Της Μαρίας Πετρίτση
Η χώρα έχει σκεπαστεί από μια ημιδιάφανη μεμβράνη φτιαγμένη από κρατικές ραδιοσυχνότητες, πλαστικά σύννεφα και τοξικούς ρύπους. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς με γυμνό μάτι την αφύσικη σκεπή που όμως υπάρχει και κυριαρχεί. Λίγοι το καταφέρνουν. Η πόλη -η ανώνυμη πόλη- μοιάζει με θερμοκήπιο μιας άγνωστης εποχής. Οι άνθρωποί της, ντυμένοι με αλλοπρόσαλλες φορεσιές -άλλοτε κουρέλια και άλλοτε αστεία κοστούμια εποχής- κάνουν ουρές έξω από τα λεωφορεία ή τα ισόγεια τυροπιτάδικα του κέντρου. Είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Σε εκείνους που νιώθουν πως πηγαίνουν κάπου και σε εκείνους που πεινούν. Και στις δύο περιπτώσεις όλοι δείχνουν παράταιροι και πολύ αγχωμένοι – σαν να τους κρατά ομήρους του ένας κακόβουλος μυθικός θεός που δεν αγαπάει τους ανθρώπους. Γύρω τους φτερουγίζουν τρικάκια από μια πορεία που έληξε άδοξα, λερά περιστέρια και ίχνη από χημικά ρεσό. Στον τρίτο όροφο κάποιου νεοκλασικού που ξεπουλιέται σε τιμή ευκαιρίας ένας δημοσιογράφος με βλέμμα φτιαγμένο από πίσσα και μύτη αρπακτικού βάφει τις σελίδες μιας παραδοσιακής εφημερίδας με ένα χοντρό κίτρινο πινέλο. Δείχνει αφοσιωμένος και πρόθυμος να εργαστεί σκληρά. Αλλάζει χέρι κάθε τόσο στο πινέλο του – από το δεξί στο αριστερό και πάλι πίσω, προσέχοντας να παραμένει διαρκώς στο κέντρο του οπτικού πεδίου του αφεντικού του, καθώς μετακινείται.
Δεν φταίει που κουράζεται εύκολα και αλλάζει χέρι, φταίει που καθώς περνάει η ώρα προσπαθεί συνεχώς να βρίσκει μια ευνοϊκότερη θέση δίπλα στο παράθυρο και να στοχεύει καλύτερα τις σελίδες ανάλογα με το προς τα πού υπολογίζει ότι μπορεί να πέσει φως. Μετατρέπει μεθοδικά σε κτήμα του το δημόσιο λόγο και τη δημόσια σκέψη, δουλεύοντας ακατάπαυστα στην πλάτη ενός ολόκληρου εκφασισμένου λαού. Σκυλεύει νεκρούς, παραποιεί αλήθειες, κάνει πειράματα εξίσωσης του λόγου με τη δράση και μαγειρεύει επιμελώς το επόμενο βήμα προς την απόλυτη κατάλυση της ελευθερίας έκφρασης και σκέψης για λογαριασμό των καλών του εργοδοτών.
Σε ένα στενό, δυσώδες κανάλι με μεγάλη τηλεθέαση ένας πολιτικός παλιάτσος με θερμούς οπαδούς και όνομα με παράδοση στα πολιτικά σπορ διαπομπεύει λάθος ανθρώπους για λάθος λόγους, επιτίθεται στους αντιπάλους του με χυδαία λόγια -ενίοτε και με ελιγμούς κλεμμένους από γυμναστικές επιδείξεις μιας άλλης εποχής- και χαμογελάει στην κάμερα βγάζοντας ταχυδακτυλουργικά από τις τσέπες του τα φύλλα μιας σημαδεμένης τράπουλας προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού. Οι τηλεθεατές, αδιάφοροι για το σάπιο του χαμόγελο, αλαλάζουν πανευτυχείς και ανακάθονται στον καναπέ για το επόμενο επεισόδιο στη γυάλινη αρένα. Η φωτοχημική ρύπανση του περιβάλλοντος τους έχει μεταλλάξει σε αποχαυνωμένα λιοντάρια που διψούν για αίμα, πετώντας άγρια στο ίδιο τσουβάλι όλους όσους τους έχουν πείσει να θεωρούν εχθρούς.
Από το διαστημόπλοιο Εντερπράιζ, που κολυμπά στα όρια της στρατόσφαιρας, ο λομπίστας μίστερ Σποκ παρατηρεί τους κατοίκους της πόλης και μειδιά. Τα μυτερά του αφτιά δεν ιδρώνουν. Οι επιχειρηματίες συνάδελφοί του με τις πλαστικές στολές και τα πανομοιότυπα χτενίσματα στέκουν δίπλα του σε παράταξη σαν να επρόκειτο να στοιχηθούν για να παρελάσουν. Χαιρετούν αγωνιστικά τους πλούσιους λομπίστες από τα γειτονικά διαστημόπλοια που ρυπαίνουν τον ουρανό και οραματίζονται από κοινού μια νέα τάξη πραγμάτων που θα επιφέρει μια σύγχρονη λογο-κρυμμένη στρατιωτική εποχή. Σε ένα υγρό μπουντρούμι ένας έφηβος τσαλακώνεται από μια συμμορία κακοποιών που πληρώνονται για να μισούν και να καταστρέφουν. Σε ένα δικαστήριο ένας δικαστής διώκει ή αθωώνει φρονήματα. Σε ένα σχολείο μια μαθήτρια μαθαίνει να αρνείται το Ολοκαύτωμα και να υποκλίνεται μπροστά σε μια μαύρη σημαία. Σε ένα συνοικιακό συσσίτιο ένας πατέρας περιμένει για το γεύμα των παιδιών του με το κεφάλι σκυφτό. Σε μια ουρά νοσοκομείου ένας ηλικιωμένος αγκομαχά για μια στάλα αργοπορημένη χημειοθεραπεία. Σε ένα πεζοδρόμιο ένας ξενόφερτος μοναχικός εκλιπαρεί για λίγη πατρίδα μέσα στο βλέμμα των άλλων. Σε ένα νεκροταφείο μια μητέρα στολίζει με κυκλάμινα μια πέτρα που γράφει το όνομα του δολοφονημένου της παιδιού. Σε ένα σούπερ μάρκετ μια ταμίας κλείνει τα μάτια μπροστά σε ένα κλεμμένο πακέτο ζυμαρικών και μετά από λίγο χάνει τη δουλειά της. Στην πλαστική ατμόσφαιρα οι λομπίστες, τα σιδερένια πουλιά και οι κρατικές ραδιοσυχνότητες μεσουρανούν και αλληλοχειροκροτούνται.
Στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας στο μάτι του κυκλώνα, χωμένος σε ένα μοναχικό δώμα που περιστοιχίζεται από σκουριασμένες κεραίες και σάπιους ηλιακούς, ένας νεαρός φοιτητής ζωγραφίζει με νερομπογιές ένα καταπράσινο τοπίο. Στα πόδια του ανασαίνει ένα σκυλί. Στο κρεβάτι του κοιμάται μια όμορφη που τις νύχτες κλαίει απαρηγόρητη και τον ρωτάει «γιατί». Το πρωί τον κοιτά στα μάτια και του χαμογελά περιμένοντας κάτι να συμβεί και όλα να αλλάξουν. Καθισμένοι στο πάτωμα, τρεις εργάτες κι ένας ναύτης που δραπέτευσαν από ένα σπουδαίο έργο τέχνης παίζουν ζάρια, σημειώνουν στίχους από παλιά ποιήματα που τους έρχονται στο νου, και τραγουδάνε:
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.
1 Τίτλος και Ποίημα του Νίκου Αναγνωστάκη
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας