Η περίφημη οικονομική κρίση «θίγει» τον πολιτισμό ή ο πολιτισμός ανθεί στα δύσκολα;
Σαφώς τον θίγει, όπως θίγει την Υγεία, την Παιδεία, τους μισθούς, τις συντάξεις, το κοινωνικό κράτος. Όπως θίγει το πώς ξυπνάς το πρωί και πώς πέφτεις στο κρεβάτι σου το βράδυ, την ψυχική σου διάθεση στη διάρκεια της μέρας, τα όνειρα που κάνεις για τη μία και μοναδική ζωή σου, τις σχέσεις σου με τους άλλους… Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να μη θίγεται από την κρίση. Επομένως και ο πολιτισμός. Τα μουσεία χρειάζονται φύλακες για να λειτουργήσουν, οι ταινίες χρήματα για να γίνουν, οι εκδόσεις, οι παραστάσεις το ίδιο. Ποιο ιδιωτικό ή ελάχιστα ή καθόλου επιχορηγούμενο θέατρο μπορεί να αντέξει μια πολυπρόσωπη παραγωγή σήμερα; Ποιο μπορεί δηλαδή να ανεβάσει Σαίξπηρ, Τσέχοφ ή τραγωδία εκτός από το Εθνικό Θέατρο; Κανένα. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Όμως, και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, απαντώ πάλι: Ναι! Ο πολιτισμός σαφώς ανθεί στα δύσκολα. Μπαίνω στον πειρασμό να δώσω ένα πρόχειρο, απλοϊκό, εμπαθή και φορτισμένο ορισμό του πολιτισμού: Τι είναι, αλήθεια, αυτός ο περιβόητος πολιτισμός; Είναι σίγουρα μνήμη, σύνδεση με όσα υπήρξαν πριν από εμάς, είναι το stop που κάνει ο άνθρωπος στην καθημερινότητα, προσπαθώντας να δώσει νόημα και αξία στην άναρχη, οδυνηρή, ματωμένη περιπέτεια της ζωής των λίγων δεκαετιών που μας αναλογούν, κτίζοντας κτίρια και ναούς, γράφοντας στιχάκια, μυθιστορήματα ή φιλοσοφικά δοκίμια, γεννώντας μουσικές και εικόνες, χορεύοντας και παίζοντας.
Μιλώντας, τελικά, για το δίκαιο και το άδικο, τον έρωτα και το θάνατο, την εξέγερση και την υποταγή. Υπενθυμίζοντας την αξία του να ζεις: να ζεις με ρίσκο και αξιοπρέπεια. Να ζεις μια ζωή κανονική που να σε αποζημιώνει για το αναπόφευκτο και οδυνηρό της τέλος, δηλαδή μια ζωή που κανείς να μην επιτρέπεται να σου την κλέψει, να τη διαστρεβλώσει ή να την ακυρώσει. Μ’ αυτήν την έννοια ο πολιτισμός είναι ανάχωμα στις δυνάμεις του σκότους, της αδικίας και της εκμετάλλευσης και σαφώς ανθεί στα δύσκολα. Τα επόμενα χρόνια θα δούμε καλλιτέχνες να ενώνουν τις δυνάμεις τους, να ρίχνουν τις τιμές των προϊόντων τους για να μπορεί να έχει πρόσβαση ένα πλατύ κοινό, να μιλούν εμπνευσμένα για την κρίση αλλάζοντας και τη φόρμα και το περιεχόμενό τους, να μοιράζονται και τα έσοδά τους διά του όσα μέλη έχει η ομάδα, να οργώνουν τη χώρα ταξιδεύοντας απ’ άκρη σ’ άκρη, μικρά «καραβάνια» αλληλεγγύης, έμπνευσης και τροφοδότησης του μυαλού.
Έτσι θέλω να ελπίζω. Αν αυτό δεν συμβεί, θα είμαστε άξιοι της κακής μας τύχης.
Τι θα «σβήνατε» από τον πολιτιστικό χάρτη της Ελλάδας του σήμερα;
Θα επιθυμούσα να μην είχε καθιερωθεί ένα ορισμένο είδος σίριαλ, που εδώ και πολλά χρόνια παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής, συμπεριφοράς και σκέψης ανόητο, επιφανειακό και βλακώδη, ο οποίος -με την τηλεοπτική «παντοδυναμία» όπως αποδεικνύεται, αλλιώς δεν εξηγείται- τελικά επιβάλλεται στη συνείδηση των θεατών. Το πώς μπορεί κάτι να είναι κακόγουστο και να γοητεύει, δεν το καταλαβαίνω. Έχει να κάνει μάλλον με τη γενικότερη έλλειψη της παιδείας μας.
Πολιτική και πολιτισμός. Πού συναντιόνται;
Και οι δύο προασπίζουν τη ζωή. Εκεί συναντιούνται. Η πολιτική οργανώνει την καθημερινότητα μιας ευνομούμενης πολιτείας και σχεδιάζει το ασφαλές της μέλλον με φροντίδα για τα ευάλωτα μέλη της, δικαιοσύνη, εργασία και παροχές για όλους.
Ο πολιτισμός τροφοδοτεί και εξελίσσει την ψυχική και πνευματική ζωή των ανθρώπων. Διάβασα τις προάλλες στην Αυγή μια φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Η γενιά μας θα πρέπει να απολογηθεί όχι τόσο για τις κακές πράξεις των ανήθικων ανθρώπων, αλλά για την αποτρόπαιη σιωπή των φιλήσυχων ανθρώπων». Αν θέλουμε να έχουμε την πολιτική και τον πολιτισμό όχι που μας αξίζει, όπως συνήθως λέγεται, αλλά που σαφώς δικαιούμαστε, πρέπει να σπάσουμε την «αποτρόπαιη σιωπή» μας.
Πώς ορίζετε την ποιότητα στην τέχνη; Τι σημαίνει για εσάς έργο με καλλιτεχνική αξία;
Έργο με καλλιτεχνική αξία κατά τη γνώμη μου, πριν απ’ όλα είναι συμπύκνωση. Όχι γραμμική, επιφανειακή περιγραφή μιας υπνωτιστικής πραγματικότητας. Είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας, όπου έχουν φύγει τα περιττά και έχει αναδυθεί ένας πυκνός πυρήνας. Είναι το έργο που όταν, ας πούμε, δείχνει μια γκροτέσκα, μη κολακευτική εκδοχή του εαυτού μου, δεν με διασκεδάζει μόνον, με κάνει να ενοχλούμαι και να θέλω να αλλάξω.
Είναι αυτό που μας αναμοχλεύει βαθιά αισθήματα. Γελάμε, κλαίμε και σκεφτόμαστε. Μας υπενθυμίζει την εν δυνάμει ομορφιά και δύναμή μας, μας ξυπνάει την επιθυμία να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα. Μας ξεβολεύει. Για να συμβούν όλα αυτά, υπάρχει μια προϋπόθεση: να το καταλαβαίνουμε. Το σπουδαίο έργο σπανίως είναι δυσνόητο. Ακόμη και αν χάνεις επιμέρους πράγματα, στο σύνολό του το κατανοείς. Ποιος δεν μπορεί να αποκτήσει επαφή με τη μουσική του Μότσαρτ, ένα φιλμ του Μπέργκμαν, τη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ ή τον στίχο του Βάρναλη «Αχ που ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος;». Και ένα παιδί μπορεί. Αυτά είναι για μένα τα έργα με καλλιτεχνική αξία: μεγάλα λαϊκά παραμύθια που παρηγορούν και μαζί αναστατώνουν, εργαλεία για να ζούμε και όχι στρυφνές ασκήσεις επί χάρτου.
Η ποιότητα είναι συνυφασμένη με την… οικονομία των πραγμάτων; Με άλλα λόγια, έχει χρειαστεί να κάνετε «εκπτώσεις» στη δουλειά σας;
Σε εποχές φτώχειας στο θέατρο έγιναν θαύματα. Η ιστορία του Θεάτρου Τέχνης είναι ένα παράδειγμα. Ακόμη και αν τα μέσα μας είναι περιορισμένα, ένα γερό κείμενο με δυνατές ερμηνείες μπορεί να υπερκαλύψει τα κενά. Αυτό που θα μας πλήξει σίγουρα, όλους τους ανθρώπους του θεάτρου τα επόμενα χρόνια, θα είναι η ανεργία. Θα περνάμε, δυστυχώς, μεγάλα διαστήματα χωρίς να δουλεύουμε. Ήδη περνάμε.
Οι άνθρωποι του πνεύματος, της τέχνης και των γραμμάτων οφείλουν να βγουν στην πρώτη γραμμή; Να πάρουν θέση μέσω της δουλειάς τους ή απλά με την έκφραση της γνώμης τους για το σημερινό κοινωνικό αναβρασμό;
Έχετε σκεφτεί ότι οι άνθρωποι του πνεύματος, της τέχνης και των γραμμάτων, σε καιρούς «ειρήνης» απευθύνονται σ’ ένα τεράστιο κοινό; Ας πούμε σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες; Τα έργα μας είναι σαν «καραβάκια» στον ωκεανό. Τα ρίχνεις στην αγορά, ευελπιστώντας να φτάσουν σε πολλά «λιμάνια». Πολλοί άνθρωποι να ακούσουν τα CDs μας, να δουν τις παραστάσεις και τις ταινίες μας, να διαβάσουν τα βιβλία μας.
Είναι διαφορετικό από ένα δάσκαλο που μπαίνει σε μια συγκεκριμένη τάξη ή από ένα γιατρό που ασχολείται με τους συγκεκριμένους ασθενείς του. Βεβαίως αυτό το τεράστιο κοινό μπορεί να αποδειχτεί ελάχιστο. Εν δυνάμει όμως είναι μεγάλο. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι του πνεύματος, της τέχνης και των γραμμάτων, σε καιρούς «πολέμου» όπως σήμερα να μη μιλάνε; Για όλα αυτά που ταλανίζουν το εν δυνάμει μεγάλο τους κοινό; Να κάνουν δηλαδή την «πάπια» στα δύσκολα; Αν μη τι άλλο είναι άκομψο, άνανδρο. Το να πάρουν λοιπόν θέση μέσω της δουλειάς τους είναι το προφανές. Όχι μόνον τώρα, ακόμη και επί εποχής της «κραταιάς Ελλάδας των Ολυμπιακών Αγώνων» θα έπρεπε να ’χαμε πάρει θέση. Τέλος πάντων, ποτέ δεν είναι αργά.
Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, να μου επιτρέψετε μια διόρθωση. Νιώθω ότι εκφράζοντας κάποιος τη γνώμη του για τα όσα συμβαίνουν τα επόμενα χρόνια, εάν συνεχίσουν να υπάρχουν τα μνημόνια, δεν θα είναι καθόλου «απλό». Θα έχει κόστος. Ήδη έχει. Αν δεν υπήρχε το Internet ή έντυπα όπως το έντυπό σας, κάποιοι άνθρωποι θα έπρεπε να δημοσιοποιούν την εργασία τους με σήματα καπνού. Σαν Ινδιάνοι. Εννοώ ότι όταν εκφράζεις τη δυσάρεστη γνώμη σου, συνήθως παύεις να έχεις πρόσβαση σε πολλά…