Χωρίς γραπτά ντοκουμέντα ιστορία δεν γράφεται λένε οι ιστορικοί. Αλλά οι πιο συνετοί συμπληρώνουν ότι όσο έγκυρα και πλούσια κι αν είναι τα ντοκουμέντα, κι αυτά εξυπηρετούν ένα μέρος της ιστορίας. Ένα άλλο μέρος των όσων έχουν συμβεί έχει χαθεί οριστικά γιατί δεν καταγράφηκε ποτέ και γιατί σημαντικά ντοκουμέντα έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Αλλά και ένα μέρος απ’ αυτά που έχουν καταγραφεί και διασωθεί μπορεί να μην αποδίδεται σωστά ή να αποδίδεται εν μέρει σωστά μέσα σ’ αυτά. Για παράδειγμα, από προσωπική εμπειρία, έχω διαπιστώσει ότι πολλές αναφορές των διπλωματικών αρχών για την κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού πάσχουν από κακή πληροφόρηση και αφ’ υψηλού αποτίμηση της πραγματικότητας. Επίσης, οι αναφορές εν γένει, όπως και οι επιστολές και τα διάφορα επίσημα έγγραφα, συχνά περιλαμβάνουν ηθελημένα αλλοιωμένες περιγραφές των πραγματικών καταστάσεων επειδή διαπνέονται από τις πολιτικές σκοπιμότητες των συντακτών τους. Γι’ αυτό, εξάλλου, η ιστορία γράφεται με πολλούς τρόπους, από πολλές γωνίες, και ερμηνεύεται με ακόμα περισσότερους.
Βέβαια, όσο πιο πρόσφατη είναι η ιστορία τόσο περισσότερα είναι τα σωσμένα ντοκουμέντα και από διαφορετικές πηγές, πράγμα που επιτρέπει μία καλύτερη διασταύρωση των στοιχείων που εμπεριέχουν. Αλλά κι αυτό το πλεονέκτημα υπόκειται σε διάφορους περιορισμούς, όπως για παράδειγμα προκύπτουν από την αντιπαραβολή με τις μαρτυρίες που προσφέρουν οι επιζώντες οι οποίοι μεταφέρουν τα συμβάντα μέσα από την οπτική της προσωπικής τους εμπειρίας που δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Αλλά και οι προσωπικές μαρτυρίες, σε βάθος χρόνου, υφίστανται εκούσια ή ακούσια προσαρμογές και διασκευές ανάλογα με τις αντιλήψεις και τις σκοπιμότητες που έχει ή αποκτάει στην πορεία ο μάρτυρας. Κι αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει ο κάθε οξυδερκής παρατηρητής παίρνοντας σαν βασικό πεδίο μελέτης την περίοδο του δικού του βίου, τη γνώση και την αίσθηση που ο ίδιος έχει αποκομίσει βιώνοντας τα γεγονότα και συμμετέχοντας στην εξέλιξη της ιστορίας.
Με αυτά κατά νου, με το ένα πόδι στα βιβλία και τα ντοκουμέντα και με το άλλο στους αυτόπτες μάρτυρες, εξακολουθούμε να καταγράφουμε τις προσωπικές αφηγήσεις σημαντικών σε βιώματα και συμμετοχές ανθρώπων του πολιτισμού και της πολιτικής, με την ελπίδα ότι κάθε παραθυράκι που ανοίγουν με τις καταθέσεις τους ρίχνει περισσότερο φως στο ημιφωτισμένο παρελθόν και μας βοηθάει να προσεγγίσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την αλήθεια.
Η Κατίνα Λατίφη-Τέντα, γεννημένη το 1927 στον Αλμυρό Μαγνησίας, είναι απ’ αυτούς τους θησαυρούς που μόλις τους αγγίξεις δεν χορταίνεις να τους σκαλίζεις. Κι όσο τους σκαλίζεις, όλο κάτι καινούργιο ξεπετάγεται μπροστά σου που δικαιώνει την εμμονή σου. Κι αυτό είναι μία αναντικατάστατη απόλαυση, γιατί η συντρόφισσα Κατίνα είναι ανεξάντλητη. Παρ’ όλο που έχει ήδη δημοσιοποιήσει πάρα πολλά με τα τρία βιβλία της, δεν παύει, όσο η συζήτηση τραβάει σε μάκρος κι όσο την ερεθίζει ο διάλογος και η αντιπαράθεση, να θυμάται κι άλλες λεπτομέρειες και να δίνει πρόσθετες πληροφορίες, να αναπαριστά πολλές εικόνες και να ξύνει μορφάζοντας τις πληγές, αλλά και να περιγράφει αυθόρμητα τις χαρές μιας περιπέτειας μοναδικής και υπερπλήρους που έζησε και συνδιαμόρφωσε, στην πρώτη γραμμή της ιστορίας.
Μάχη για την αλήθεια
«Τ’ απόπαιδα» (εκδ. Αλεξάνδρεια) είναι σαν ντοκιμαντέρ. Βήμα-βήμα, εντελώς παραστατικά, απεικονίζεται μέσα από την καθαρή ματιά μιας αγωνίστριας το θρυλικό έπος της Εθνικής Αντίστασης, από την πρώτη μέχρι την τελευταία φάση του. Από το 1943, στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, που γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ στα 16 της, μέχρι την τελευταία μάχη στο Γράμμο το 1949, στα 22 της. Τα γεγονότα, στην καθημερινή τους βάση, δοσμένα λιτά, είναι συναρπαστικά. Και αποκαλυπτικά είναι τα περιστατικά που διαλευκαίνουν σημεία που ακόμα και σήμερα τίθενται από μερικά κέντρα πολιτικής προπαγάνδας υπό αμφισβήτηση, όπως είναι όσα αφορούν τις πραγματικές συνθήκες που ώθησαν τους δημοκράτες αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας να καταφύγουν στο βουνό. Σημείο ακόμα αμφιλεγόμενο επειδή συνέπραξαν σ’ αυτό με τις απόψεις τους δύο μη ταυτόσημες παρατάξεις. Από τη μια η κυρίαρχη παράταξη της Δεξιάς, που έχει κάθε συμφέρον να διαστρεβλώνει την αλήθεια για να συγκαλύψει τα πελώρια εγκλήματά της και ιδίως τη συνεργασία της με τους δωσίλογους που υπηρέτησαν τους ναζί και στη συνέχεια τους Βρετανούς και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές που διαδέχτηκαν τους Γερμανούς στην καθυπόταξη της Ελλάδας. Και από την άλλη, μερίδες της Αριστεράς που θόλωσαν τα νερά για να δικαιολογήσουν τον μετέπειτα αναθεωρητισμό τους και να απαξιώσουν τον ένοπλο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που διεξήγαγε ο ελληνικός λαός υπό την ηγεσία του ΚΚΕ.
Η μαρτυρία της Κατίνας Λατίφη για τα αίτια που ανάγκασαν την ίδια να πάρει –στην κυριολεξία- τα βουνά δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες και ανασκευές της πραγματικότητας. Οι εξοπλισμένες και καθοδηγούμενες από την αγγλοκρατούμενη Αθήνα συμμορίες των κατσαπλιάδων και των συνεργατών των ναζί εξαπέλυσαν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό των μαχητών του ΕΛΑΣ, πανελλαδικό πογκρόμ εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, των κομμουνιστών και κάθε δημοκράτη που συμμετείχε στις μετωπικές οργανώσεις του αντιφασιστικού αγώνα, εναντίον ακόμα και των συμπαθούντων και των συγγενών τους. Οι βιασμοί, οι ακρωτηριασμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι πυρπολήσεις σπιτιών και τα κομμένα κεφάλια σε συνδυασμό με τις μαζικές συλλήψεις που έκανε η χωροφυλακή, οι φυλακίσεις και οι εξορίες, εξανάγκασαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα χωριά και τις πόλεις, τα σπίτια και τις οικογένειές τους, προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους από τους τραμπούκους και τους δολοφόνους της Δεξιάς που με την κάλυψη της εγκάθετης κυβέρνησης έσφαζαν, άρπαζαν και έκαιγαν ατιμώρητα και ανεξέλεγκτα.
Η Κατίνα Λατίφη δεν αποφεύγει να αναφέρει ονομαστικά τους τραμπούκους δολοφόνους που την καταδίωξαν, αλλά και εκείνους που έσφαζαν και ακρωτηρίαζαν τους συμπολίτες της στη Μαγνησία.
Η ανιδιοτέλεια, η συντροφικότητα, ο πατριωτισμός, η αντοχή και η αυτοθυσία των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας πλημυρίζουν με ένα φυσικό τρόπο τις σελίδες του βιβλίου. Αλλά υπάρχει και η σφοδρή καταγγελία της κακομεταχείρισης διακεκριμένων αγωνιστών από την ηγεσία του κόμματος στις χώρες φιλοξενίας των πολιτικών προσφύγων. Η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η ελευθερία και η δημοκρατία αποτελούν τα ιερά ιδεώδη και κίνητρα των μαχητών σε μια ολόκληρη δεκαετία. Από τα τραγούδια που τραγουδούσαν ξεχείλιζε το πάθος τους να αγωνιστούν για τα υψηλότερα ιδανικά του πολιτισμένου ανθρώπου. Και από την άλλη, δωσίλογοι, χίτες, ταγματασφαλίτες, μαυραγορίτες, κουκουλοφόροι, βασανιστές και μαχαιροβγάλτες αποτελούσαν τη δύναμη κρούσης της υπόδουλης στους αποικιοκράτες Δεξιάς.
Πρωτοπόρο το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα σε μια εποχή που η αντιαποικιακή φλόγα φούντωνε από περιοχή σε περιοχή σε όλο τον κόσμο!
Αγώνας που δεν τελειώνει ποτέ
Στο καινούργιο της βιβλίο «Είναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» (εκδ. Αλεξάνδρεια), η Κατίνα Λατίφη επανέρχεται σποραδικά σε περιστατικά της δεκαετίας του ’40, αλλά πρωτίστως καλύπτει την επόμενη φάση, 1950-1974, στην οποία επίσης παίρνει μέρος ενεργητικά και παράτολμα, είτε πρόκειται για την κάθοδό της στην Ελλάδα με την ομάδα του Νίκου Μπελογιάννη είτε για τις συνέπειες από τις μετέπειτα διαφωνίες της με την διορισμένη ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι σωστή η άποψη ότι το έπος της Αντίστασης που καλύπτει όλη τη δεκαετία του ’40 συνεχίζεται σε πολλά επίπεδα στις δεκαετίες που ακολουθούν. Η βαριά ήττα, η απογοήτευση, οι απώλειες και ο ξεριζωμός αντιμετωπίζονται άμεσα και δραστικά με την -σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας- προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόμματος, με νέες πράξεις ηρωισμού και σημαντικά επιτεύγματα που συνίστανται κυρίως στην συνεχιζόμενη παρ’ όλο το φόβο λαϊκή συσπείρωση, τη δημιουργία της ΕΔΑ και την ανάδειξη ενός σπουδαίου πολιτισμικού ρεύματος που θα αγκαλιάσει τον εργαζόμενο λαό. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς μία κοπέλα μόλις 25 χρονών, μετά από αφάνταστες ταλαιπωρίες εννέα ετών με κυνηγητό, εξορία, πόλεμο στα βουνά, ξεριζωμό και ξενιτιά, έχει το ψυχικό σθένος να πάρει μέρος σε μια ακραία επικίνδυνη αποστολή, να ξαναγυρίσει κρυφά μέσα από τα βουνά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου για να συμβάλει στην αναδιοργάνωση του κόμματος στην Ελλάδα παίζοντας στην κυριολεξία το κεφάλι της, γνωρίζοντας ότι όποιοι και όποιες συλλαμβάνονταν από το καθεστώς της αμερικανοκρατίας καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Με την Κατίνα Λατίφη-Τέντα, γυναίκα του αγωνιστή Ντίνου Λατίφη, δεν εξαντλείς ποτέ το θέμα. Εκπληκτική συγκέντρωση σκέψεων, εξαιρετική μνήμη, αξιοθαύμαστη σαφήνεια, πλούτος ιστοριών με λεπτομέρειες και άφθαρτη πνευματική ζωτικότητα σε μεταφέρουν ανάμεσα στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, μέσα στο χώρο και στο χρόνο που συντελέσθηκαν τα γεγονότα που αφηγείται.
Σ. Ε.: Πάντως, δεν μετανιώσατε για τη συμμετοχή σας.
Κ. Λ.: Τι λες τώρα, αστειεύεσαι; Για την πορεία μου δεν έχω μετανιώσει πουθενά γιατί κατ’ αρχήν την ένταξή μας την κάναμε μέσα στην Κατοχή. Δεν ήταν ταξικής μορφής που δεν την ξέραμε, ούτε είχα αδέλφια που τα ακολούθησα, γιατί ο αδελφός μου ήταν μικρός. Άρα η εκκίνηση ήταν πολύ ιερή. Πρέπει να ήσουν τομάρι για να πεις ότι έκανα λάθος που πάλεψα με την ΕΠΟΝ ή το ΕΑΜ. Το μετέπειτα κύλησε σαν ροή, σε πήρε το ποτάμι. Δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι είσαι με το κομμάτι που έπρεπε να ήσουν. Τι να έκανες; Ήσουνα εξορία και γύρισες, τι να έκανες; Να υποχωρούσες; Εκεί μεσολαβούσε το «σπάσιμο» που λένε, δηλαδή το λύγισμα. Μεσολαβούσε η μετάνοια. Μπροστά, όμως, σε ποιον μετάνοια; Άντε να πω μπροστά στον μπαμπά μου. Να πω μετάνοια μπροστά στο φασίστα; Ούτε μπορούσα, τηρουμένων των αναλογιών, να κάνω άλλο βήμα διαφορετικό. Αυτό ήταν. Δεν μπορούσες. Έπρεπε να είσαι έντιμος. Και στο κάτω-κάτω τι ήθελες στη ζωή; Αφού θυσίαζες τα νιάτα σου, τι ήθελες; Ένα καλύτερο κόσμο. Τι άλλο; Να λες στον Σούρλα, ναι έχεις δίκιο εσύ; Ήταν δυνατόν; Βέβαια, υπήρχε ο τρόμος, υπήρχε το βασανιστήριο, υπήρχαν όλα αυτά. Εκεί, εγώ, άμα δεν έκανες χαφιεδισμό και έλεγες, ναι εντάξει, μετανιώνω και μένω εκτός, βγάζω το καπέλο μου… Στη Μακρόνησο, δεν ξέρω αν θ’ άντεχα.
Σ. Ε.: Ζήσατε με μεγάλη πληρότητα και πυκνότητα την εποχή. Και ζήσατε σε δυο κόσμους αντίθετους μεταξύ τους!
Κ. Λ.: Δύο κόσμοι και τι κόσμοι! Ακόμη η Σοβιετική Ένωση ήταν στην άνοδό της. Ήτανε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε χάσει είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους για να απελευθερωθεί. Είχες και τον ενθουσιασμό! Δεν ήταν ότι σβαρνιόσουν! Δεν ξεκινήσαμε ιδεολογικά, ξεκινήσαμε πατριωτικά.
Στην απελευθέρωση του Βόλου
Σ. Ε.: Οι πιο καλές στιγμές σας;
Κ. Λ.: Όταν μπήκαμε στο Βόλο σαν να είμαστε απελευθερωτές! Το μυαλό πάνω απ’ τη σκούφια… Είχαμε και μια μικρή Λέσχη στον Αλμυρό που μαζευόμασταν και τραγουδούσαμε, καθημερινά. Θέατρο παίζαμε στη μεγάλη αίθουσα. Μαζί μας τραγουδούσε κι ένας βαρύτονος, Αθηναίος μάλλον, θυμάμαι το τραγούδι «Έρημος, βαρύς και μόνος σέρνομαι μες τη ζωή…» την ώρα που μπαίνει ένας μέσα και λέει «ο Βόλος απελευθερώθηκε!» Χαμός! Εμείς ήμασταν μία παρέα από κοπέλες, με σοσονάκια όλες, φεύγουμε για το Βόλο! Νύχτα ήτανε. Πού πάτε; μας λένε. Φεύγουμε! Ήτανε ένας ταγματάρχης της φρουράς του Αλμυρού και μας λέει δεν μπορείτε να πάτε. Τον κυκλώσαμε και του λέγαμε «θα πάμε, θα πάμε!». Θυμάμαι το πρόσωπό του. Βρε, λέει, είναι ναρκοθετημένος ο δρόμος για το Βόλο! Δεν μας νοιάζει, τι είναι και τι δεν είναι. Εμείς θα πάμε. Θα πάθετε ζημιά, δεν μπορώ να σας αφήσω να πάτε. Εμείς ήμασταν αποφασισμένες να πάμε.
Αγοράσαμε ένα χοντρό μολύβι κόκκινο απ’ τη μια μεριά και μπλε απ’ την άλλη. Και θυμάμαι μία Κική, πήρε χαρτόνια, σάλιωνε το μολύβι και ζωγράφιζε με τα χρώματα το σήμα του ΕΛΑΣ. Κι αυτός μας είχε πει ότι, αν τελικά το κάνουμε, έπρεπε να πάμε συντεταγμένα, σαν στρατός. Αλλά εμείς δεν είχαμε στολές. Μόνο εγώ είχα αρβυλάκια, σοσονάκια από μέσα και τα πόδια γυμνά. Δανειστήκαμε κάτι δίκοχα από αντάρτες που ήτανε στον Αλμυρό και βάλαμε το σήμα που είχαμε ζωγραφίσει, αλλά απ’ την υγρασία στη διαδρομή, το ξημέρωμα, έφευγαν τα χρώματα. Μπήκαμε μέσα στο Βόλο και στις αλυκές μας κατέβασαν από το φορτηγό και κάναμε σειρές. Ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν απ’ τον ΕΛΑΣ! Πέσανε πάνω μας, φιλιά, φιλιά, αγκαλιές! Εμείς, καμιά δεκαπενταριά ήμασταν, χωρίς όπλα, μόνο τα δίκοχα με το χαρτόνι, αλλά σε παράταξη! Και πήραμε όλη τη δόξα! Μετά, ήταν φοβερό, φοβερό! Είχανε κατεβεί τα χωριά απ’ το Πήλιο, ο Βελεστίνος, να ακούγονται όπλα να βροντούν, μια ξαδέλφη μου έγκυος να τουφεκάει στον αέρα! Και εμφανίστηκε ο Πηλιωρίτης, Αλμυριώτης, καλλονός ήταν αυτός, πάνω σε άσπρο άλογο, με τους αντάρτες να ακολουθούν, μέσα σε μια τεράστια οχλοβοή, με συνθήματα και γιρλάντες! Πω, πω, πω! Παρελάσανε μέσα στο Βόλο κι ήτανε μια λαμπερή μέρα. Ιστορικές στιγμές.
Αναγκαστική φυγή
Σ. Ε.: Βέβαια, μετά την αποχώρηση των Γερμανών θα θέλατε να έχουν εξελιχθεί πιο ομαλά τα πράγματα. Αλλά, όπως γράφετε, σας ανάγκασαν να ανεβείτε στο βουνό. Δεν είχατε άλλη επιλογή με τους Σούρληδες. Και δεύτερο, ήταν μια εποχή , μετά τον πόλεμο, που είχε ξεσπάσει παγκόσμια το αντιαποικιακό κίνημα. Όλη η ανθρωπότητα ήταν σε εξέγερση. Για ένα πατριώτη, ένα επαναστάτη, ένα κομμουνιστή, ποιος ήταν ο πιο φυσικός δρόμος; Δεν ήταν να εξεγερθεί κι αυτός, αφού πολέμησε πρώτα εναντίον των Γερμανών και μετά ήρθαν οι Εγγλέζοι οι οποίοι στη συνέχεια δώσανε τη σκυτάλη στους Αμερικάνους; Δεν ήταν το πιο φυσικό να συνεχίσεις να πολεμάς για να πετύχεις τον αρχικό σου στόχο, την ανεξαρτησία της πατρίδας σου από κάθε κατακτητή και κηδεμόνα;
Και μετά ηττήθηκες. Εντάξει, αλλά όταν αρχίζεις ένα αγώνα έχεις ποτέ σίγουρη την έκβαση; Δεν θα είχε γίνει καμία επανάσταση στην ανθρωπότητα.
Κ. Λ.: Εννοείται. Δεν το είπα και δεν το γράφω ότι υπάρχει μία αιτία και όλα έπονται; Η αιτία προηγείται, όμως. Και τα άλλα ακολουθούν. Άρα πρέπει να ενσκήψεις στην αιτία. Και η αιτία ήταν αυτό που ζητούσαμε εμείς. Όταν ήρθε ο ΟΗΕ για να με βγάλει από την εξορία, επειδή ήμουν ανήλικη, ξέρεις τι είπα στον Σαμαρινιώτη; Θα σου στείλω έλατο! Αν μπορέσω, θα σου στείλω έλατο!
Ήξερα ότι δεν θα βρω πού θα μείνω! Πού να πάω; Αφού δεν βρίσκαμε με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου ένα μέρος ούτε για μία νύχτα ολόκληρη! Πού να μείνω, πού να κρυφτώ! Αναγκαστικά θα κατέληγα στο βουνό για να σωθώ από τους Σούρληδες!
Σ. Ε.: Τι σόι άνθρωποι ήταν αυτοί οι συμμορίτες, οι Σούρληδες και οι άλλοι;
Κ. Λ.: Ήτανε τσομπαναραίοι που ζούσανε μοναχικά πάνω στα βουνά, Σαρακατσαναίοι κυρίως, που πήγανε και τους είπανε ότι θα τους πάρουνε τα χωράφια και διάφορα τέτοια, τους ενέπνευσαν μια βαρβαρότητα, δεν είχανε και λύπη, μόνο σφάζανε. Σφάζανε πρόβατα, δεν είχανε πρόβλημα να σφάξουν κι έναν άνθρωπο. Πέρα απ’ αυτό, τους πλήρωναν αδρά, γίνονταν κυρίαρχοι, βγάζανε και το άχτι τους, τους βαρια-εξοπλίσανε και τους συνδέσανε μ’ αυτούς που ήταν στον ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως), που ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Να μην ξεχνάμε ότι έγινε αυτός ο συνδυασμός. Κι αυτός ο κρίκος δημιούργησε όλη την τρομοκρατία. Αγριότητα, βαρβαρότητα.
Τη μέρα του γάμου του, οι Σούρληδες σφάξανε τον ξάδερφό μου, 26 χρονών. Δεν του αφήσανε ούτε αυτιά ούτε μύτη, τίποτα. Ούτε όπλο δεν είχε κρατήσει, φαρμακοποιός στο νοσοκομείο της αντίστασης ήτανε, στην Εθνική Αλληλεγγύη.
Σ. Ε.: Είναι σημαντικό ότι κατονομάζετε στα βιβλία σας πολλούς απ’ τους τραμπούκους και δολοφόνους.
Κ. Λ.: Α, ναι, δεν τους κρύβω εγώ.