Του Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη *.

Μήτσος Παρτσαλίδης, ο πρώτος “κόκκινος” Δήμαρχος.

«Αι εσωκομματικαί αντιθέσεις επνίγησαν, αι φιλοδοξίαι ικανοποιήθησαν και η αστική Κοινωνία της Καβάλλας πειθαρχούσα εις τας ιδεολογικάς της πεποιθήσεις και μη παρασυρομένη από προσωπικάς συμπαθείας ή αντιπαθείας κατέρχεται εις τον δημοτικόν εκλογικόν αγώνα με την πεποίθησιν και την απόφασιν να νικήση διά να αποτρέψη τον Κομμουνιστικόν κίνδυνον». Αυτά έγραφε η τοπική εφημερίδα Πρωϊνά Νέα της 30ης Ιανουαρίου 1934, δώδεκα μόλις μέρες πριν από τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών που θα διεξάγονταν την 11η Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς.Η Ελλάδα του 1934 διέφερε σημαντικά από αυτήν του 1929 (τότε είχαν γίνει οι προηγούμενες δημοτικές εκλογές), αφού και η οικονομική αλλά και η πολιτική της κατάσταση είχαν μεταβληθεί δραματικά.
Η οικονομία της χώρας, επηρεασμένη από το «κραχ» των ΗΠΑ και του υπόλοιπου καπιταλιστικού κόσμου (στα 1929) βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Σε αυτό είχαν συντελέσει: α) η εμμονή του Βενιζέλου (κυβέρνησε από το 1928 μέχρι το 1932 με ευρεία πλειοψηφία) να στηρίξει τη δραχμή έναντι του δολλαρίου, παίρνοντας δάνεια και εξανεμίζοντας το συναλλαγματικό απόθεμα της Τραπέζης της Ελλάδος και β) το ότι τα συναλλαγματοφόρα ελληνικά καπνά παρέμεναν απούλητα στις αγορές των ΗΠΑ και τα εμβάσματα των Ελλήνων των ΗΠΑ είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είχε κηρύξει στάση πληρωμών την άνοιξη του 1932. Η ανεργία και η φτώχεια απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο της εργασίας, αγροτικό και εργατικό.
Η χώρα άρχισε να σταθεροποιείται οικονομικά στα 1934, κυρίως λόγω των συναλλαγών με τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης, αλλά και λόγω της πολιτικής της «αυτάρκειας», με μείωση των εισαγωγών και αύξηση της σιτοπαραγωγής. Όμως, δεν είχαν ακόμη φανεί σαφή σημάδια ανάκαμψης του λαϊκού εισοδήματος, αγροτικού και εργατικού, πράγμα που θα οδηγούσε σε κοινωνική σταθερότητα. Ακόμη, υπήρχε πόλωση και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση.
Είχαν μεσολαβήσει πολλά. Η ήττα (5 Μαρτίου 1933) των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση των Παναγή Τσαλδάρη (φιλοβασιλικού ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος), Γεωργίου Κονδύλη και Ιωάννη Μεταξά,  το αποτυχημένο φιλοβενιζελικό κίνημα της βραδιάς των εκλογών, με σκοπό να εμποδιστεί ο σχηματισμός κυβέρνησης και η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου (Ιούνιος 1933).
Όμως, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν πια τόσο μόνες στην πολιτική αρένα. Το εργατικό κίνημα και ο βασικότερος πολιτικός του εκφραστής, το ΚΚΕ, ήταν παρόντες και μαχητικοί.
Μετά την υπέρβαση της εσωκομματικής κρίσης των ετών 1929-1931 στο ΚΚΕ, το κόμμα αυτό είχε αρχίσει να εδραιώνεται ως σημαντική πολιτική δύναμη, καθώς και ως εκφραστής ενός ογκούμενου διεκδικητικού κινήματος των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου. Αυτό μαρτυρούσε και η ψήφιση, αρχικά, το 1929, αλλά και η ευρύτατη χρήση των διατάξεων, στη συνέχεια, του νόμου 4229, του περιβόητου «ιδιώνυμου», που επεδίωκε να πατάξει κάθε απειλητική για το κρατούν κοινωνικό σύστημα φωνή και δραστηριότητα. Όπως επισημάνθηκε από το Νίκο Αλιβιζάτο, «οι κυρίαρχες τάξεις ήταν υποχρεωμένες ή να δεχτούν μια σειρά από δίκαια αιτήματα και να προτείνουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο ή να αντιδράσουν, [αλλά] η τυχοδιωκτική ιδιοσυγκρασία τους… τις οδήγησε να ακολουθήσουν το δρόμο που απαιτούσε τις μικρότερες θυσίες, την αδίστακτη αντίδραση». Στα 1936 ο Παναγής Τσαλδάρης διαπίστωνε ότι «εκείνο που υπάρχει [στην Ελλάδα] είναι από τη μια η μεγάλη πλειοψηφία που σέβεται τις παλαιές εθνικές παραδόσεις… και, από την άλλη, μια μειοψηφία που επιχειρεί να ανατρέψει την κοινωνική τάξη». Αυτοί ήταν οι κομμουνιστές και όλοι όσοι ανέπτυσσαν διεκδικητικούς αγώνες. Αυτοί αποτελούσαν στόχο διώξεων, εκτοπίσεων και φυλακίσεων. Η παλιά κρατική ιδεολογία, η «Μεγάλη Ιδέα», κουρελιασμένη στο Σαγγάριο και τα αποκαΐδια της Σμύρνης, είχε αντικατασταθεί από μια νέα, τον αντικομμουνισμό.
Στην ταξική ενότητα των «εχόντων και κατεχόντων» και τον αντικομμουνισμό συνέπιπταν, λοιπόν, Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί τον Ιανουάριο του 1934, όταν η φίλα προσκείμενη στο Βενιζέλο εφημερίδα της Καβάλας Πρωϊνά Νέα έγραφε «Αι πολιτικαί αντιθέσεις, το αγεφύρωτον χάσμα, το οποίον χωρίζει τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, προκειμένης της δημοτικής εκλογής Καβάλλας, εγεφυρώθησαν και πολίται, φιλελεύθεροι και λαϊκοί, κατόπιν της υποδείξεως και της επιθυμίας των Αρχηγών των κ.κ. Βενιζέλου και Τσαλδάρη, έδωσαν χείρα συμφιλιώσεως και ειλικρινούς συνεργασίας». Ο επιφυλλιδογράφος έκλεινε το κείμενό του, δίνοντας έμφαση στο ζητούμενο: «Σήμερον, ειδικώς σήμερον, δεν είναι αι κοινωνικαί συνθήκαι αι αυταί με τας των προηγουμένων δημοτικών εκλογών. Όχι. Ο καταπέλτης των αριθμών των ψήφων, η λογική των αριθμών, παρουσιάζει συγκρουομένας δύο τάξεις. Τον αστισμόν και τον Κομμουνισμόν. Δύο δηλαδή κοινωνικά στρατόπεδα. Εις το μεν αστικόν στρατόπεδον ανήκουν οι άνθρωποι του σημερινού κόσμου και συστήματος. Εις δε το κουμμουνιστικόν (sic) οι άνθρωποι που θέλουν να ανατρέψουν το αστικόν καθεστώς, να αναρτήσουν την “ερυθράν’’ σημαίαν εις το Δημαρχείον και να επιφέρουν την ανησυχίαν και την αναρχίαν. Και κάθε άνθρωπος, θέλων την ησυχίαν του, ενδιαφερόμενος διά την Καβάλλαν, διά το μέλλον του και το μέλλον της, έχει υποχρέωσιν να καταταγή πιστός στρατιώτης εις το αστικόν στρατόπεδον».
Στο στρατόπεδο αυτό εμφανίστηκαν ταυτίσεις. Μια «ανεξάρτητη» υποψηφιότητα παρέμεινε «αγκάθι» χωρίς να καθορίσει το αποτέλεσμα.
Και το «αστικόν στρατόπεδον» υποστήριξε τον απερχόμενο Δήμαρχο Καβάλας Κλεάνθη Τερμεντζή. Με υποψηφίους που ήταν καπνέμποροι, κτηματομεσίτες, έμποροι – καταστηματάρχες και ελεύθεροι επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, βιβλιοπώλες και επιχειρηματίες. Ένα σαφώς ταξικό ψηφοδέλτιο μεγαλοαστών και μεσοαστών.
Στην άλλη πλευρά του λόφου, στο «ερυθρόν» στρατόπεδο, συσπειρώθηκαν «οι ενωμένες δυνάμεις της εργατιάς με τους συμμάχους τους φτωχούς βιοπαλαιστές και με επικεφαλής τον κόκκινο υποψήφιό τους σ. Παρτσαλίδη», όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης της 7ης Φεβρουαρίου 1934 στην πρώτη του σελίδα. Η εφημερίδα, με σειρά επιτόπιων ρεπορτάζ συντάκτη της όλο το διάστημα μέχρι την εκλογή, μετέδιδε την αθλιότητα των συνθηκών που βίωνε «[από την] κρατική λύσσα και τη δημοτική ληστεία… το ηρωικό προλεταριάτο της Καβάλλας… μέσα από τους πεινασμένους συνοικισμούς και τις σαραβαλιασμένες συνοικίες» και προειδοποιούσε πως «η Κυβέρνηση έχει πάρει απόφαση να διορίσει δήμαρχο αυτεπαγγέλτως, εάν αποτύχει ο κοινός υποψήφιος των αστών Τερμεντζής», για να συμπληρώσει «τρέμουν τα παράσιτα, τρέμει η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση για την επικείμενη νίκη της εργατιάς και φτωχολογιάς στην Καβάλλα. Μα ας μη γελιώνται. Κανένα μέτρο δεν μπορεί να σταματήσει τη νίκη του Ενιαίου Μετώπου Εργατών – Αγροτών [Ε.Μ.Ε.Α] στην Καβάλλα». Δυο μέρες μάλιστα πριν από τις εκλογές, δίπλα στις ενθουσιώδεις περιγραφές των συγκεντρώσεων του Ε.Μ.Ε.Α στις συνοικίες της πόλης και τις καταγγελίες για τρομοκρατία, ο Ριζοσπάστης παρέθετε πληροφορίες των Πρωινών Νέων -τα οποία χαρακτήριζε «όργανο του δημάρχου των καπνεμπόρων» – για το ενδεχόμενο «οι αμερικάνικες ληστρικές [καπνεμπορικές] εταιρείες ύστερα από την εκλογή του κομμουνιστή δημάρχου [να] φύγουν από την Καβάλλα». Η εφημερίδα του ΚΚΕ σημείωνε πως «οι εργάτες κι οι μικροεπαγγελματίες της Καβάλλας που ξέρουν πως οι καπνέμποροι ξένοι και ντόπιοι είναι που κατάντησαν στα σημερινά χάλια την πόλη, θα ψηφίσουν με φανατισμό τον κόκκινο δήμαρχο, ακριβώς γιατί τον φοβάνται (sic) οι ξένοι και ντόπιοι ληστές».
Το ψηφοδέλτιο του Ε.Μ.Ε.Α. περιλάμβανε ως υποψηφίους εργάτες και ιδιωτικούς υπαλλήλους, καθώς και μικροεπαγγελματίες, εκφράζοντας τη «σύγκρουση των δύο κόσμων που ολοκάθαρα χωρίστηκαν στην Καβάλλα (κι απ’ την άποψη αυτή χαραχτηριστική είναι η σύνθεση των ψηφοδελτίων)» (Ριζοσπάστης, 9-2-1934,  σ. 2). Πρέπει να σημειωθεί πως τρεις από τους υποψηφίους ήταν εξόριστοι (αυτό γράφτηκε και στα Πρωινά Νέα), βάσει του «ιδιωνύμου».
Και η εκλογή διεξήχθη όπως ήταν προγραμματισμένη. Λίγο πριν από αυτήν έγιναν γνωστές εκκλήσεις των Βενιζέλου, Καφαντάρη, Παπαναστασίου και Γονατά για υπερψήφιση του Τερμεντζή, τις οποίες δημοσίευσαν τα Πρωινά Νέα σε περίοπτη θέση. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα που έστειλε ο Βενιζέλος προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Αγώνος Εθνικών Κομμάτων Καβάλλας, το οποίο δημοσιεύτηκε την παραμονή των εκλογών: «Πέποιθα ότι πάντες ανεξαιρέτως αγαπητοί φίλοι θεωρήσουν επιτακτικόν καθήκον δώσουν ψήφον των Τερμεντζήν κοινόν υποψήφιον επιτυχία οποίου αποτρέπει σοβαρόν κίνδυνον δι’ αγαπητήν Καβάλλαν». Όμως, οι ψηφοφόροι άλλα εκέλευσαν. Ο «τραγιασκοφόρος καπνεργάτης» Παρτσαλίδης, λίγες εβδομάδες πριν γίνει μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, γινόταν ο πρώτος «κόκκινος» δήμαρχος στην Ελλάδα. Όπως μετέδιδε ο ανταποκριτής του Ριζοσπάστη «το Ενιαίο Μέτωπο κατήγαγε περιφανή νίκη. Τα τελικά αποτελέσματα: σ. Παρτσαλίδης 3.780, Τερμεντζής 2.101, Νικολαΐδης 1.521. Υπερτερούμε τα ενωμένα αστικά κόμματα. Κόκκινη Καβάλλα πανηγυρίζει». Τα Πρωινά Νέα έγραψαν: «ΗΤΤΗΘΗΜΕΝ». Πάντως, η εφημερίδα ήταν αντίθετη σε κάθε σκέψη διορισμού άλλου δημάρχου.
Αμέσως μετά την ανάληψη της δημαρχίας από τον Παρτσαλίδη, την 1η Απριλίου, άρχισαν –ταυτόχρονα με ένα εντυπωσιακά πλούσιο έργο από πλευράς της νέας δημοτικής αρχής, συνοδευμένο από εθελοντικές μειώσεις των αποδοχών Δημάρχου και μελών Δημοτικού Συμβουλίου– οι δίκες του ίδιου (χωρίς καταδίκη) και συνεργατών του με βάση το «ιδιώνυμο», οι παύσεις από το Νομάρχη Καβάλλας και το Γενικό Διοικητή Θράκης, οι εκπτώσεις από το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου, οι φυλακίσεις και οι εκτοπίσεις.
Τελικά, στις 9 Σεπτεμβρίου 1934, ο Παρτσαλίδης εκτοπίστηκε στη Γαύδο, χωρίς να δημοσιοποιηθεί η απόφαση και το σκεπτικό της. Όπως έλεγε ένα χαρακτηριστικό τραγούδι της εποχής «οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε, να κλείσουν τα παιδιά των εργατών»…
Τέσσερις από τους δημοτικούς συμβούλους του Παρτσαλίδη έμειναν στη φυλακή από τον Απρίλιο του 1934 μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ναζί τον Απρίλιο του 1941. Τότε, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, παραδόθηκαν από τις «ελληνικές» αρχές στους κατακτητές. Οι Δημοσθένης Μακέδος, Γιώργος Μπαρμπαλέξης, Γιάννης Ευθυμιάδης και Νίκος Νεγρεπόντης εκτελέστηκαν το 1943 και 1944 από τους Ιταλούς και Γερμανούς. Τιμωρήθηκαν έτσι, επειδή απέβλεπαν και πάλι «εις την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος».
Τέλος, τον ίδιο καιρό (στο δεύτερο γύρο των εκλογών, στις 18 Φεβρουαρίου 1934) εξελέγη δήμαρχος στις Σέρρες ο κομμουνιστής υποψήφιος Διονύσης Μενύχτας. Κρίθηκε «επωφελές διά την κοινωνικήν ευταξίαν» να παυθεί και να εκτοπισθεί.
Λεπτομέρειες από τα παλιά…

* Ο Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης είναι ιστορικός, [email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!