Σε νέα φάση φαίνεται να περνά η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία. Η ουκρανική αντεπίθεση με την κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών και τις πλάτες (οπλικά συστήματα, εκπαίδευση, συντονισμός) της Δύσης, που εξανάγκασε τους Ρώσους να προχωρήσουν σε μερική αναδίπλωση των δυνάμεων τους στις περιοχές του Χάρκοβο, οδηγεί σε de facto κλιμάκωση της σύγκρουσης. Κλιμάκωση που φαίνεται να ξεδιπλώνεται σε τρία επίπεδα, με τη μερική επιστράτευση στην Ρωσία, τα δημοψηφίσματα προσάρτησης των περιοχών του Ντονμπάς, και την περαιτέρω διεθνοποίηση της σύγκρουσης.

Στη μάχη και οι εφεδρείες

Η μέχρι τώρα κινητοποίηση της Ρωσίας στα πεδία των μαχών αφορά κατά βάση επαγγελματίες στρατιώτες, μισθοφόρους, Τσετσένους μαχητές υπό τις διαταγές του Καντίροφ καθώς και τις ένοπλες πολιτοφυλακές των Ρωσόφωνων της Ανατολικής Ουκρανίας. Η Μόσχα απέφυγε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εσωτερικό της χώρας, υποσχόμενη πως είναι εφικτό να διεξάγει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» χωρίς να διαταράξει ιδιαίτερα την καθημερινότητα των πολιτών. Η παράταση όμως της σύγκρουσης, οι, περιορισμένης κλίμακας αλλά υπαρκτές, επιτυχίες της ουκρανικής αντεπίθεσης, οδηγούν το καθεστώς Πούτιν, να περάσει στην επόμενη φάση της επίθεσής του εναντίον της Ουκρανίας εκμεταλλευόμενο τη συντριπτική αριθμητική και τεχνολογική στρατιωτική υπεροχή του, και το βάθος εφεδρειών που φαίνεται να διαθέτει. Στο πρόσφατο διάγγελμα του ο πρόεδρος Πούτιν, ανακοίνωσε την απόφαση του να προχωρήσει σταδιακά σε μερική επιστράτευση, περίπου 300 χιλιάδων εφέδρων, που θα ενισχύσει σημαντικά τη ρώσικη ισχύ, διπλασιάζοντας σχεδόν τις δυνάμεις που έχει ρίξει στις μάχες από την αρχή του πολέμου. Η πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η ρωσική ηγεσία είναι μεγάλη, καθώς η κλιμάκωση του πολέμου, την οποία επιλέγει (ή σπρώχνεται να επιλέξει) θα μεταφέρει αντικειμενικά την πίεση του πολέμου και στο εσωτερικό της. Οι εξελίξεις μένει να κρίνουν αν θα επιβεβαιωθούν οι δυτικοί που βλέπουν ένα κύμα λιποταξίας στον ρώσικο πληθυσμό, ή αν η κλιμάκωση (ή μάλλον απειλή κλιμάκωσης προς το παρόν) θα έχει θετικά αποτελέσματα στη ρωσική προέλαση.

Ντονμπάς όπως Κριμαία

Στην προηγούμενη φάση της σύγκρουσης, το 2014, η Μόσχα, έσπευσε να κεφαλαιοποίησει τα κέρδη που είχε από τις στρατιωτικές της επιτυχίες, προσαρτώντας τα εδάφη της Κριμαίας. Κάτι ανάλογο φαίνεται να επιθυμούν τόσο οι ρωσόφωνες διοικήσεις των περιοχών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, όσο και το καθεστώς Πούτιν στην τωρινή φάση. Οι επονομαζόμενες λαϊκές δημοκρατίες, δηλώνουν έτοιμες να διεξάγουν δημοψήφισμα με τον ερώτημα της προσάρτησής τους από τη Ρωσία. Σκοπός της κίνησης αυτής όπως λένε είναι η οικοδόμηση μιας ομπρέλας προστασίας της Μόσχας σε περίπτωση αντεπίθεσης του Κιέβου. Στην πράξη η Μόσχα φαίνεται να περνάει σε μια επόμενη φάση, όπου θέλει να παγιώσει τον έλεγχό της στις περιοχές αυτές, δημιουργώντας τετελεσμένα νομιμοποίησης της κατοχής των περιοχών αυτών, με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες συγκρούσεις που πιθανά να έχουν πιο έντονα διεθνοποιημένο χαρακτήρα και πιθανά μια πιο ανοικτή αντιπαράθεσή της με τους στρατούς των δυτικών χωρών που τώρα πολεμούν δι’ αντιπροσώπου στην Ουκρανία.

Η Δύση σε πόλεμο με τη Ρωσία

Η συλλογική Δύση απαντά στις παραπάνω κινήσεις ανεβάζοντας του τόνους αντιπαράθεσής της με τη Ρωσία. Ο ευρωατλαντικός πόλος, είδε στην πρόσφατη συνέλευση του ΟΗΕ, από την οποία απουσίαζε ο πρόεδρος Πούτιν, μια ευκαιρία να εκφραστεί η αντίθεση της διεθνούς κοινότητας (βλ. ΗΠΑ-Ευρώπη και οι σύμμαχοί τους στον Ειρηνικό) στα σχέδια του Πούτιν. Για «επιστροφή στην εποχή του ιμπεριαλισμού και του αποικισμού», έκανε λόγο ο πρόεδρος Μακρόν, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις για συλλογική αμνησία σχετικά με την πρόσφατη παγκόσμια ιστορία, και πιο ειδικά για την ιστορία της δικής του χώρας. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Λιζ Τρας, ανακοίνωσε πως «η βοήθεια της Βρετανίας στην Ουκρανία σε όπλα το επόμενο έτος θα ανέλθει σε 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια». Από κοντά και ο Έλληνας πρωθυπουργός που έσπευσε να δηλώσει πως «βρισκόμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία». Ενώ στο μαγνητοσκοπημένο μήνυμά του ο ηγέτης του Κιέβου, Β. Ζελένσκι, ζήτησε εκ νέου στρατιωτική βοήθεια, ζητώντας τη «δίκαιη τιμωρία» της Μόσχας.

Έτσι οδηγούμαστε σε παράταση και βάλτωμα της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή που η γεωπολιτική αντιπαράθεση των δύο βασικών πόλων, ευρωατλαντικού και ευρασιατικού, καθώς και οι κινήσεις ενδιάμεσων δυνάμεων με περιφερειακές φιλοδοξίες, απειλούν με νέα πεδία αναζωπύρωσης σε όλο τον πλανήτη. Μετά την Ταιβάν (και την ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας) έχουμε νέες αναφλέξεις στην Κεντρική Ασία και τον Νότιο Καύκασο (Κιργιστάν-Τατζικιστάν, Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν). Όλος ο πλανήτης μοιάζει να κινείτε στους ρυθμούς της γεωπολιτικής σύγκρουσης, του πολέμου, της απειλής πολέμου, της πολεμικής οικονομίας, που αποτελούν ειδικές εκφράσεις της σοβούσας κρίσης του συστήματος και της παγκοσμιοποίησης. Η ανάγκη για την ανάδειξη ενός άλλου πόλου, των λαών, των μικρών και των ενδιάμεσων χωρών, των κινημάτων, γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.


Παράπλευρη απώλεια η αλήθεια

Ο συσχετισμός δύναμης σε μια στρατιωτική σύγκρουση κρίνεται σε τελική ανάλυση στο πεδίο της μάχης, όμως η προπαγάνδα, οι ψυχολογικές επιχειρήσεις, οι επικοινωνιακές εκστρατείες, διαμορφώνουν εν πολλοίς την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν. Από την αρχή της νέας φάσης της σύγκρουσης στην Ουκρανία, επιστρατεύτηκαν μια σειρά ιδεολογικά σχήματα δικαιολόγησης του πολέμου, σχήματα που συσκοτίζουν την αλήθεια, και έχουν ως σκοπό να διαιωνίσουν μια αδιέξοδη αντιπαράθεση.

Η Ρωσία, δικαιολόγησε την επιθετική της κίνηση, υπό τον στόχο της αποναζιστικοποίησης των ουκρανικών εδαφών (προβολή των εγκλημάτων του τάγματος Αζόφ, κ.ά.), κρύβοντας πίσω από τον στόχο αυτό την ανακατάληψη των εδαφών της Νοβορωσίας στα πλαίσια μιας διαδικασίας ανασύστασης του ρωσικού κόσμου. Για τη Ρωσία, ο πόλεμος ήταν μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» κι αυτό πέρα από το επικοινωνιακό και νομικό βάρος που είχε, έστελνε το μήνυμα και στο εσωτερικό της χώρας, πως δεν θα επηρεαστεί ουσιαστικά η καθημερινότητα του από την πολεμική σύγκρουση. Άλλωστε η σύγκρουση δεν θα κρατούσε για πολύ, αφού σύμφωνα με την ρωσική προπαγάνδα το καθεστώς του Κιέβου αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε από τη δυσαρέσκεια της ίδιας της Ουκρανικής κοινωνίας και την πίεση της υπέρτερης τεχνολογικά ρώσικης πολεμικής μηχανής. Από κοινού τα τρία αυτά επιχειρήματα διαμόρφωσαν το αρχικό κλίμα συναίνεσης στο εσωτερικό της Ρωσίας, που δοκιμάζεται από το τρέχον βάλτωμα της πολεμικής σύγκρουσης. Τα παραπάνω στο διεθνές πεδίο συνοδεύτηκαν από την προσπάθεια να στηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με τις ουδέτερες χώρες της περιφέρειας αλλά και με συντηρητικά ακροατήρια εντός των χωρών της Δύσης. Ετσι προβλήθηκε η μάχη που δίνει η Ρωσία μαζί με τις άλλες αναδυόμενες δυνάμεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, υπερασπιζόμενη παραδοσιακές αξίες κόντρα στον ψευτοπροοδευτισμό της δύσης που διαλύει την συνοχή των κοινωνιών.

Στη Δύση η προπαγανδιστική μηχανή, είχε ως κύριο στόχο να εμφανίσει τον Πούτιν και την Ρωσία ως το απόλυτο κακό, ως πραγματικό κίνδυνο όχι μόνο της Ουκρανίας αλλά όλου του «ελεύθερου» κόσμου. Δοκιμασμένα ιδεολογικά σχήματα, από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ή του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία, επιστρατεύθηκαν για να ενδυναμώσουν την ενότητα της «συλλογικής Δύσης» απέναντι στον νέο εχθρό. Οι κοινωνίες της Δύσης (και ειδικά της Ευρώπης), έπρεπε να πειστούν ότι οι θυσίες τους (ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) και τα χρήματα τους (στρατιωτικοί εξοπλισμοί) πιάνουν τόπο. Έτσι πλάι σε πραγματικά εγκλήματα πολέμου και ανθρώπινα δράματα, είχαμε μια σειρά σκηνοθετημένα fake news που στόχο είχαν να συγκινήσουν το φιλοθεάμον κοινό, είχαμε τους δολοφόνους του Αζόφ να ανακηρύσσονται ήρωες και μαχητές της ελευθερίας, και σήμερα έχουμε την πολυδιαφημισμένη ουκρανική αντεπίθεση που συσκοτίζει την πραγματικότητα της κατάληψης του 20% των ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία, ακριβώς για να επιβεβαιώσει το αφήγημα ενός νικηφόρου πολέμου της Δύσης με μπροστάρη το καθεστώς Ζελένσκι.

Εμείς ως κομμάτι του δυτικού κόσμου, σε μια περιοχή πάνω στις γεωπολιτικές τεκτονικές πλάκες, γινόμαστε καθημερινά αποδέκτες του πολέμου προπαγάνδας. Η δυτική προπαγάνδα εκπορεύεται από τα πλέον επίσημα χείλη που δηλώνουν πως «βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Ρωσία», γίνεται κρατική πολιτική και επίσημος λόγος στα ΜΜΕ, ενώ η ρώσικη προπαγάνδα επιβιώνει σε χαμηλότερης έντασης δίκτυα. Η ανάγκη να χειραφετηθεί ο συλλογικός νους της κοινωνίας μας από την εκατέρωθεν προπαγάνδα που διαχέεται είναι όρος, ώστε να αποφύγουμε τη ρευστοποίηση και τον αποπροσανατολισμό σε μια ταραγμένη εποχή, χωρίς να γίνουμε εκούσια ή ακούσια προσάρτημα των επιδιώξεων των μεγάλων δυνάμεων.


Να σταματήσουμε τον πόλεμο

Η χρονική παράταση του πολέμου, το βούλιαγμα όλο και περισσότερων δυνάμεων στη δυναμική που η ίδια η σύγκρουση δημιουργεί, απομακρύνει όλο και περισσότερο τον ορίζοντα μιας ειρηνικής διεξόδου. Και αν για τις μεγάλες δυνάμεις, ο πόλεμος είναι αυτός καθ’ αυτός μια μορφή διεξόδου και διαχείρισης της κρίσης τους, για τους λαούς και τις μικρές και ενδιάμεσες χώρες, και πρωτίστως για τους λαούς της εμπόλεμης ζώνης της Ουκρανίας, ο εγκλωβισμός στα σχέδια αντιπαράθεσης των πολεμικών αξόνων Δύσης και Ευρασίας αποτελεί πραγματικό εφιάλτη.

Την ώρα που τα επιτελεία των δύο αντιτιθέμενων μπλοκ, ετοιμάζονται να ρίξουν κι άλλα σύγχρονα οπλικά συστήματα στη μάχη, να επιστρατεύσουν κι άλλο αναλώσιμο έμψυχο υλικό, τώρα είναι η ώρα να δυναμώσουν οι φωνές που καλούν σε σταμάτημα του πολέμου.

Αυτό που σήμερα έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ είναι ένα διεθνικό, αυθεντικό αντιπολεμικό και φιλειρηνικό κίνημα σε δύση και ανατολή, που θα πηγαίνει κόντρα στα σχέδια ξαναμοιράσματος σφαιρών επιρροής των μεγαλοκρατικών δυνάμεων, που θα αγωνίζεται να μην εκφυλιστεί η διαφαινόμενη ευκαιρία για έναν πολυπολικό κόσμο σε έναν νέο συγκρουσιακό διπολισμό, που θα βάζει φρένο στους πυρηνικούς τυχοδιωκτισμούς που απειλούν με αφανισμό τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Επιμένουν αρκετοί, πως το αίτημα για ειρήνη και σταμάτημα του πολέμου, είναι «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα», και κατηγορούν όσους το θέτουν πως κρατούν «ίσες αποστάσεις». Στην πραγματικότητα, η τάση να αξονιστούν όλες οι δυνάμεις, όλες οι χώρες –μικρές και μεγάλες–, όλες οι απόψεις και οι πολιτικές τάσεις, γύρω από τις αδιέξοδες επιλογές του ευρωατλαντικού ή του ευρασιατικού πόλου, είναι αυτή την στιγμή η μεγαλύτερη παγίδα. Στον αντίποδα, ένας πολυπολικός κόσμος, που θα επέτρεπε σε λαούς και χώρες να αναπνεύσουν, έχει ως προϋπόθεση την δραστήρια ύπαρξη ενός τρίτου πόλου, του πόλου των αγωνιζόμενων λαών και εθνών, που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τις μεγάλες δυνάμεις και επιδιώκουν να διευρύνουν τη χωρητικότητα και τους βαθμούς ελευθερίας εντός της νέας πλανητικής αρχιτεκτονικής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!