Υπάρχει ένα καθησυχαστικό, στην ουσία του, σχήμα που αναφέρεται εν γένει στην άνοδο της Δεξιάς και Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και αλλού (πρόσφατα στην Αργεντινή). Ακόμα και η δεξιά Εστία, για παράδειγμα, ανησύχησε με πρωτοσέλιδο άρθρο της για τη νίκη του δεξιού υποψήφιου στις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας («Άνεμοι υπερσυντηρητισμού σαρώνουν τον κόσμο», 9/10/2018).

Γιατί καθησυχαστικό σχήμα; Διότι δεν διαβάζεται έτσι καθαρά τι συμβαίνει και πάνω σε ποια βάση εκτυλίσσονται διάφορα φαινόμενα. Κυρίως, γιατί με τη γενική και αποκλειστική καταγγελία του «ακροδεξιού κινδύνου», δεν αναδεικνύεται μια άλλη πολιτική ικανή να δώσει εναλλακτική σε λαούς, πληθυσμούς και υποτελείς τάξεις που καταπιέζονται και κινούνται ενάντια στο άρμα της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, ενάντια στην ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική συνταγή και στην αποδομητική, μεταμοντέρνα, υπερφιλελεύθερη, ατομικιστική ιδεολογία.

Η ταύτιση της Αριστεράς, ιδεολογικά και πολιτικά, με το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης αφήνει ένα τεράστιο κενό που το εκμεταλλεύονται ποικίλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και συντηρητικές ή ακροδεξιές. Η απουσία της Αριστεράς από μια σειρά θέματα που έχει ανοίξει η αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση (γιατί τάχα μυρίζουν εθνικισμό) αφήνει διάπλατο το σκηνικό να «ψαρεύουν» μέσα σε αυτό το δυναμικό συντηρητικές δυνάμεις.

Υπάρχει λοιπόν ένα βασικό ερώτημα: Εκτός από το να καταγγέλλουν τον ερχομό της Ακροδεξιάς, εκτός από το να αναγορεύουν τον φασισμό σαν μοναδική ή κύρια απειλή, τι άλλο κάνουν, τι άλλο προτείνουν; Πέρα από το να εφαρμόζουν, όταν βρίσκονται στη διακυβέρνηση, με φανατισμό μια συνταγή που οδηγεί στην φτωχοποίηση, τον αποκλεισμό και τη διάλυση. Ο κυρίαρχος αριστερός λόγος λειτουργεί στην πραγματικότητα ως πολιορκητικός κριός της παγκοσμιοποιητικής στρατηγικής, κι αυτή δεν είναι μια ελαφριά κατηγορία.

Μπροστά στα μάτια μας

Σε ολόκληρο τον κόσμο, αναπτύσσεται με έντονο τρόπο, και μέσα σε συνθήκες «αποαριστεροποίησης», μια έντονη ρευστότητα και κινητικότητα σημαντικότατων τμημάτων πληθυσμών προς δύο κατευθύνσεις.

Πρώτον, προς την αποστροφή απέναντι στην κυρίαρχη εκδοχής της πολιτικής. Μεγάλα τμήματα σπρώχνονται στην αποστασιοποίηση από την πολιτική και στην αποχή από την πολιτική διαδικασία. Θα ειπωθεί πως δεν πρόκειται για καινούργιο φαινόμενο. Πράγματι, αλλά αυτό συμβαίνει σήμερα σε συνθήκες που δεν υπάρχει κανένα ρεύμα υπέρ των συστημικών παγκοσμιοποιητικών δυνάμεων.

Τεράστια τμήματα των πληθυσμών δεν θέλουν πλέον, δεν ανέχονται, δεν υποφέρουν άλλο την παγκοσμιοποιητική συνταγή. Ζητούν αλλαγή. Αλλαγή και μέτρα για να καλυτερέψουν την ζωή τους, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους κι όχι να γίνουν «χυλός». Αναζητούν πολιτική έκφραση, καταφεύγοντας συχνά στην ανάθεση σε κάποιον πολιτικό οργανισμό

Αντίθετα, η δεύτερη κατεύθυνση δείχνει πως σε ορισμένες στιγμές σχηματίζονται μεγάλες πλειοψηφίες ενάντια στην κυρίαρχη συστημική παγκοσμιοποιητική πολιτική. Οι πλειοψηφίες αυτές έχουν την δύναμη να την αμφισβητούν σε κυβερνητικό επίπεδο ή να κερδίζουν μεγάλα μερίδια του πληθυσμού. Κινητοποιούν δυνάμεις, αναδεικνύουν «από το πουθενά» πολιτικά μορφώματα που είτε δεν υπήρχαν, είτε έπαιζαν περιθωριακό ρόλο.

Όσο το φαινόμενο περιορίζονταν σε αριστερόμορφες δυνάμεις (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ ή Podemos) όλα έβαιναν καλώς. Όταν σε αυτό μπαίνουν άλλες πολιτικές ταμπέλες, τότε θεωρείται a priori επικίνδυνο και αντιδραστικό φαινόμενο. Στην ουσία, υπάρχει άρνηση αυτού που πραγματικά συμβαίνει. Τεράστια τμήματα των πληθυσμών δεν θέλουν πλέον, δεν ανέχονται, δεν υποφέρουν άλλο την παγκοσμιοποιητική συνταγή. Ζητούν αλλαγή. Αλλαγή και μέτρα για να καλυτερέψουν την ζωή τους, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους κι όχι να γίνουν «χυλός». Αναζητούν πολιτική έκφραση, καταφεύγοντας συχνά στην ανάθεση σε κάποιον πολιτικό οργανισμό.

Φτώχεια και λιτότητα, μεταναστευτικό, ασφάλεια, εθνική κυριαρχία, είναι τα βασικά θέματα της «αντιπαγκοσμιοποιητικής ατζέντας», όπως αυτή εκτυλίσσεται σήμερα. Πάνω σε αυτά, διεξάγεται μια μεγάλη αντιπαράθεση. Πουθενά δεν είναι προδιαγραμμένο ότι η έκφραση μεγάλων πληθυσμών για αυτά τα θέματα μπορεί να είναι μόνο και αποκλειστικά ακροδεξιού χαρακτήρα. Ούτε όσοι κινητοποιούνται, ούτε όσοι ψηφίζουν σχηματισμούς που ακολουθούν μια συντηρητική πολιτική, είναι φασίστες και ακροδεξιοί.

Ο ριζοσπαστισμός των στρωμάτων που ζητούν αλλαγή, η δυναμική που παρουσιάζει και οι νοθεύσεις που εμφανίζονται στην πορεία, δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι η αναζήτηση μιας μεταφιλελεύθερης σοσιαλιστικής προοπτικής μπορεί να βρει έδαφος –ακόμα και μειοψηφικά– μέσα στην αναταραχή που σημειώνεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Μετά από 10 χρόνια κρίσης, δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουν πετύχει κάτι εναλλακτικό προς την παγκοσμιοποίηση οι αριστερές δυνάμεις και έχουν βρεθεί σε τέτοια περιθωριοποίηση ή δορυφοροποίηση και ενσωμάτωση στην «ομπαμική» πολιτική. Για 10 χρόνια η Αριστερά στην Ευρώπη ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση, ενώ 27 χρόνια μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και την ήττα του «σοσιαλισμού», δεν έκανε μισό βήμα μπρος το αίτημα του σοσιαλισμού ή της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το παράδειγμα της Ιταλίας

Μέσα σε λίγα χρόνια, μετά την Ελλάδα και την Ισπανία, αλλά και την Καταλονία, μετά τα «μαθήματα» που δόθηκαν και τα «πειράματα» που εφαρμόστηκαν, εμφανίζεται ακόμα ένας «απείθαρχος». Πρόκειται για μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, την Ιταλία. Ο απείθαρχος πέταξε στα καλάθια των αχρήστων ολόκληρο τον παλιό πολιτικό κόσμο και ανέδειξε μια κυβέρνηση δύο ετερόκλητων δυνάμεων, του «Κινήματος 5 Αστέρων» και της «Λέγκα». Παρά τα πραξικοπήματα και τους συμβιβασμούς που έγιναν, σχηματίστηκε μια κυβέρνηση με ένα πρόγραμμα που δεν αρέσει στην ευρωκρατία. Ο απείθαρχος αντέδρασε στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. και τώρα παρουσιάζει έναν προϋπολογισμό που έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγές των ευρωκρατών.

Έχουμε έτσι μια επανέκδοση των απειλών και εκβιασμών που έγιναν και στην ελληνική περίπτωση, μόνο που η Ιταλία είναι άλλης κλίμακας. Φραστικά έχουν φθάσει αρκετές φορές στα άκρα την αντιπαράθεση, αλλά παραμένει το αγκάθι ο ιταλικός προϋπολογισμός να ανεβάζει τον «κοινωνικό μισθό» από 2 δισ. σε 10 δισ. ευρώ, κάτι που φυσικά θεωρείται μεγάλο έγκλημα για τις Βρυξέλλες. Τώρα εξαπολύεται μια οικονομική τρομοκρατία (άνοδος spreads κ.λπ.) ενάντια στην Ιταλία και όλοι προσπαθούν, προς το παρόν, να κερδίσουν χρόνο.

Εξελίσσονται λοιπόν μια σύγκρουση, δυναμική και ρευστότητα που επιδέχονται πολιτικής παρέμβασης. Το κυβερνητικό σχήμα έχει μια λαϊκή στήριξη και μέσα από μάχες, τακτικές και τοποθετήσεις, ο Σαλβίνι από 14% πριν λίγους μήνες, κατορθώνει τώρα να συγκεντρώνει 30%. Ποσοστό πολιτών που δεν μπορούν να θεωρηθούν «φασίστες» και «ακροδεξιοί», αλλά θέλουν μια σκληρή διαπραγματευτική στάση απέναντι στην ευρωκρατία, καθώς και μια αλλαγή πλεύσης στην οικονομία και την κοινωνία. Στερείται σοβαρότητας και λογικής η ανάλυση ότι ξαφνικά όλη η Ιταλία (ή, στην περίπτωσή μας, η Μυτιλήνη) κατακλύστηκε από φασίστες. Κάτι άλλο παίζεται.

Η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, ούτε καν διανοείται μια πολιτική και παρέμβαση στη σύγκρουση αυτή. Ασχολείται με εσωτερικά της ζητήματα και ψάχνει σωσίβια στις ευρωεκλογές…

Με άλλα λόγια

Υπάρχει ένα αίτημα που περπατά στους δρόμους. Αίτημα ξεπεράσματος της σημερινής κατάστασης. Στην Ευρώπη, με το να μπει τέλος στην ευρωκρατία και την γερμανική Ευρώπη. Κόντρα στη σιαμαία κατάσταση νεοφιλελευθερισμού / μεταμοντερνισμού. Η διέξοδος δεν είναι προς τα πίσω, προς έναν νέο μεσαίωνα, έναν παλιό κοινοτισμό ή έναν ανθρώπινο καπιταλισμό. Είναι σε μια μετάβαση προς τη χειραφέτηση μέσα από καινούργιους και ανοιχτούς δρόμους. Πάνω στα επίδικα ζητήματα, και όχι με τη μετατροπή σε δορυφορική δύναμη παγκοσμιοποιητικών ή ακροδεξιών και φασιστικών δυνάμεων. Για τον λόγο αυτό, το ζήτημα της δημοκρατίας και της συμμετοχής έχει καθοριστική σημασία σε κάθε βήμα. Το ανερχόμενο ρεύμα αμφισβήτησης της παγκοσμιοποίησης καλεί σε ενεργοποίηση και πολιτική παρέμβαση. Η απουσία τιμωρείται με καθηλώσεις παντός είδους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!