Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Την ώρα που η Αθήνα γιόρταζε το καινούργιο πολιτιστικό της απόκτημα στο Φάληρο, έτυχε να βρεθώ στο Παρίσι σ’ ένα αλλιώτικο κέντρο πολιτισμού. Μεγάλο και φιλόδοξο όσο και το δικό μας, το Παρίσι εκατόν τέσσερα σχεδιάστηκε σαν κέντρο συγκατοίκησης όλων των μορφών της σύγχρονης τέχνης, με «καινοτομικό» χαρακτήρα και διεθνή ακτινοβολία. Οικονομικά βιώσιμο προπάντων, με έσοδα τουλάχιστον τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, πέρα από τα οκτώ εκατομμύρια της επιχορήγησής του από την πόλη του Παρισιού. Σημειώστε ότι με δεκαπέντε εκατομμύρια θα επιχορηγεί το ελληνικό δημόσιο τη Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη μόνο για το ενοίκιο που θα πληρώνουν στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (1). Αλλού όμως είναι οι κρίσιμες διαφορές και γι αυτές θέλω να πω.
Η πρώτη αφορά το πρόγραμμά του που, πέρα από το θέαμα, επεκτείνεται στην καλλιτεχνική παραγωγή, με ένα «εκκολαπτήριο δημιουργικών προγραμμάτων», όπου ήδη διαμένουν και εργάζονται με υποτροφία 900 καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, αρκεί ν’ ανοίγουν στο κοινό το εργαστήριό τους μια φορά το μήνα. Λειτουργούν επίσης εργαστήρια χορού, θεάτρου, μουσικής, εικαστικών για σπουδαστές απ’ όλη τη χώρα και κυρίως από τη γύρω περιοχή, τον εργατικό βορρά της πόλης.
Αυτή είναι η δεύτερη κρίσιμη διαφορά: η θέση του, όχι σ’ έναν τουριστικό πόλο αλλά στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού, το πιο φτωχό και πιο μαύρο, με τις χαμηλότερες τιμές γης, την υψηλότερη αναλογία κοινωνικής κατοικίας και μερικές από τις πιο «ευαίσθητες» όπως λένε γειτονιές μέσα από τον περιφερειακό. Εκεί που χτυπάει κόκκινο η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, το αδιέξοδο των νέων, εκεί που οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Στην πόρτα του η cité Curial-Cambrai, το πολυπληθέστερο συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας της πόλης, με 11.500 κατοίκους τόσο στριμωγμένους που το να βγάλουν βόλτα τα παιδιά είναι ζήτημα επιβίωσης. Στις πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού σκέφτονται λοιπόν ακόμα την πολιτιστική αποκέντρωση με όρους χωρικής δικαιοσύνης, έχει ακόμα νόημα η «περηφάνεια της γειτονιάς», το να ζήσουν και οι απόκληροι κάτι που έχει αξία απόλαυσης και αυτοσεβασμού. Πολιτική βέβαια, δημαγωγία, πατερναλισμός, αλλά πώς να μη σκεφτώ ότι το Περιστέρι μόνο το Σπίτι της Πάλης αξιώθηκε; Δεν σας μιλώ για τα Νέα Λιόσια.
Είναι κι ο ίδιος ο χώρος. Δίχως «τοπόσημα» να γυαλίζουν μέχρι το υπερπέραν και να «γράφουν» στις τουριστικές αφίσες, τόσο κρυμμένο στη γειτονιά που η πολιτική προώθησής του στην αρχή στηριζόταν στην «αφάνεια», όπως αφανής είναι κι ο πληθυσμός σε τέτοια μέρη. Μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς στο στιλ των παλιών σιδηροδρομικών σταθμών, το κτίριο στέγασε τη βιομηχανία ταφικών τελετών της πόλης το 1874, όταν και οι φτωχοί απόχτησαν δικαίωμα σε αξιοπρεπή κηδεία. Φορτισμένο από συλλογική μνήμη, αλλά και σύμβολο της τοπικής αυτοδιοίκησης και του χωρισμού κράτους και εκκλησίας. Κτίριο δημόσιο τότε και τώρα. Στις πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι ακόμα δεδομένο ότι για να λειτουργήσει κάτι σωστά πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί.
Είδα σ’ αυτό μια από τις καλύτερες αποκαταστάσεις παλιών βιομηχανικών κτιρίων με σεβασμό στην ιστορία, με κομψότητα, λειτουργικότητα και ευρηματικότητα χωρίς ματαιοδοξία. Δεν το μελέτησε ουρανοκατέβατος αρχιτέκτονας-σταρ. Έγινε κανονικός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και δημόσια διαβούλευση. Και κόστισε εκατό εκατομμύρια που ακόμα, μετά από οκτώ χρόνια λειτουργίας, θεωρείται υπερβολικό. Τέσσερις φορές λιγότερο από τη δαπάνη που κατέβαλε ο δικός μας χορηγός. Τη δαπάνη, σας θυμίζω, που θα χρεώσει στο Δημόσιο αν αποδειχτεί ανάξιο να διαχειριστεί το δημιούργημά του.
Έκανε κρύο το απόγευμα της Κυριακής που έψαχνα να βρω την είσοδο. Ακουγόταν από μέσα το ραπ των παρισινών προαστίων, αλλά δεν γινόταν εκδήλωση. Βρέθηκα μέσα στην τεράστια κεντρική αίθουσα με τη σιδερένια και γυάλινη στέγη στα δεκαπέντε μέτρα. Γύρω καφενεία και εστιατόρια, χώροι παιχνιδιού και δημιουργικής απασχόλησης για παιδιά διαφορετικών ηλικιών χωρίς εισιτήριο, βιβλιοπωλεία, ένα κατάστημα με φτηνά αντικείμενα από δεύτερο χέρι. Θα βάλουν μαθαίνω και μαγαζιά για τα καθημερινά ψώνια που λείπουν από τη γειτονιά – όχι Mall. Δούλευαν κινηματογράφοι, θέατρα, αίθουσες εκθέσεων. Οι εργαζόμενοι έχουν όλοι επιλεγεί από τη γειτονιά.
Η αίθουσα έσφυζε από ζωή. Ένα πλήθος από εφήβους, νέους και ενήλικες που έκαναν προπόνηση μόνοι ή σε μικρές ομάδες στο χορό, σε ακροβατικά, θεάματα του δρόμου, θεατρικά, ο καθένας συγκεντρωμένος στην προσπάθεια ή μόνο την απόλαυση, με σεβασμό στο χώρο του άλλου. Γύρω η βόλτα της Κυριακής, οι μανάδες με τα μωρά στα καροτσάκια, οι κοπέλες με τις μαντήλες, παιδιά που προσπαθούσαν να τρυπώσουν στο πανηγύρι, παρέες κάθε ηλικίας που χάζευαν το θέαμα. Υπήρχε άπλα, θέρμανση, μουσική στην κατάλληλη ένταση, δάπεδο κατάλληλο για άσκηση, οι αναγκαίοι καθρέφτες. Υπήρχε χαρά και δημιουργικότητα. Οι άνθρωποι ένοιωθαν στον τόπο τους.
Αυτή η διαφορά: Κάποιος είχε σκεφτεί ότι πολιτισμός δεν είναι μόνο το μεγάλο ή το ψαγμένο θέαμα που οι γνώστες θα διδάξουν στους αδαείς. Είναι κι αυτό που αγαπούν και κάνουν οι άνθρωποι αυτοί εδώ, της διπλανής πόρτας. Κάποιος είχε σκεφτεί να τους δώσει χώρο να εκφραστούν, να πειραματιστούν, να δει ο ένας τον άλλο, να μοιραστούν. Οι ράπερς και οι street dancers της γειτονιάς που προπονούνται σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και σε παγωμένες πλατείες, ανάμεσα σε συμμορίες. Οι δεκαεξάχρονες που ετοιμάζονται για το πάρτι των ονείρων τους. Οι μεσόκοπες εργαζόμενες που πάντα ήθελαν να χορέψουν λάτιν. Οι καλλιτέχνες του δρόμου που κάνουν πρόβες σε εγκαταλειμμένες αποθήκες, ελπίζοντας στο πενιχρό μεροκάματο, σε μια διάκριση σε διαγωνισμό, σε κάποιον ατζέντη που θα τους βγάλει από τη μιζέρια, ή μόνο στο να κάνουν το κέφι τους όσο αντέξουν. Το καλλιτεχνικό δυναμικό ενός αόρατου κόσμου που μπορεί και να βγάλει πρωταγωνιστές, αλλά πριν απ’ όλα θέλει να έχει φωνή, θέλει να βλέπει τον εαυτό του σ’ αυτό που κάνει.
Αυτό στη γλώσσα της επικοινωνίας το λένε «ένας χώρος ανοιχτός στη γειτονιά» και προσφέρεται σε κάθε κριτική μια που σίγουρα δεν καταργεί τις ταξικές αντιθέσεις. Διάβασα τέτοιες κριτικές. Για δυο χρόνια, άλλωστε, το εκατόν τέσσερα δεν ήταν αυτό. Δούλεψε με «αποδοτικότερες» εκδηλώσεις υψηλού προφίλ που μάζεψαν όλο το κομψό εναλλακτικό κοινό της πόλης αλλά άφησαν τη γειτονιά αδιάφορη, να χαζεύει τις παρκαρισμένες Μερσεντές. Χρειάστηκε ν’ αλλάξει ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Με προκήρυξη, γιατί στις πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού αυτοί προσλαμβάνονται με βάση την πρότασή τους, δεν διορίζονται από κυβερνήσεις. Και ο χώρος ζωντάνεψε. Και στους δημοσιογράφους οι έφηβοι καλλιτέχνες μιλάνε τώρα για «δώρο».
Αυτό ήθελα να πω. Ας το χαρούν όσο κρατήσει, γιατί όλοι αυτοί οι πολιτιστικοί θεσμοί που αστράφτουν στα πιο σημαδιακά σημεία των πόλεων, θαύματα τεχνολογίας και αριστουργήματα αρχιτεκτονικής, με ακριβοπληρωμένους μάνατζερς και κιουρέιτορς, όλες αυτές οι δωρεές, δεν είναι δώρο. Από τους ξεχασμένους ανθρώπους ζητάνε, μαζί με το εισιτήριο, την περηφάνεια τους. Ν’ αποδεχτούν πως δεν θα αντιπροσωπεύονται σ’ ό,τι τους προσφέρεται. Αυτό είναι η μήτρα κάθε αποστέρησης.
(1) Τα λέει όλα ο Θάνος Καμήλαλης στο άρθρο του “Μια δωρεά στον Νιάρχο” στην ιστοσελίδα του thepressproject.gr