Του Χρίστου Καραμάνου
Το δίλημμα του τίτλου ίσως μοιάζει παράδοξο για πολλούς. Έρχεται, άραγε, σε αντίθεση ο πολιτικός αγώνας με τη συμμετοχή στα κινήματα; – θα αναρωτηθεί κανείς.
Σαφώς όχι. Αλλά το μεγάλο ζήτημα που υπάρχει είναι «ποιοι είναι σήμερα οι βασικοί στόχοι τους οποίους η Αριστερά θέτει μέσα στα κινήματα;». Εδώ, πράγματι, έχουν δημιουργηθεί διαφορετικές αντιλήψεις.
Η μία αντίληψη θέλει οι κεντρικοί στόχοι των κινημάτων να εστιάζονται στα του χώρου τους, π.χ. σε συνδικαλιστικά κλαδικά αιτήματα αν μιλούσαμε για το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος θα έρθει μέσα από την ανάπτυξη κινημάτων σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους, υποστηρίζει η αντίληψη αυτή, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στην ίδια μας τη χώρα είχαμε ένα τεράστιο λαϊκό ξέσπασμα, τις πλατείες, με καθαρά κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα. Ένα κίνημα που ανέδειξε ένα γνήσιο λαϊκό ριζοσπαστισμό και συνέβαλε καταλυτικά στην ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ελπίδα του λαού.
Η άλλη αντίληψη υποστηρίζει ότι σήμερα -όχι πάντα, αλλά σήμερα- η παρέμβαση της Αριστεράς στα κινήματα οφείλει να κατατείνει στους κεντρικούς πολιτικούς στόχους. Το ότι η Αριστερά οφείλει να είναι μια κινηματική δύναμη, μια δύναμη που τροφοδοτεί και στηρίζεται στο λαϊκό κίνημα δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι στόχοι της, σήμερα, πρέπει εξαντλούνται στο να μην περάσει η μία ή άλλη επιμέρους κυβερνητική στόχευση. Κι αυτό επειδή στη συνείδηση του λαού είναι πλέον προφανές ότι κανένα λαϊκό αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, αν δεν υπάρξει μια μεγάλη ριζική πολιτική αλλαγή. Αν δεν γκρεμιστεί το καθεστώς των Μνημονίων, καθώς και το πολιτικό σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής που το στηρίζει.
Σήμερα η Αριστερά έχει κεντρική ευθύνη τη συνάρθρωση όλων των επιμέρους αγώνων και κινημάτων σε έναν κεντρικό πολιτικό αγώνα για τη δημοκρατική ανατροπή και διέξοδο της χώρας.
Ο κινηματισμός ως αντίληψη επικρατεί σε ορισμένες από τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, τα πανό στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις -ακόμη και σήμερα- λένε «κάτω η πολιτική των Μνημονίων». Είναι, άραγε, μια απλή πολιτική τα μνημόνια; Γιατί απουσιάζει ο κεντρικός πολιτικός στόχος, το «Κάτω η κυβέρνηση των Μνημονίων»; Η πολιτική διαφορά ανάμεσα στις δύο διατυπώσεις είναι τεράστια και όχι μια λέξη. Παλιότερα το κεντρικό ήταν το «Όχι στις απολύσεις», «Κάτω οι ιδιωτικοποιήσεις» κ.λπ. τη στιγμή που ο λαός ζητούσε να ακουστεί δυνατά και αποφασιστικά απέναντι στην κυβέρνηση το «Φύγετε». Άλλο παράδειγμα αυτή της αντίληψης η προσήλωση στο να αναγορεύονται σε ζητήματα κεντρικής πολιτικής σημασίας θέματα, που αφορούν συγκεκριμένες κοινότητες, ο γάμος των ομοφυλοφίλων, τα δικαιώματα των LGBT κ.λπ. Και αυτή η πρακτική δείχνει την υποτίμηση του κεντρικού πολιτικού αγώνα.
Δύο είναι τα ουσιώδη λάθη του κινηματισμού: Πρώτο, η υποτίμηση του ριζοσπαστισμού του ελληνικού λαού και δεύτερο, η λανθασμένη ανάγνωση των βασικών μοχλών της πολιτικής αλλαγής στη χώρα μας, σήμερα. Γι’ αυτό και αναζητείται μια «νέα ριζοσπαστικοποίηση», ενώ υπάρχει μια συνεχής υποτίμηση των συνεγερτικών λαϊκών αιτημάτων για πραγματική δημοκρατία, τέλος σε μνημόνια και τρόικα, απαλλαγή από το «τρίγωνο της αμαρτίας», εθνική αξιοπρέπεια και πατριωτισμό, παραγωγική ανασυγκρότηση, ηθική ανάταξη. Σε τελική ανάλυση, ο κινηματισμός, δεν δίνει διέξοδο στο λαό, δεν συνδέεται με το «λαϊκό καημό» και το «δεν πάει άλλο», δεν ενώνει το λαό, δεν εμπνέει. Αυτή δεν μπορεί να είναι η τακτική της Αριστεράς.
Μπροστά στον επερχόμενο «φοβερό χειμώνα» διαμορφώνεται ένα κεντρικό δίλημμα: Θα συνεχιστεί η κινηματική πολυδιάσπαση, κάθε μέρα κι ένας κλάδος στο δρόμο να αγωνίζεται απελπισμένα σε έναν άνισο αγώνα ή θα καλεστεί από την Αριστερά όλος ο λαός σε ένα μεγάλο ενωτικό ανένδοτο πολιτικό αγώνα για τη δημοκρατική ανατροπή, «για να τους ρίξουμε» και να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα.