Ουτοπίες και πραγματικότητα. Μια συζήτηση του Θανάση Ρεντζή με τον Σταμάτη Μαυροειδή.
Από την προσεχή Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου το MIRfestival ετοιμάζεται να «προσγειωθεί» για δεύτερη χρονιά στην πόλη της Αθήνας, υποσχόμενο στους ευάριθμους αλλά φανατικούς φίλους του απρόσμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Δημιουργίες οι οποίες κινούνται έξω από την καθιερωμένη σκηνή της τέχνης και τις συμβατικότητές της.
Το αφιέρωμα του Φεστιβάλ στον Θανάση Ρεντζή και συγκεκριμένα στις ταινίες Fiction (1976) και Corpus (1979) υπήρξε η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί. Η συνομιλία, παρότι σύντομη και αποσπασματική, μας μεταφέρει στο κλίμα της ονειροπόλας και «αυθαδιάζουσας» δεκαετίας του ‘70, τότε που ο Ρεντζής ακολουθώντας ένα ιδιότυπο μονοπάτι έρευνας και οπτικής εικαστικής αντίληψης άνοιγε, νέους «δρόμους» στον πειραματικό κινηματογράφο.
Εκκινώντας απ’ γεγονός του μικρού αφιερώματος που γίνεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ MIR, στις δυο ιδιόμορφες ταινίες σας FICTION και CORPUS, οι οποίες δημιουργήθηκαν στα τέλη της ρηξικέλευθης δεκαετίας του ’70, θα ήθελα να κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση στο πνεύμα της εποχής και την πραγματικότητα μέσα απ’ την οποία αυτό δημιουργήθηκε, καθώς και ποια ήταν η προσωπική σας στάση μέσα σ’ αυτήν τη γενικευμένη αναταραχή.
Παρά τα λεγόμενα, ούτε η δεκαετία του ’70 ήταν ιδιαιτέρως επαναστατική (μάλλον ελευθεριακή, αυθαδιάζουσα και ονειροπόλα ήταν), ούτε και ’γω βέβαια ήμουν κάποιος ιδιαίτερα παθιασμένος ριζοσπάστης -τουλάχιστον εκ προθέσεως- το ό,τι προέκυψαν αναπάντεχα και ιδιαζόντως πρωτοποριακά έργα οφείλεται, σχεδόν αποκλειστικά, στη βαθύτατη σχέση μου με την παράδοση και όχι στην εμπρόθετη αναίρεσή της. Γενικότερα, πλέαμε σ’ ένα πέλαγος ουτοπικών φαντασιώσεων, επιστημονικο-τεχνικών, καλλιτεχνικών και προπαντός ιδεολογικών και κοινωνικοπολιτικών με προεξάρχουσα την κομμουνιστική ουτοπία. Το κυρίαρχο κλίμα διέπονταν από μια πεποίθηση προοδευτισμού και άκρατου ελευθεριασμού με αντίπαλον δέος τον καπιταλισμό στο σύνολό του, που, περιφρονητικά, αποκαλούνταν το σύστημα και με το οποίο έπρεπε ο καθένας μας ν’ αναμετρηθεί και ν’ απαρνηθεί με τον τρόπο του. Η δεσπόζουσα τάση του προοδευτισμού, ως αντίδοτο του συντηρητισμού και απότοκος του διαφωτισμού, διαπερνούσε τα πάντα και φαινόταν πως νομοτελειακά θα προκύπτει εσαεί ένα αύριο βέλτιστο του χθες, ένα μέλλον άρνηση των αντιξοοτήτων του παρόντος. Οι δυσκολίες του παρόντος (ενίοτε χονδροειδώς παράλογες) έμοιαζαν πάντα παροδικές, αρκεί να είχε κανείς το κουράγιο και την υπομονή να τις υπερκεράσει, ή να τις αγνοήσει. Ως ιδιαίτερα μελετηρός χαρακτήρας, δε, επαφιόμουν σε φημολογίες και παραναγνώσεις· προσέτρεχα πάντα στις πρωτογενείς πηγές αγνοώντας όλα τα βολικά υποπαράγωγα και εκεί αναζητούσα τις πρωταρχικές αιτίες προέλευσης των φαινομένων και των πραγμάτων. Ας μη λησμονούμε, βέβαια, και το τραγικό γεγονός της επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας του 1967 που ανέκοψε την προϊούσα πρόοδο της χώρας και την απομόνωσε απ’ τις διεθνείς εξελίξεις. Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και θύμωσα ιδιαίτερα λόγω της αναγκαστικής εξορίας του σεπτού δασκάλου μου, του Κώστα Φωτεινού, που στα μάτια μου ήταν κάτι σαν δεύτερος πατέρας και συμμεριζόμουν τον πόνο του, καθότι είχε έρθει στην Αθήνα ως ξεριζωμένος Αιγυπτιώτης και τώρα αναγκαζόταν να ξενιτευτεί και πάλι. Παρά τις επανειλημμένες προτροπές του να τον ακολουθήσω, στο Παρίσι αρχικά και ακολούθως στο Μοντρεάλ, δεν το έκανα. Έμεινα στην Αθήνα κι έκανα σχέδια και προσπάθειες για εκδόσεις, ταινίες και ερευνητικά ινστιτούτα που στη συνέχεια υλοποίησα με ζήλο και περισσή συνέπεια.
Η πρώτη εμφάνισή σας στα δημόσια πράγματα με την ίδρυση ενός εξαιρετικά «πολυτελούς θεσμού» για τα δεδομένα της εποχής και της κατάστασης που επικρατούσε, το Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου, το οποίο υπήρξε ενός είδους καταλύτης στις επελθούσες εξελίξεις μαζί με το περιοδικό ΦΙΛΜ και τις ταινίες σας που ακολούθησαν.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ελκύστηκε η προσοχή μου απ’ τον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο που διακινούνταν κάτω απ’ τα ονόματα New American Cinema, Experimental Film και Underground Film, προσπάθησα ν’ ανιχνεύσω τα αντίστοιχα δεδομένα στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά τα αποτελέσματα ήταν λίαν πενιχρά. Ωστόσο, έπεσα πάνω σε κάποιον αναρχόπνοο Guy Debord που, μεταξύ άλλων, είχε κάνει και κάτι ταινιάκια με άκρως εντυπωσιακούς τίτλους όπως:«Hurlements en faveur de Sade, Sur le passage de quelques personnes a travers une assez courte unite de temps, και Critique de la separation, για τα οποία υπήρχαν κάποιες ομιχλώδεις περιγραφές κι ο ίδιος μου έμοιαζε κάτι σαν Beatnik του Saint Germain des Pres με περισσή γαλατική αυθάδεια. Τότε δεν κατόρθωσα να βρω τις ταινίες του, παρά τις προσπάθειές μου (πού άλλωστε;). Για τον σκοπό αυτό ίδρυσα το Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου (τον Μάιο του 1969) με την καθοριστική συνδρομή του Δ. Σπέντζου (ο οποίος το είχε κάνει ήδη στο Μόντρεαλ με τον Δ. Εϊπίδη ιδρύοντας το 1967 το Centre Du Film Underground). Προσδοκούσαμε έτσι (όπως και έγινε άλλωστε), να βρεθούμε σ’ επαφή με τα διεθνή ρεύματα και κινήματα στα πεδία των αισθητικών, επιστημονικών κι εν ταυτώ πολιτικών αναζητήσεων, καθότι η χώρα μας είχε αποκοπεί και πάλι (μετά το Εμφύλιο Πόλεμο, λόγω της Δικτατορίας των Στρατιωτικών) από τα διεθνή τεκταινόμενα και η προϊούσα ενσωμάτωσή της στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα είχε εξ αυτού ματαιωθεί. Ακολούθησαν το περιοδικό ΦΙΛΜ και οι εκδόσεις, οι ταινίες και η παράλληλη συνδικαλιστική εμπλοκή μου στα ελληνικά και ευρωπαϊκά τεκταινόμενα που για να τα εκθέσουμε όλα αυτά θα χρειαζόμασταν πολλές και μακροσκελείς συνεντεύξεις.