Της Μαρίας Πετρίτση. Μια ηλικιωμένη προσπαθεί να πληρώσει τα φάρμακά της, αφήνοντας τη βέρα της αντί για χρήματα στο φαρμακείο.
Ένας πατέρας δύο ανήλικων παιδιών παθαίνει έμφραγμα μόλις του ανακοινώνουν πως απολύθηκε. Ένας τριαντάχρονος πουλάει το νεφρό του στο Internet για πέντε χιλιάδες ευρώ. Σε περίπτωση που βρεθεί πελάτης μπορεί, λέει, να συζητήσει την τιμή. Έτσι κι αλλιώς το προϊόν είναι για σκότωμα και τα λεφτά τα έχει ανάγκη. Τα πανεπιστήμια συγχωνεύονται όπως-όπως. Τα νοσοκομεία κλείνουν. Οι ποδηλάτες καλούνται να πληρώνουν διόδια. Τα αυτοκίνητα σκουριάζουν στους δρόμους άδεια από οδηγό, πινακίδες και βενζίνη. Εξαθλιωμένες διαδρομές. Δακρυγόνα ζωή.
Οι λαϊκές συνοικίες της επαρχίας και της πρωτεύουσας τείνουν να καταστούν απροσπέλαστες. Μόλις 4 οίκοι ανοχής από τους περίπου 350 που λειτουργούν στην Αθήνα διαθέτουν άδεια. Οι έλεγχοι Yγείας περιττεύουν. Οι μαυροφορεμένοι μπράβοι της πόλης προσπαθούν να κάψουν ζωντανούς δύο μετανάστες που κοιμούνται. Η αστυνομία σφυρίζει αμέριμνη ένα γνωστό σκοπό. Η επαιτεία είναι το πρώτο σε ποσοστό επάγγελμα που ασκείται από ανήλικα παιδιά, ακολουθεί η πορνεία. Το κέντρο αγριεύει νύχτα με τη νύχτα και μέρα με τη μέρα ερημώνεται. Σκύβει. Ψυχορραγεί.
Το κεκτημένο εργασιακό πενθήμερο ξεψυχάει. Ο κατώτατος μισθός αναμένεται σε λίγο να αγγίξει τα 500 ευρώ. Οι απλήρωτες υπερωρίες των εργαζομένων αγγίζουν ύψη ρεκόρ. Το όριο συνταξιοδότησης ανέβηκε στα εξήντα επτά έτη. Τα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας δεν θα έχουν θέρμανση το φετινό χειμώνα, λόγω ακρίβειας των καυσίμων. Άποροι μένουν καθημερινά χωρίς ηλεκτροδότηση επειδή δεν έχουν να πληρώσουν το χαράτσι. Στα σχολεία οι καθηγητές καίνε βιβλία στο προαύλιο. Τα βιβλία γράφουν «Διανέμεται δωρεάν» και κοστίζουν μέχρι και επτά ευρώ το ένα. Οι συνδικαλιστές δεν θα παίρνουν πια συντάξεις. Οι αυτοκτονίες συμβαίνουν πια σε ημερήσια βάση και ολοένα και αυξάνονται. Οι Έλληνες έχουν φαντασία.
Όσοι επιβιώνουν νιώθουν ένοχοι που παραμένουν στη ζωή. Όσοι έχουν να φάνε κοιτάζουν γύρω τους και νιώθουν τύψεις που οι ίδιοι έχουν ακόμη ένα πιάτο φαγητό μπροστά τους. Εκτός από την όραση της Δικαιοσύνης, καθώς περνά ο καιρός αρχίζουν να απεργούν και οι υπόλοιπες αισθήσεις της. Οι άνθρωποι γελάνε γράφοντας το γέλιο τους με λέξεις στην οθόνη, ενώ οι ίδιοι παραμένουν σιωπηλοί. Η πραγματική επικοινωνία κοστίζει, η εικονική επαφή αντικαθιστά την έξοδο για έναν καφέ ή ένα ποτό στην πόλη, εφόσον οι περισσότεροι ζουν με δανεικά και δεν το αντέχουν. Τα πίξελ παίρνουν τη θέση των βλεμμάτων και των ήχων μιας φιλικής φωνής. Ο καιρός παγώνει. H μοναξιά μένει αμοίραστη. Και βουβή.
Η υγρασία του φθινοπώρου φαίνεται να πέφτει πάνω στα ευάλωτα ανθρώπινα μυαλά και να τα σαπίζει. Τα κάνει να κολλάνε. Τα σκουριάζει αλύπητα και τα διαβρώνει. Η πάλαι ποτέ γοητευτική μυθολογία της παρακμής έχει γίνει επαίσχυντος τρόπος ζωής. Η Αθήνα του 2012 δεν είναι Παρίσι του 1930. Κανένα περιθώριο για ονειροπολήσεις. Ναυάγια, χρεωκοπίες και τελεσίγραφα στερούν ακόμα και την υπόνοια μιας εναλλακτικής που να σημαίνει κάτι. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή η κοινωνία γονατίζει. Βρωμιά, φτώχεια, λυπημένοι άνθρωποι. Οι νέοι δεν γεννάνε. Πετσοκομμένες οι ελπίδες τους, σκόρπια φραγκοδίφραγκα σε σπασμένο παιδικό κουμπαρά. Οι ηλικιωμένοι κοιτάζουν τα σύννεφα και παρακαλάνε να σωθούν πριν έρθει η σειρά τους να γίνουν στα γεράματα οι άρχοντες των σκουπιδιών. Ένας λαός αργοπεθαίνει καρέ-καρέ, πακέτο-πακέτο. Στήριξης, εννοείται, μιας και έτσι ονομάζεται η μοντέρνα αρωγή, και στους κύκλους των «πολιτισμένων» η κούφια ορολογία κατέχει θέση Θεού και καταλύτη.
Ανακοινωθέντα και διαγγέλματα κατεβάζουν την αυλαία της ελπίδας πέφτοντας σαν κηδειόχαρτα μπροστά στα μάτια του απλού πολίτη. Λίγδα, ανηφόρα και αγκομαχητά. Άνθρωποι που τρώνε σκουπίδια. Ποντίκια πάνω σε προσκέφαλα ανθρώπων τις νύχτες στα στενά. Ένας εικοσιοκτάχρονος άστεγος κάνει έκκληση για βοήθεια. Οι αρουραίοι του έφαγαν το πρόσωπο, αναζητά γιατρό να τον περιθάλψει. Από ανθρωπιά. Αυτός είναι ο απόηχος της σύγχρονης προόδου που μας εξασφαλίζουν εταίροι, πολιτικοί και προστάτες. Χώρα ερειπίων. Εικόνες συμφοράς που επεκτείνεται από τις πόλεις στις ψυχές. Μέρες παρακμής. Άνθρωποι-προϊόντα. Με καρτελάκια τιμής στην πλάτη τους, πλαφόν στη ζωή τους, τόσο κοστίζει το κεφάλι και μάλιστα τοις μετρητοίς. Εικόνες νεκροτομείου ολόγυρα. Οίκτος πουθενά.
Κλείνει, ενοικιάζεται, πωλείται. Εξαντλείται.
Ζητείται ανθρωπιά. Ζητείται αλληλεγγύη. Ζητείται ελπίς.
Όποιος νιώθει πως του απέμεινε λίγη και έχει τη θέληση και την καλοσύνη, ας μην διστάσει.
Ας τολμήσει.
Ας την μοιραστεί.
Είναι το μόνο μας όπλο απέναντί τους.
Οι λαϊκές συνοικίες της επαρχίας και της πρωτεύουσας τείνουν να καταστούν απροσπέλαστες. Μόλις 4 οίκοι ανοχής από τους περίπου 350 που λειτουργούν στην Αθήνα διαθέτουν άδεια. Οι έλεγχοι Yγείας περιττεύουν. Οι μαυροφορεμένοι μπράβοι της πόλης προσπαθούν να κάψουν ζωντανούς δύο μετανάστες που κοιμούνται. Η αστυνομία σφυρίζει αμέριμνη ένα γνωστό σκοπό. Η επαιτεία είναι το πρώτο σε ποσοστό επάγγελμα που ασκείται από ανήλικα παιδιά, ακολουθεί η πορνεία. Το κέντρο αγριεύει νύχτα με τη νύχτα και μέρα με τη μέρα ερημώνεται. Σκύβει. Ψυχορραγεί.
Το κεκτημένο εργασιακό πενθήμερο ξεψυχάει. Ο κατώτατος μισθός αναμένεται σε λίγο να αγγίξει τα 500 ευρώ. Οι απλήρωτες υπερωρίες των εργαζομένων αγγίζουν ύψη ρεκόρ. Το όριο συνταξιοδότησης ανέβηκε στα εξήντα επτά έτη. Τα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας δεν θα έχουν θέρμανση το φετινό χειμώνα, λόγω ακρίβειας των καυσίμων. Άποροι μένουν καθημερινά χωρίς ηλεκτροδότηση επειδή δεν έχουν να πληρώσουν το χαράτσι. Στα σχολεία οι καθηγητές καίνε βιβλία στο προαύλιο. Τα βιβλία γράφουν «Διανέμεται δωρεάν» και κοστίζουν μέχρι και επτά ευρώ το ένα. Οι συνδικαλιστές δεν θα παίρνουν πια συντάξεις. Οι αυτοκτονίες συμβαίνουν πια σε ημερήσια βάση και ολοένα και αυξάνονται. Οι Έλληνες έχουν φαντασία.
Όσοι επιβιώνουν νιώθουν ένοχοι που παραμένουν στη ζωή. Όσοι έχουν να φάνε κοιτάζουν γύρω τους και νιώθουν τύψεις που οι ίδιοι έχουν ακόμη ένα πιάτο φαγητό μπροστά τους. Εκτός από την όραση της Δικαιοσύνης, καθώς περνά ο καιρός αρχίζουν να απεργούν και οι υπόλοιπες αισθήσεις της. Οι άνθρωποι γελάνε γράφοντας το γέλιο τους με λέξεις στην οθόνη, ενώ οι ίδιοι παραμένουν σιωπηλοί. Η πραγματική επικοινωνία κοστίζει, η εικονική επαφή αντικαθιστά την έξοδο για έναν καφέ ή ένα ποτό στην πόλη, εφόσον οι περισσότεροι ζουν με δανεικά και δεν το αντέχουν. Τα πίξελ παίρνουν τη θέση των βλεμμάτων και των ήχων μιας φιλικής φωνής. Ο καιρός παγώνει. H μοναξιά μένει αμοίραστη. Και βουβή.
Η υγρασία του φθινοπώρου φαίνεται να πέφτει πάνω στα ευάλωτα ανθρώπινα μυαλά και να τα σαπίζει. Τα κάνει να κολλάνε. Τα σκουριάζει αλύπητα και τα διαβρώνει. Η πάλαι ποτέ γοητευτική μυθολογία της παρακμής έχει γίνει επαίσχυντος τρόπος ζωής. Η Αθήνα του 2012 δεν είναι Παρίσι του 1930. Κανένα περιθώριο για ονειροπολήσεις. Ναυάγια, χρεωκοπίες και τελεσίγραφα στερούν ακόμα και την υπόνοια μιας εναλλακτικής που να σημαίνει κάτι. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή η κοινωνία γονατίζει. Βρωμιά, φτώχεια, λυπημένοι άνθρωποι. Οι νέοι δεν γεννάνε. Πετσοκομμένες οι ελπίδες τους, σκόρπια φραγκοδίφραγκα σε σπασμένο παιδικό κουμπαρά. Οι ηλικιωμένοι κοιτάζουν τα σύννεφα και παρακαλάνε να σωθούν πριν έρθει η σειρά τους να γίνουν στα γεράματα οι άρχοντες των σκουπιδιών. Ένας λαός αργοπεθαίνει καρέ-καρέ, πακέτο-πακέτο. Στήριξης, εννοείται, μιας και έτσι ονομάζεται η μοντέρνα αρωγή, και στους κύκλους των «πολιτισμένων» η κούφια ορολογία κατέχει θέση Θεού και καταλύτη.
Ανακοινωθέντα και διαγγέλματα κατεβάζουν την αυλαία της ελπίδας πέφτοντας σαν κηδειόχαρτα μπροστά στα μάτια του απλού πολίτη. Λίγδα, ανηφόρα και αγκομαχητά. Άνθρωποι που τρώνε σκουπίδια. Ποντίκια πάνω σε προσκέφαλα ανθρώπων τις νύχτες στα στενά. Ένας εικοσιοκτάχρονος άστεγος κάνει έκκληση για βοήθεια. Οι αρουραίοι του έφαγαν το πρόσωπο, αναζητά γιατρό να τον περιθάλψει. Από ανθρωπιά. Αυτός είναι ο απόηχος της σύγχρονης προόδου που μας εξασφαλίζουν εταίροι, πολιτικοί και προστάτες. Χώρα ερειπίων. Εικόνες συμφοράς που επεκτείνεται από τις πόλεις στις ψυχές. Μέρες παρακμής. Άνθρωποι-προϊόντα. Με καρτελάκια τιμής στην πλάτη τους, πλαφόν στη ζωή τους, τόσο κοστίζει το κεφάλι και μάλιστα τοις μετρητοίς. Εικόνες νεκροτομείου ολόγυρα. Οίκτος πουθενά.
Κλείνει, ενοικιάζεται, πωλείται. Εξαντλείται.
Ζητείται ανθρωπιά. Ζητείται αλληλεγγύη. Ζητείται ελπίς.
Όποιος νιώθει πως του απέμεινε λίγη και έχει τη θέληση και την καλοσύνη, ας μην διστάσει.
Ας τολμήσει.
Ας την μοιραστεί.
Είναι το μόνο μας όπλο απέναντί τους.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια