Για την ταινία Γλυκό Φασόλι, της γιαπωνέζας Ναόμι Καβάσε

Της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Με ταινίες χαμηλών τόνων, αναγνωρισμένες και βραβευμένες στο φεστιβάλ Καννών, η 47χρονη Γιαπωνέζα σκηνοθέτρια Ναόμι Καβάσε εμφανίστηκε στο σινεμά, στα τέλη του ’80. Η νέα ταινία της Γλυκό Φασόλι, βασισμένη στο βιβλίο του Ντούριαν Σουκεγκάβα, περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις τριών ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, με συνδετικό κρίκο ένα μαγαζάκι σε μια ήσυχη γειτονιά, απέναντι από ένα πάρκο, ανάμεσα σε πολυκατοικίες, γνωστό στέκι για την τοπική σπεσιαλιτέ ντοραγιάκι, ένα είδος στρογγυλής τηγανίτας με τραγανή κρέμα από κόκκινα φασόλια. Στο τέλος της μέρας, ο Σεντάρο, ο 50άρης παρασκευαστής, χαρίζει τις κακοχυμένες τηγανίτες στη Γουακάνα, μια λιγομίλητη έφηβη που ξεχωρίζει από τις φλύαρες μαθητριούλες που συχνάζουν εκεί. Η φήμη της σπεσιαλιτέ απογειώνεται, όταν ο Σεντάρο προσλαμβάνει την 76χρονη κυρία Τόκουε, εξπέρ στην τέχνη της περίφημης τραγανής κρέμας φασολιού. Τα παραμορφωμένα χέρια της όμως προκαλούν σχόλια και φέρνουν στο φως κρυμμένα μυστικά.

Ήδη από τα πρώτα πλάνα κυριαρχούν οι ανθισμένες κερασιές, δημιουργώντας συμβολισμούς που ανιχνεύουν βαθύτερες πτυχές των χαρακτήρων, ενώ οι πιανιστικές συνθέσεις συνοδεία εγχόρδων εντείνουν τη νοσταλγία.

Η Καβάσε αποκαλύπτει σε μικρές δόσεις και μέσα από λεπτομέρειες, τα στοιχεία που συμβάλλουν στη δόμηση των χαρακτήρων, όπως πλάνα με τον μοναχικό Σεντάρο να αγναντεύει στο σούρουπο την πόλη απ’ την ταράτσα, καπνίζοντας και πίνοντας, την Τόκουε, ανάμεσα σε περαστικούς, να επιζητά επίμονα το φως του ήλιου, ενώ δείγματα της εύθραυστης Γουακάνα αποτελούν το καναρίνι της και η ανάγνωση παραμυθιού σε ένα μικρό παιδί.

Τα προηγούμενα χρόνια, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης ο εμπορικός κινηματογράφος πλημμύρισε από ταινίες με θέματα μαγειρικής, που είχαν παραδόξως απήχηση, όπως η ταινία Chef (2014) του πληθωρικού κωμικού Τζον Φαβρό, σε ρόλο ονομαστού σεφ που θησαυρίζει πουλώντας σε οικοδόμους, στο Μαϊάμι, τορτίγιες γεμιστές με κιμά και τηγανητές πατάτες, με σάουντρακ χορευτικές λάτιν επιτυχίες. Παρόμοιας αισθητικής, με κοντινά πλάνα σε φαγητά που ανοίγουν την όρεξη, είναι και Ο Σεφ που έπαιζε με τη φωτιά (2015), με τον Μπράντλεϊ Κούπερ ως ταλαντούχο σεφ που προσπαθεί να ανακτήσει τη χαμένη φήμη του, κυνηγώντας διακρίσεις, με τα περίφημα αστεράκια της Μισελέν. Και οι δυο ταινίες εντάσσουν τη μαγειρική σε ανταγωνιστικό επαγγελματικό πλαίσιο, για λεφτά και δόξα, με κυρίαρχα στοιχεία την επιδεξιότητα, την επιχειρηματική ιδέα και πάνω απ’ όλα την ταχύτητα, σε μια αντίληψη του σινεμά αποκλειστικά ως εμπορικού θεάματος, όπου το κάθε καρέ πρέπει να ξεχειλίζει από δράση.

 

Μαγειρική και ανθρώπινες σχέσεις

Μακριά από αυτή την αμερικανικής κοπής ματαιοδοξία, η Καβάσε δίνει ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που η συνεσταλμένη Τόκουε επιμένει να αφουγκράζεται πάνω από τα αχνιστά καζάνια, κάθε ξεχωριστή φάση της μετατροπής των φασολιών σε γλυκιά κρέμα, όσο σιγοβράζουν, με τον ατμό να αλλάζει μυρωδιά, καθώς η παραδοσιακή τέχνη της μαγειρικής χρειάζεται χρόνο, υπομονή και κανάκεμα «σαν το πρώτο ραντεβού», όπως επισημαίνει.

Με πρόσχημα το μαγείρεμα, η Γιαπωνέζα σκηνοθέτρια επικεντρώνεται στην επικοινωνία των ανθρώπων και στην προσέγγιση του ψυχισμού των χαρακτήρων του βιβλίου, εκφράζοντας παράλληλα και μια βαθύτερη φιλοσοφική διάσταση ενός λαού που έχει αφήσει εδώ και αιώνες σπουδαία δείγματα ποίησης αφαιρετικής απλότητας, με μεταφορές που περιγράφουν την αναζήτηση αρμονικής σχέσης φύσης-ανθρώπου.

Τα διάσπαρτα πλάνα με τη διέλευση τρένων μεγάλης ταχύτητας, από μια διάβαση, τονίζουν τους βιαστικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, σε αντιδιαστολή με τους σοφούς κύκλους της φύσης. Οι φάσεις των δέντρων, πότε ανθισμένα και πότε με πεσμένα φύλλα, μαρτυρούν τις διαφορετικές εποχές, το πέρασμα του χρόνου, αλλά και τις διαφορετικές ηλικίες του ανθρώπου, όπως τα γηρατειά, που όλο και πιο σπάνια απεικονίζονται στο δυτικό σινεμά, ενώ η διάσταση της φιλίας αποδίδεται ως μια ανταλλαγή αφηγήσεων, βασικό στοιχείο του σινεμά, σχολιάζοντας το ελάχιστο αποτύπωμα που αφήνει σε κάποιον, το πέρασμα ενός άλλου από τη ζωή του.

Διάχυτη ευαισθησία τυλίγει αυτή την ήρεμων ρυθμών μελαγχολική ταινία, κυρίως με μια έγνοια στην κινηματογράφηση των φωτισμών, στο ξημέρωμα και στο σούρουπο, αργά το απόγευμα, που είχε αντίστοιχα καταγράψει και ο Κριστόφ Κισλόφσκι στη Διπλή Ζωή της Βερόνικα (1991). Στην Καβάσε, οι ηλιόλουστες μέρες χαρακτηρίζονται από τις σκιάσεις στις φυλλωσιές, ενώ ο άνεμος αποτυπώνεται με τα λευκά πέταλα που παρασέρνονται από τα άνθη της κερασιάς, χαρακτηριστικό μοτίβο στα γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια.

Η απομόνωση που βιώνουν για διαφορετικούς λόγους οι πρωταγωνιστές φέρνει τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες πιο κοντά στο χτίσιμο μιας φιλίας, στα πλαίσια μιας άτυπης οικογένειας, καθώς η σκηνοθέτρια μεγάλωσε με τη γιαγιά της, βιώνοντας την εγκατάλειψη των γονιών, όπως έχει η ίδια αποκαλύψει στα ντοκιμαντέρ, ημερολόγια της ταυτότητάς της, ενώ η ταινία ευαισθητοποιεί γύρω από τις φοβίες της κοινωνίας και στο θέμα της γκετοποίησης των ανίατα πασχόντων.

Οι σχέσεις των τριών πρωταγωνιστών και ο τρόπος που ο καθένας τους αντιμετωπίζει τη ζωή του κινηματογραφούνται με διακριτικότητα, χαρακτηριστικό ενός λαού με έμφυτη ευγένεια, που επικοινωνεί με υποκλίσεις…

 

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

 

INFO

Η ταινία Γλυκό Φασόλι ξεκινάει να παίζεται σε μια προβολή, τη Δευτέρα 6/2/2017 στις 22:00, στον Κινηματογράφο Μικρόκοσμος, Λεωφ. Συγγρού 106 (Μετρό: Συγγρού / Φιξ), στα πλαίσια του Adaptation Film Festival 2017: η λογοτεχνία στον κινηματογράφο (2-8/2/2017), ενώ από την Πέμπτη 9/2/2017 θα παίζεται αποκλειστικά στον Μικρόκοσμο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!