι οι εκφραστές της ευρωκρατίας και της παγκοσμιοποίησης ενάντια στον «εθνολαϊκισμό», είναι στην ουσία μια ολομέτωπη επίθεση στην επιστροφή της πολιτικής. Της πολιτικής που τη θέση της είχαν καταλάβει οι μονόδρομοι των ευρωπαϊκών συνθηκών, της ΕΚΤ, του Eurogroup
Τι ακόμα δείχνει το πολιτικό ζήτημα
Η αναταραχή είναι δεδομένη και έχει ευρύτατη βάση πανευρωπαϊκά, αναδεικνύοντας τις προϋποθέσεις μιας άλλης λύσης. Αν χρεοκοπούν οι προσπάθειες σε ένα μέρος κάποια στιγμή, οι προϋποθέσεις της αναγεννιούνται ξανά και ξανά, μέχρι να βρει τον δρόμο και τον τρόπο της.
Ο δρόμος αναγκαστικά θα είναι δρόμος και τρόπος ουσίας κι όχι ζήτημα τακτικών ή απλά «αποφασιστικότητας». Είναι απαραίτητο να υπάρχει εναλλακτική πρόταση που να συνδυάζει το πώς αντιλαμβάνεται κανείς (υποκείμενο, κίνημα, φορέας) την κοινωνία, το μέλλον, την πορεία των λαών, τον σοσιαλισμό.
Σήμερα στην Ευρώπη, δεν φαίνεται στην ημερήσια διάταξη μια εξέγερση με αίτημα «ψωμί και ελευθερία». Προκύπτει όμως η ανάγκη μιας συνειδητής εξέγερσης, που κάπως θα έχει υπόψη της ότι αντιμετωπίζει τη σύγχρονη πολυπλοκότητα. Η μετάβαση –ακόμα και πριν φτάσει κανείς σε θέσεις διακυβέρνησης ή εξουσίας– προϋποθέτει να έχουν αντιμετωπιστεί προβλήματα που συνάντησαν και σκάλωσαν άλλες απόπειρες, από τις οποίες μπορεί να μας χωρίζουν 100 χρόνια.
Η προοπτική ενός νέου διαφορετικού κόσμου (που είναι εφικτός) δεν μπορεί να αιωρείται στον αέρα, να μην έχει τίποτα να περιγράψει, να υπάρχει απλά σαν όραμα που δεν το πολυπιστεύουμε, με τη σκέψη και τη δράση να μπλοκάρουν ή να εκτονώνονται.
Από την άλλη, η πολιτική ως διαμεσολάβηση δεν μπορεί να λειτουργεί με «αναγωγισμούς» σε ένα μοναδικό θέμα. Δεν μπορεί να είναι δογματική ή μονόπλευρη. Όταν υπάρχει και τίθεται το πολιτικό ζήτημα συνολικά, δεν μπορεί η απάντηση να είναι μονόπλευρα οικονομική. Όση αλήθεια κι αν έχει η έκφραση «φυλακή του ευρώ», μέσω της οποίας κτίστηκε πράγματι η γερμανική Ευρώπη, συνθήματα όπως «Κάτω η Γερμανική Ευρώπη. Πραγματική δημοκρατία» μπορούν να συσσωρεύσουν περισσότερη δύναμη και εμβέλεια από τα «κάτω το ευρώ» ή «έξοδος από το ευρώ».
Όσες δυνάμεις νόμισαν ότι το «ευρώ» αποτελεί τη συμπύκνωση και την κύρια αιχμή κάθε πολιτικού κινήματος, είδαν να μην έχει απήχηση η πρόταση αυτή. Κέρδισαν περισσότερο έδαφος δυνάμεις ευρωσκεπτικιστικές και λιγότερο «δογματικές» στα θέματα αυτά. Η πολιτική ισχύς, η πολιτική δύναμη και διαμεσολάβηση, η έκφραση κοινωνικών στρωμάτων, σχετίζονται με τη δυνατότητα άρθρωσης μιας εναλλακτικής πολιτικής. Μια πολιτικής ρεαλιστικής και βιώσιμης, ικανής να δώσει διέξοδο και ελπίδα. Η πραγματική σύγκρουση με την ευρωκρατία θα γίνει σε πολιτικό επίπεδο. Με επίδικα την πραγματική δημοκρατία, τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία, την εθελοντική συνένωσή των λαών, τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αυτοδιάθεσής τους. ‘Όπως και την ανοικτή καταγγελία πραξικοπημάτων και ντιρεκτίβων, την κοινωνική δικαιοσύνη, το ξήλωμα όλων των οικονομικών καταναγκασμών που έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα.
Μέσα σε μια τέτοια προοπτική, θα τεθούν κι άλλα μείζονα πολιτικά ζητήματα. Για παράδειγμα, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και η παρουσία τους σε ευρωπαϊκό χώρο, όπως και οι σχέσεις με τη Ρωσία και άλλες δυνάμεις. Ή με ποιες συμμαχίες εντός της Ευρώπης μπορούν να οικοδομηθούν όροι μιας άλλης πορείας.
Τα καταιγιστικά γεγονότα και οι καθυστερήσεις στον υποκειμενικό παράγοντα, πιέζουν να «εφευρεθούν» συνθετικές και συνολικές πολιτικές. Η αναγνώριση αυτής της ανάγκης είναι προϋπόθεση για να ξεφύγουμε από τον σημερινό εγκλωβισμό είτε στην προσαρμογή, είτε στον «πρωτογονισμό» και δογματισμό.