Το νέο νομοσχέδιο για το ΕΣΥ, που κατατέθηκε αυτή την εβδομάδα στη Βουλή έχει προκαλέσει –δικαίως– τις αντιδράσεις σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων στον τομέα της Υγείας. Μάλιστα, οι συλλογικοί φορείς και οι ενώσεις των γιατρών είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε επαναλαμβανόμενες απεργίες την επόμενη περίοδο ενάντια στο νομοσχέδιο, το οποίο σύμφωνα και με τους ίδιους τους γιατρούς, καταργεί στην πράξη το δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ, αλλά και παράλληλα συνεπάγεται χαμηλότερο επίπεδο υπηρεσιών υγείας και αποκλεισμό πολλών ασθενών από την πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία. Ο λόγος είναι ότι το νομοσχέδιο καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ στα δημόσια νοσοκομεία, περιλαμβάνει την πρόσληψη ιδιωτών γιατρών σε θέσεις μερικής απασχόλησης και προβλέπει την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Π.Φ.Υ.) από ιδιωτικούς οργανισμούς, με τη μορφή συνεργασιών με το Δημόσιο.
Σε ό,τι αφορά τους γιατρούς, η κατάργηση της αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης στο ΕΣΥ, γίνεται από μεριάς της κυβέρνησης με το επιχείρημα πως κάτι τέτοιο θα αυξήσει τις απολαβές τους, αλλά και θα αποτελέσει κίνητρο για ιδιώτες γιατρούς για να καλύψουν θέσεις στις οποίες το ΕΣΥ έχει ελλείψεις. Επιπλέον και η θέσπιση θέσεων μερικής απασχόλησης γίνεται με επιχείρημα και πάλι την υποστελέχωση του ΕΣΥ σε περιπτώσεις όπου οι θέσεις που προκηρύσσονται δεν καλύπτονται. Είναι προφανές και αποδεδειγμένο σε πολλές άλλες περιπτώσεις, πως υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για όποιον εργάζεται παράλληλα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές στην περίπτωση των ιδιωτικών ιατρείων, όπου το ΕΣΥ θα λειτουργεί ως χώρος ψαρέματος πελατείας, κάτι το οποίο θα αποδειχθεί μονόδρομος αν εφαρμοστεί το νομοσχέδιο καθώς αφού η υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ οδηγεί σε μεγάλες λίστες αναμονής που θα μπορούν να «παρακαμφθούν» μέσα από την ώθηση όσων ασθενών το αντέχουν οικονομικά στον ιδιωτικό τομέα.
Η πανδημία αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για μεγάλες αναδιαρθρώσεις στον τομέα της Υγείας που τώρα γίνονται κανονικότητα
Τα παραπάνω είναι βέβαιο πως σταδιακά θα μειώσουν και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών του δημοσίου συστήματος, με τους γιατρούς να λειτουργούν σαν ενδιάμεσοι ανάμεσα στο ΕΣΥ και το ιατρείο ή την κλινική που εργάζονται, είτε για τη μεταφορά ασθενών από το ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα, είτε για τη χρησιμοποίηση των υποδομών του ΕΣΥ από ασθενείς του ιδιωτικού τομέα αφού πρώτα πλήρωσαν για όλες τις υπηρεσίες «χαμηλού κόστους». Το ίδιο ακριβώς ισχύει –σε πολλαπλάσιο βαθμό– και για τις θέσεις μερικής απασχόλησης, με τη μόνη διαφορά ότι σε αυτή την περίπτωση είναι βέβαιο πως εξαρχής θα μειωθεί και η ποιότητα παροχής υπηρεσιών, με γιατρούς που εκ των πραγμάτων δεν θα προλαβαίνουν να ανταποκριθούν με τον δέοντα τρόπο. Αντίστοιχου χαρακτήρα και αποτελέσματα θα έχει και η κάλυψη αναγκών της Π.Φ.Υ από ιδιωτικά εργαστήρια και κλινικές. Μπορεί μεν αυτό που λέγεται να είναι ότι τέτοιες συνεργασίες θα λειτουργούν μόνο όπου το Δημόσιο δεν διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές, αλλά επί της ουσίας και μακροχρόνια αυτό θα σημάνει πως το Δημόσιο δεν θα επενδύει πλέον σε υποδομές καθώς πάγιες ανάγκες θα καλύπτονται με τέτοιες συμφωνίες. Ενώ, ερωτηματικό είναι και κατά πόσο θα λειτουργούν τέτοιου είδους συνεργασίες, καθώς στην πανδημία φάνηκε πως ο ιδιωτικός τομέας –όπως είναι αναμενόμενο–, δεν ιεραρχεί την κάλυψη των αναγκών εν γένει, αλλά την αύξηση των κερδών του, όπως έγινε για παράδειγμα με τις ΜΕΘ. Με τη διαφορά, ότι το νομοσχέδιο δημιουργεί ένα συνολικό πλαίσιο, στο οποίο ο ιδιωτικός τομέας θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ποιους τομείς της δημόσιας υγείας θεωρεί επικερδείς για να τους αναλάβει, ενώ τα υπόλοιπα θα μένουν στο ΕΣΥ.
Συνολικά, το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, δεν αλλάζει απλά τους όρους εργασίας των γιατρών, αλλά αποτελεί τα θεμέλια για να αποτραβηχτεί το κράτος από την υποχρέωση να παρέχει υψηλού επιπέδου δημόσια υγεία. Πίσω από τις γραμμές του νομοσχεδίου κρύβεται η άποψη ότι το κράτος δεν οφείλει να πληρώνει τους γιατρούς επαρκώς, δεν οφείλει να καλύπτει τα κενά του συστήματος υγείας ή να επενδύει για υποδομές. Από αυτά θα αποτραβηχτεί κάνοντας τον διαιτητή ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, όπου κάτι τέτοιο είναι επικερδές, ενώ όπου δεν είναι θα επικρατεί διάλυση. Αξίζει να αναφέρουμε, πως αυτή δεν είναι η πρώτη απόπειρα υπονόμευσης και έπειτα κατάργησης του ΕΣΥ, αντίστοιχα μέτρα έχουν προωθηθεί και σε προηγούμενες περιόδους, με τα απογευματινά ιατρεία, τα πέντε ευρώ την περίοδο των Μνημονίων και τα ειδικά δικαιώματα πανεπιστημιακών και στρατιωτικών γιατρών. Πράγμα που –σε συνδυασμό με την υποστελέχωση και την κάλυψη πάγιων αναγκών από επικουρικό προσωπικό– έχει φέρει το ΕΣΥ σε οριακό βαθμό και έχει καλλιεργήσει το έδαφος για το σημερινό νομοσχέδιο. Άλλωστε όσα προωθούνται σήμερα, είχαν δοκιμαστεί ως έκτακτα μέτρα και μέσα στην πανδημία. Από αυτή τη σκοπιά δεν πρόκειται για μια περίπτωση όπου η κυβέρνηση δεν διδάχθηκε από την πανδημία αλλά αντίθετα –όπως είχαμε γράψει επανειλημμένα στον Δρόμο– η πανδημία αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για μεγάλες αναδιαρθρώσεις σε όλους τους τομείς που τώρα γίνονται κανονικότητα.
Αντισυνταγματική η παράταση της αναστολής των υγειονομικών
Το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στο θέμα των υγειονομικών σε αναστολή σε προσφυγή της ΠΟΕΔΗΝ με απόφασή του έκρινε αντισυνταγματική την παράταση της αναστολής των υγειονομικών, λόγω μη τήρησης υποχρεωτικού εμβολιασμού, μέχρι το τέλος του 2022 λόγω μη επαρκούς νεότερης εκτίμησης των δεδομένων της πανδημίας και μη αξιολόγησής τους. Πρόκειται για μια μεγάλη νίκη του κινήματος των υγειονομικών και των αλληλέγγυων σε αυτούς. Περισσότερα για αυτό το σημαντικό ζήτημα στο επόμενο φύλλο του Δρόμου.