Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου θα έχουν και σαν διακύβευμα το ποιο κόμμα θα είναι αυτό που θα κυριαρχεί στον χώρο της κεντροαριστεράς και ποιο πολιτικό πρόσωπο θα είναι ο ηγέτης της κεντροαριστεράς. Θα μπορέσει ο ΑλέξηςΤσίπρας να παραμείνει ο ισχυρός άνδρας της κεντροαριστεράς, ή ο Νίκος Ανδρουλάκης θα καταφέρει να μειώσει και άλλο τη διαφορά και θα βάλει ισχυρή υποψηφιότητα για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, άρα και για την ηγεσία του κεντροαριστερού χώρου – σε ένα πολιτικό σκηνικό που θα ηγεμονεύει η Δεξιά, με ό,τι και να σημαίνει αυτό. Όλα αυτά με τα μαύρα σύννεφα να έχουν πυκνώσει πάνω από την Κουμουνδούρου και όταν η «ανανέωση» της εκλογικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ενθουσιάζει τους υποστηρικτές του κόμματος. Την ίδια στιγμή στη Χαριλάου Τρικούπη η ψυχολογία είναι ανεβασμένη και στοχεύουν στην άνοδο των ποσοστών τους, βάζοντας τον πήχη αρκετά ψηλότερα και προσπαθώντας να διορθώσουν αδυναμίες και ατέλειες.

ΠΑΣΟΚ: Στόχος η δεύτερη θέση

Το ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι έχει το μομέντουμ, ότι έχει την ιστορική ευκαιρία να κατακτήσει τη θέση του βασικού εκφραστή της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Και με βάση αυτές τις εκτιμήσεις θέτει τη στρατηγική του για τις νέες εκλογές, που δεν είναι άλλη από το να ανεβάσει και άλλο τα ποσοστά του και να μειώσει τη διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ν. Ανδρουλάκης γνωρίζει ότι αν η ψαλίδα μικρύνει αρκετά, ακόμα και αν τερματίσει πάλι τρίτος, τότε θα έχει αναπτυχθεί μια διαφορετική δυναμική μέσα στον κεντροαριστερό χώρο, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μπαίνει σε οδυνηρές περιπέτειες και το ΠΑΣΟΚ να «ανεβαίνει κατηγορία» στο πολιτικό σκηνικό.

Σε αυτήν την πορεία ο Ν. Ανδρουλάκης θέλει να αποφύγει να φανεί ότι ο βασικός του αντίπαλος είναι ο Αλ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Θέλει να δείξει ότι αντίπαλός του είναι ο Κ. Μητσοτάκης και η Δεξιά, και ότι το ΠΑΣΟΚ είναι αξιόπιστη και υπολογίσιμη δύναμη απέναντί τους, που μπορεί να σταθεί ακόμα και σαν αξιωματική αντιπολίτευση. Και μάλιστα όλα αυτά να «περπατήσουν» χωρίς εσάνς ρεβανσισμού απέναντι στην Κουμουνδούρου όπως έγινε τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, και χωρίς στοιχεία αλαζονείας και τοξικότητας – κάτι που δύσκολα μάλλον θα επιτευχθεί. Γιατί θεωρεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία είναι απωθητικά προς τους πολίτες και θέλει το αφήγημα του ΠΑΣΟΚ προς την κοινωνία να εκπέμπει θετικά μηνύματα. Με αυτή την τακτική το ΠΑΣΟΚ και ο Ν. Ανδρουλάκης θεωρούν ότι μπορούν να αντλήσουν κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που διαπιστώνουν ότι ο Αλ. Τσίπρας δεν «τραβάει» άλλο. Επίσης στο ΠΑΣΟΚ θεωρούν ότι τώρα, μετά τα αποτελέσματα της 21ης Μαΐου, είναι πιο εύκολο να πείσουν ότι δεν πρόκειται να συνεργαστούν με τη Ν.Δ. αφού δεν τίθεται τέτοιο θέμα πια – και έτσι να είναι πιο εύκολο να προσελκύσουν ψηφοφόρους με αντιδεξιά χαρακτηριστικά. Κάτι που πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν ισχύει, αφού το ΠΑΣΟΚ έχει αποδείξει τον συστημισμό του πάμπολλες φορές, και στα κρίσιμα ζητήματα που έρχονται, όπως οι Πρέσπες του Αιγαίου και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, συμφωνεί επί της ουσίας με τη Ν.Δ. – άρα και πιθανές συνεργασίες έρχονται.

 ΣΥΡΙΖΑ: Πάση θυσία άνοδος, έστω και μικρή

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου έχει αλλάξει στάτους και δεν είναι πια εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα ενώ παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ενός «αντίστροφου 2012» που μπορεί προοπτικά να τον οδηγήσει σε εκλογική καθίζηση. Αυτό είναι που θέλουν να αποφύγουν στην Κουμουνδούρου, και όλες οι προσπάθειές τους στοχεύουν στη διατήρηση του 20% –επειδή ξέρουν καλά ότι μπορεί η πτώση να συνεχιστεί από την αρνητική δυναμική που έχει αναπτυχθεί– και σε κάποια, έστω μικρή, άνοδο των εκλογικών ποσοστών. Ο Αλ. Τσίπρας ξέρει ότι η διαφορά των 20 ποσοστιαίων μονάδων έχει έντονο το στοιχείο της αποδοκιμασίας προς το πρόσωπό του, και προσπαθεί να δείξει ότι έχει πάρει το μήνυμα – πράγμα που βέβαια δεν ισχύει, αφού οι έως τώρα κινήσεις του άλλα δείχνουν. Η ανανέωση της εκλογικής επιτροπής με «νέα» και «άφθαρτα» πρόσωπα δεν φαίνεται να πείθει, αλλά ούτε και το ανέβασμα των τόνων συνιστά σοβαρή αντιπολίτευση και ουσιαστική πρόταση. Την ίδια στιγμή η πλαισίωση της εκλογικής επιτροπής με πρόσωπα όπως ο Γιώργος Χουλιαράκης, οικονομικός σύμβουλος του Γ. Στουρνάρα στην Τράπεζα της Ελλάδας, και ο πανεπιστημιακός Νίκος Μαραντζίδης, γνωστός για το αντι-αριστερό του προφίλ και για τις προτάσεις του για «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας από την Τουρκία, δείχνουν, εκτός από τη συνεχιζόμενη τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο «συστημικό συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης», και την επιθυμία του Αλ. Τσίπρα να επαναφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιος από τους ψηφοφόρους του κέντρου «πουλώντας» περισσότερη σταθερότητα και κανονικότητα – ιδιαίτερα για τις περιοχές της περιφέρειας. Αυτό συνδυάζεται και με μια φιλολαϊκή ρητορική που στοχεύει να κερδίσει λαϊκή ψήφο από τα μεγάλα αστικά κέντρα και ειδικά την Αθήνα. Όμως η ισορροπία σε αυτό το εκκρεμές ψηφοθηρίας μάλλον θα αποδειχτεί δύσκολη.

Παράλληλα για να μπορέσει να πετύχει τους στόχους του, ο Αλ. Τσίπρας επιδίδεται σε ένα διμέτωπο αγώνα εναντίον του Κ. Μητσοτάκη και εναντίον του Ν. Ανδρουλάκη με το σύνθημα «ανατροπή συσχετισμών». Το αφήγημά του είναι ότι πρέπει να αποτραπεί μια ολοκληρωτική νίκη της Ν.Δ. που θα φέρει μια, χωρίς όρους, πολιτική ηγεμονία του Κ. Μητσοτάκη, και ίσως την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 180 βουλευτών. Με αυτό το αφήγημα ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να προσελκύσει κεντροαριστερούς και αριστερούς ψηφοφόρους, ενώ παράλληλα θα θέλει να αποδείξει ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο Ν. Ανδρουλάκης είναι πιο βαθιά μέσα στα συστημικά πλαίσια από ό,τι η Κουμουνδούρου, κι ότι εν δυνάμει αποτελούν συμμάχους του Κ. Μητσοτάκη σε πιθανές δύσκολες πολιτικές καταστάσεις. Για την άνοδο των ποσοστών του ο Αλέξης Τσίπρας ποντάρει και στην εκλογική εξαέρωση του ΜέΡΑ25. Συγχρόνως φοβάται τους ψήφους που του κόβει η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Πλεύση Ελευθερίας, ενώ δεν λείπουν και οι μικροεπιθέσεις προς τη μεριά του ΚΚΕ.

Βέβαια η μεγαλύτερη δυσκολία του Αλέξη Τσίπρα είναι να εμφανιστεί σαν μια εναλλακτική λύση απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι μόνο επειδή έχει χάσει με 20 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά και γιατί δεν έχει εναλλακτική πολιτική πρόταση, γιατί δεν πείθει σαν ικανός διαχειριστής –αφού προτιμάται το ορίτζιναλ σε σχέση με το γενόσημο– ενώ και η αναξιοπιστία του παραμένει μεγάλη μέσα στην ελληνική κοινωνία, αφού σαν κυβέρνηση αλλά και σαν αξιωματική αντιπολίτευση κινήθηκε μέσα στις συστημικές προδιαγραφές. Αυτά δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν μέσα σε ένα μήνα.

Έτσι η έλλειψη εναλλακτικής και η χαμηλή αξιοπιστία οδηγεί την Κουμουνδούρου να σηκώσει –ξανά– τη σημαία του φτηνού αντιμητσοτακισμού και της ρηχής αντιδεξιάς ρητορικής και για τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Αυτή η σημαία αποτελεί μια συνειδητή πολιτική επιλογή και για έναν δεύτερο λόγο: Με αυτόν τον τρόπο συγκαλύπτεται –ξανά– η προθυμία και η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ να υπηρετηθεί το «συστημικό συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης», γεωπολιτικά και οικονομικά.

Συμπληρωματικές προτάσεις

Στα παραπάνω αφηγήματα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ έρχονται συμπληρωματικά και κάποιες άλλες προτάσεις από διάφορες μεριές του αριστερού ή/και του πατριωτικού χώρου. Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, διάφοροι από τον πατριωτικό χώρο βλέπουν «ευκαιρίες» για προώθηση ενός πατριωτισμού α λα Ανδρέα Παπανδρέου υπό τη μορφή μιας προσέγγισης με το ΠΑΣΟΚ κόντρα «στην επέλαση της Δεξιάς», ενώ στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ διάφοροι ριζοσπαστικοί και αριστεροί κύκλοι ρίχνουν την πρόταση της προσωρινής ενίσχυσης της Κουμουνδούρου ενάντια στην πολιτική ηγεμονία του Κ. Μητσοτάκη. Όλα αυτά χωρίς να έχει βγει κανένα συμπέρασμα από τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου, χωρίς να υπάρχει χώρος για την απλή σκέψη ότι αυτές οι προτάσεις δεν αποτελούν διέξοδο για τη χώρα αλλά προσωρινά οχήματα εκλογικής διάσωσης ή αναρρίχησης, και χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι ο φτηνός αντιμητσοτακισμός και η ρηχή αντιδεξιά ρητορική αποτελούν τους μεγαλύτερους σπόνσορες του Κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!