Τη γνωρίζαμε από τα βιβλία της για παιδιά και τις γενικότερες παιδαγωγικές της δραστηριότητες, είτε αυτές αφορούσαν σε προγράμματα για μουσεία, είτε σε γνωριμία με κορυφαίους Έλληνες ποιητές και ζωγράφους, είτε σε επιστημονικές εργασίες.

Τώρα, με το «Δώδεκα» (εκδόσεις Διάπλους) αποφάσισε να μας ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη και σε άλλους τόπους της Μακεδονίας, μέσα από ιστορίες που αναφέρονται στις τέσσερις εποχές και στους δώδεκα μήνες του χρόνου.

Ειδικά όσες αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη σε κάνουν αν νιώθεις πως περπατάς μαζί με την αφηγήτρια στους δρόμους της. Κι ας είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, κι ας αφορούν τόσο διαφορετικά συναισθήματα, συνιστούν στην ουσία ένα παζλ που ολοκληρωμένο μας δίνει το πρόσωπο της πόλης, με βαθιά γνώση και αγάπη.

Όμως και οι ιστορίες που διαδραματίζονται εκτός Θεσσαλονίκης, έχουν μια ξεχωριστή δύναμη και αναμετριούνται τόσο με τα προσωπικά αδιέξοδα, όσο και με τα πάθη που φέρνει η Ιστορία.

Ένα βιβλίο που δεν μπορείς το αφήσεις από τα χέρια σου και αποδεικνύει ακόμη μια φορά πως το τόσο υποτιμημένο το λογοτεχνικό είδος «διήγημα» σε σχέση με το μυθιστόρημα, ενώ στην ουσία μας έχει προσφέρει πολύ σημαντικά έργα (και) τα τελευταία χρόνια.

«Είναι πολύ πιο δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά η συγγραφή παιδικών βιβλίων! Απαιτεί πλήρη συγχρονισμό των εκφραστικών μέσων, σπιρτάδα, πρωτοτυπία, μέτρο, ρυθμό, αισθητική και διορατικότητα»

Πώς προέκυψε το «Δώδεκα» και τι σημαίνει αυτός ο αριθμός;

Το «Δώδεκα» είναι μια συλλογή διηγημάτων που χτίζονταν για αρκετά χρόνια, με αφετηρία την πρώτη παρουσίαση κάποιων εξ αυτών στο γνωστό πολιτιστικό περιοδικό Thinkfree.gr της Θεσσαλονίκης. Δώδεκα σύντομες αφηγήσεις, μία για κάθε μήνα του χρόνου, που ξετυλίγονται παράλληλα με τις αλλαγές κάθε εποχής σε γνωστά τοπόσημα και γειτονιές της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε δικούς μου αγαπημένους τόπους, όπως το Πήλιο, η Πιερία, η Τήνος. Πολλοί αναγνώστες μου εκμυστηρεύονται πως μετά την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου, άρχισαν να διαβάζουν ξανά την κάθε ιστορία στον μήνα του χρόνου που αναφέρεται, για να έρθουν πιο κοντά στο συναίσθημά τους.

Ποια από τις ιστορίες του βιβλίου θεωρείς πιο «δική» σου και γιατί;

Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση και συνήθως αποφεύγω να την απαντήσω. Σαν γυναίκα, αγαπώ και κατανοώ βαθειά τον πρωταγωνιστή της πρώτης ιστορίας του βιβλίου, έναν μποέμ, καλομαθημένο και ματαιόδοξο συγγραφέα που τον έχουν σημαδέψει οι ανήσυχοι και αδιέξοδοι έρωτες τους οποίους απολαμβάνει. Ως συγγραφέας, ένιωσα αληθινά δικαιωμένη για το πέρασμά μου σε ένα άλλο είδος λογοτεχνίας όταν ολοκλήρωσα το δίπτυχο της τελευταίας ιστορίας των δύο ανδρών στο Καφαντάρι. Μια παρέα φίλων στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα μας αφήνει να δούμε καθαρά τις έντονες φυλετικές διακρίσεις και τα στοιχεία της πατριαρχίας που επικρατούσαν αλλά και την πραγματική δύναμη της φιλίας και της οικογένειας.

Τι είναι αυτό που σε εμπνέει περισσότερο στην πόλη;

Η Θεσσαλονίκη είναι κομμάτι του dna μας, η πόλη των κατατρεγμένων και των ερωτευμένων. Η έμπνευση παρέχεται πλουσιοπάροχα από την ίδια την ιστορία της, τα δρομάκια, την παλιά αγορά, το λιμάνι, τα κτήρια, τα πολύχρωμα κύματα των νέων ανθρώπων που την ανασταίνουν εκεί που μοιάζει ετοιμοθάνατη από την αδιαφορία των νέων επιδρομέων της και την απουσία στοχευμένης πολιτικής για την οικονομική και πολιτιστική της ανάκαμψη.

Όλο αυτό το περίεργο –και πολλές φορές απογοητευτικό– συνονθύλευμα που μυρίζει ακόμη αξιοπρέπεια και στις άκρες ναφθαλίνη, με ένα νεύμα του Βαρδάρη καθαρίζει τη σκέψη μου, με παρακινεί να δημιουργώ και να αποτελώ ένα μικρό κομμάτι της ζωντάνιας της. Παραμένει μαγευτική και νοσταλγική, όπως ακριβώς τα παιδικά μου γενέθλια με σάντουιτς και αναψυκτικό στον Λευκό Πύργο.

Από τα βιβλία για παιδιά στο πρώτο σου για ενηλίκους. Ποιες διαφορές υπάρχουν στην προσέγγιση;

Προσπάθησα να είμαι ειλικρινής στις προθέσεις μου και στον στόχο μου που δεν είναι άλλος από το να κρατώ τους αναγνώστες σε εγρήγορση. Να τους προ(σ)καλώ αβίαστα να μετα-κινηθούν, να συγκινηθούν, να δοκιμάσουν και μια νέα θέαση του κόσμου, να γελάσουν με το πνεύμα, με το παιχνίδισμα των λέξεων. Ό,τι προσπαθώ να πετύχω δηλαδή και στα βιβλία μου για παιδιά. Απλώς εκεί η θεματολογία είναι διαφορετική και η γλώσσα πιο απλουστευμένη. Είναι πολύ πιο δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά η συγγραφή παιδικών βιβλίων! Απαιτεί πλήρη συγχρονισμό των εκφραστικών μέσων, σπιρτάδα, πρωτοτυπία, μέτρο, ρυθμό, αισθητική και διορατικότητα.

Συνεργάζεσαι και με Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Ποια βλέπεις να είναι η σχέση παιδιών και ενηλίκων με την Ιστορία;

Πεδίο αχαρτογράφητο! Στην Ελλάδα συμβαίνει το παράδοξο, όσο αυξάνονται οι αναφορές στο διδακτικό αντικείμενο της Ιστορίας στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών τόσο να απομακρύνονται οι μαθητές και οι μαθήτριες από τον ιστορικό γραμματισμό και την ουσιαστική γνώση της ιστορίας. Στο σχολείο εξακολουθούμε την αποστήθιση και τη στείρα παράθεση γεγονότων. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν Ιστορία. Όπως και ελάχιστα αποτυπώνεται η νεότερη ιστορία της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών στα σχολικά βιβλία. Όταν ένας λαός δεν γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει την ιστορική του ταυτότητα, το παρελθόν του με όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την πορεία του, φωτεινά και μη, όταν η εκπαίδευση αποτυγχάνει να ξυπνήσει το ενδιαφέρον και την κριτική σκέψη στους νέους ανθρώπους, τότε αυτός ο λαός δεν μπορεί να χτίσει ένα στέρεο και ελπιδοφόρο μέλλον, απλώς ανακυκλώνει στερεότυπα και δοξασίες. Ευτυχώς, υπάρχουν πάντα εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί που αγωνίζονται να αλλάξουν το τοπίο, όπως και η συμβολή της μη τυπικής εκπαίδευσης των μουσείων που μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ευαισθητοποίηση των παιδιών και στη βιωματική και πιο ψυχαγωγική προσέγγιση της Ιστορίας.

Τα μουσεία στηρίζονται όσο θα έπρεπε;

Πάρα πολλά μουσεία στην Ελλάδα δεν στηρίζονται καθόλου από το κράτος και βασίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, σε χορηγούς και τοπικούς ευεργέτες. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος διαρκούς ανεύρεσης πόρων με την παράλληλη άσκηση πολιτικής για ανανέωση των επισκεπτών. Η κρίση που πέρασαν τα μουσεία σε όλο τον κόσμο την περίοδο της πανδημίας ήταν τεράστια. Για αυτό στράφηκαν σε λύσεις που θα διευρύνουν το κοινό τους με χαμηλές δαπάνες, όπως είναι η ψηφιοποίηση των συλλογών και οι εικονικές περιηγήσεις, μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης. Στην Ελλάδα απουσιάζει η μουσειακή κουλτούρα, οι οικογένειες δεν έχουν στον προγραμματισμό τους την επίσκεψη στα μουσεία της πόλης τους, ούτε συμμετέχουν μαζικά σε μουσειακές δράσεις. Το Μουσείο εξακολουθεί να θεωρείται βαρύ, πληκτικό, διδακτικό και απρόσωπο για να ενταχθεί στους προορισμούς ψυχαγωγίας των ανθρώπων. Χρειάζονται δυναμικές αποφάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις που θα αναβαθμίσουν τη συνεργασία μουσείου, σχολείου και τοπικής κοινωνίας. Παράλληλα, είναι αναγκαία η ανανέωση και αναβάθμιση και των μουσείων σε έμπειρο, επιμορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό και σύγχρονες πρακτικές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!