Του Ιάσονα Κωστόπουλου
Βρισκόμαστε στη μέση του νέου, αυστηρότερου λοκντάουν που επιβλήθηκε στις 11/02 στην Αττική, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν έχουμε δει ακόμα τα αποτελέσματά του, ωστόσο η κυβέρνηση φαίνεται να συζητά για την επιβολή νέων μέτρων, μεταξύ των οποίων είναι η επέκταση του λοκντάουν σε περισσότερες περιοχές και η χρήση διπλής (!) μάσκας. Παράλληλα, τις προηγούμενες μέρες έγιναν δηλώσεις από στελέχη της κυβέρνησης, που προανήγγειλαν, το άνοιγμα του τουρισμού, σε αντιδιαστολή με το κλείσιμο των πανεπιστημίων τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τα παραπάνω, πέραν της αμφίβολης συνεισφοράς που θα έχουν στην αναχαίτιση της πανδημίας, αφήνουν ερωτηματικά για τον στόχο της διαχείρισης από την κυβέρνηση. Εύλογα, αναρωτιέται κανείς, πού αποσκοπεί η λήψη μέτρων που όχι μόνο είναι παράλογα, αλλά και επιζήμια για την κοινωνία και τη χώρα.
Δύο φάσεις
Για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, είναι χρήσιμο να χωρίσει κανείς τη διαχείριση της πανδημίας σε δύο φάσεις. Η πρώτη είναι από την εκκίνηση της πανδημίας μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2020, όπου υπήρχαν λίγα δεδομένα για τον ιό, την περίθαλψη των ασθενών αλλά και την αποτελεσματικότητα των διάφορων μέτρων. Η δεύτερη, που διαρκεί μέχρι σήμερα, διαφέρει σημαντικά τόσο από την άποψη της πληροφόρησης και των δεδομένων για τον ιό και την αντιμετώπιση του, όσο και από την άποψη των αποτελεσμάτων των μέτρων της διαχείρισης του παγκοσμίως. Στην αρχή της πρώτης φάσης, το λοκντάουν είχε ξεκάθαρο στόχο: Περιορίζουμε την διασπορά του ιού, μέχρι να μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και να θωρακίσουμε τα συστήματα υγείας. Εδώ, θα μπορούσε κανείς να προσάψει πολλά στους ιθύνοντες, από την υποτίμηση της πανδημίας και άρα, τη μη λήψη έγκαιρων μέτρων, μέχρι την αποτυχία παροχής ακόμη και των πιο στοιχειωδών μέσων για τη μάχη με την ασθένεια. Ωστόσο, δεδομένης της κατάστασης, ορθά υπήρξε ο περιορισμός της πρώτης περιόδου, πράγμα που φάνηκε και από τις απώλειες που κατέγραψαν χώρες που δεν πήραν μέτρα εγκαίρως.
Τα προβλήματα ξεκινούν, από τα μέσα της πρώτης φάσης, οπότε και υπήρξε σταθεροποίηση της εικόνας της πανδημίας, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Όταν, δηλαδή, αποφασίστηκε σιωπηρά, ότι δεν θα υπάρξει καμία ουσιαστική ενίσχυση, αλλά και αναδιάρθρωση των συστημάτων υγείας. Με αποτέλεσμα να υπάρξει νέο κύμα, σύντομα μετά την άρση των περιορισμών, το οποίο μας βρήκε σε χειρότερη κατάσταση από το πρώτο. Καθώς, ο χρόνος αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην άσκηση πολιτικής, η σπατάλη του σήμανε, ουσιαστικά, τον αφοπλισμό της χώρας για όσα ακολούθησαν. Εφόσον, μια ουσιαστική προετοιμασία του ΕΣΥ, σύμφωνα και με όσα ζητούν οι γιατροί, δεν αφορά μονάχα τις ΜΕΘ –που κινδυνεύουν να γίνουν φενάκη για την έλλειψη σχεδιασμού–, αλλά και την αναδιάταξη του, με νέο ρόλο για την πρωτοβάθμια περίθαλψη, αποσυμφόρηση των τριτοβάθμιων νοσοκομείων κ.λπ. Αυτά, όμως, δεν μπορούν να συμβούν πάνω στην έξαρση της πανδημίας.
Προσχήματα και επιδιώξεις
Αν όμως, στην πρώτη φάση μπορεί κανείς να κατηγορήσει την κυβέρνηση για ανικανότητα και αποτυχία στην διαχείριση της πανδημίας, το ίδιο δεν ισχύει και στη δεύτερη, γιατί από τον Σεπτέμβριο και έπειτα υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή στην πολιτική που εφαρμόζεται. Αφού, μπαίνοντας στη δεύτερη φάση, υπήρξαν στιγμές που τέθηκε επί τάπητος η πραγματική αποσυμφόρηση της καθημερινής ζωής, ώστε να μπορέσει να περιοριστεί διασπορά και να συνεχίσουμε με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς. Η αποσυμφόρηση των σχολείων, η αύξηση των ΜΜΜ, οι προτάσεις για στοχευμένους ελέγχους σε χώρους εργασίας, είναι λίγα μόνο από όσα δεν εισακούστηκαν. Φτάνοντας στο σημείο, βασικές και στοιχειώδεις αλλαγές, που θα έπρεπε να συμβούν για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας καταστροφής να θεωρούνται αδύνατες. Επιπλέον, επιστρατεύθηκε η «επιστήμη» για να δικαιολογήσει, όλον τον παραλογισμό αυτού του σχεδιασμού.
Η λειτουργία της κοινωνίας θα ήταν εφικτή αν στηριζόταν αποφασιστικά το ΕΣΥ και δινόταν βάρος στην πρόληψη και στη δημιουργία πρωτοβάθμιων δικτύων ιχνηλάτησης και περίθαλψης. Αντί αυτού η κυβέρνηση επιλέγει τιμωρητικά λοκντάουν και ψηφίζει αντικοινωνικούς νόμους και μέτρα
Από την αρχή αυτής της φάσης, είναι φανερό πως η κυβέρνηση της Ν.Δ., αντί να ενδιαφέρεται να περιορίσει την διασπορά, προσπαθεί συστηματικά να αποκλείσει από το δημόσιο λόγο κάθε ουσιαστική πρόταση. Αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί, χωρίς τη βοήθεια των μεγάλων ΜΜΕ, που διασπείρουν τον τρόμο πριν από κάθε λοκντάουν και ταυτίζουν κάθε άποψη που είναι ενάντια στην πολιτική του ακορντεόν, με αρνητές και ψεκασμένους. Συνεπώς, το μόνο μέτρο που μένει στο τραπέζι είναι το λοκντάουν μέχρι τον εμβολιασμό, μέτρο χρήσιμο μονάχα για να κερδηθεί χρόνος. Όσο για τον εμβολιασμό, ακόμη και τα ποσοστά για την επίτευξη ανοσίας δεν είναι σίγουρα, ενώ το ίδιο το εμβόλιο δεν είναι βέβαιο πόσο αποτελεσματικό είναι αλλά και αν εμποδίζει τη μετάδοση του κορωνοϊού. Αυτό, σε συνδυασμό με την διαρκή μετάλλαξη του ιού, καθιστά αβέβαιο τον ορίζοντα λήξης της πανδημίας και άρα, ακόμη πιο ανορθολογικό το λοκντάουν.
Στη διαχείριση της πανδημίας στο δυτικό κόσμο, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Ανάλογες πρακτικές έχουν ακολουθήσει και τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε., με το ακορντεόν να αποτελεί τη βασική επιλογή τους. Μάλιστα, υπήρξαν «σημαντικές» στιγμές που φανερώνουν ότι η διαχείριση δεν έχει ως σκοπό την εφαρμογή της βέλτιστης λύσης, αλλά την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστικά τα περιστατικά εκβιασμού από την Κομισιόν για την έγκριση των εμβολίων, αλλά και των κατηγοριών για χρηματισμό επιστημόνων από την γερμανική κυβέρνηση, ώστε να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα του λοκντάουν. Αλλά και η επιλογή να μην υπάρξει εμβόλιο κατασκευασμένο από κάποιον διεθνή οργανισμό για να δοθεί δωρεάν σε όλα τα κράτη είναι ενδεικτική. Τη στιγμή, που υπάρχει ένα πανανθρώπινο πρόβλημα και κοστίζει εκατομμύρια ζωές, επιλέχθηκε, η κατασκευή του εμβολίου να γίνει από τις φαρμακοβιομηχανίες εν μέσω τεράστιων ανταγωνισμών, που προφανώς επηρεάζουν και την ποιότητα κάθε έρευνας.
Τα σχέδια
Διεθνώς, η πανδημία –ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης– χρησιμοποιείται ως ευκαιρία, για να τεθούν οι βάσεις της μετα-covid εποχής. Στον οικονομικό τομέα, η κρίση του συστήματος θα φορτωθεί στην πανδημία και τα μέτρα επιτήρησης και εγκλεισμού που σήμερα βιώνουμε, στοχεύουν στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου αντιμετώπισης των επικείμενων «αναταράξεων» Παράλληλα, μέσα από το αφήγημα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, προωθείται μια σημαντική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού, με ένα από τα αποτελέσματά της οι χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας. Πλευρές της, όμως, θα δούμε και στην καθημερινότητα, με μηχανισμούς συνεχούς επιτήρησης και τα διάφορα «τηλε-» να πλασάρονται ως μέτρα πρόληψης ή αντιμετώπισης για διάφορα ζητήματα. Αν και αυτά δεν είναι καινούργια, η πανδημία έχει αποτελέσει σημείο τομής στην προώθηση τους με νέα ποιότητα, τρόπο και ρυθμό.
Αυτές οι αλλαγές, συνοδεύονται και από μεγάλης κλίμακας πολιτικές και γεωπολιτικές διευθετήσεις. Άλλωστε το 2021, ήδη μας έφερε δύο «ζαχαρένια» πραξικοπήματα, με την Ιταλία και τον διορισμό του Ντράγκι, να ακολουθεί τις ΗΠΑ. Όταν επιλέγονται τέτοιες λύσεις για μεγάλες χώρες, είναι βέβαιο πως η Ελλάδα θα βιώσει πιο σκληρές επιλογές. Η πανδημία αφήνει τη χώρα σε άθλια οικονομική κατάσταση και με μια νέα οικονομική επιτήρηση να είναι προ των πυλών. Αλλά και στον γεωπολιτικό τομέα δεχόμαστε πιέσεις για μια μεγάλη υποχώρηση στα ελληνοτουρκικά. Η κυβέρνηση φαίνεται να σχεδιάζει, να κρατήσει τη χώρα στο γύψο, με ποικίλες δικαιολογίες. Ωστόσο, όλα δείχνουν πως αυτό το σχέδιο δεν θα προχωρήσει ομαλά.