Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο: «Ο λόγος που χρειαζόμαστε την Ε.Ε. είναι ακριβώς επειδή δεν είναι δημοκρατική».
Εκτόνωση της δυναμικής των συγκρούσεων
210 εκατομμύρια άνεργοι, 34 περισσότερα από το 2009, με τη μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης (σήμερα 23 εκατομμύρια, 30% περισσότεροι άνεργοι από το 2007) και στις ΗΠΑ (15 εκατομμύρια έναντι των 7,5) και η καταστροφή της ελάχιστης εξασφάλισης ζωής σε μεγάλα τμήματα της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης ώθησε τον Ντ. Στρος Καν, εκτελεστικό διευθυντή του ΔΝΤ, να δηλώσει «Μια θέση εργασίας γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου και η αύξηση του ανταγωνισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις».
Η εκτόνωση της δυναμικής αυτών των συγκρούσεων αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τους εκπροσώπους των κυρίαρχων δυνάμεων στα όργανα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, αλλά τα εργαλεία τους αποδεικνύονται εξαιρετικά ανεπαρκή. Τα πενιχρά αποτελέσματα της διάσκεψης φανερώνουν πως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν σχεδόν τίποτε επί της ουσίας. Ποια ήταν η κατάληξη; Να προτείνουν «μίνιμουμ κοινωνική προστασία στους πιο αδύναμους του κόσμου, χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία του ΔΝΤ», να προτρέψουν σε «ανάκαμψη με απασχόληση» και σε «κοινωνικό διάλογο» (συνέντευξη Στ. Πάρσεϊ στο Δελτίο της ΔΟΕ),ως μέσο αποτροπής του μεγάλου ψυχολογικού και πολιτικού ρήγματος που φέρνει η υπερβολική συγκέντρωση πλούτου στη μια άκρη του φάσματος, των λίγων, και της φτώχειας, στην άλλη άκρη, των πολλών. Την πιο προωθημένη διατύπωση τη βρίσκουμε στην πρόταση του Ολιβιέ Μπλανσάρ, επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ: «Οι πιο ανεπτυγμένες χώρες δεν θα πρέπει να εφαρμόσουν πολύ αυστηρή δημοσιονομική πολιτική πριν από το 2011: το πιο γρήγορο σφίξιμο θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανάκαμψη» (βρετανική Telegraph). Αυτή ήταν μια έμμεση κριτική στα γεράκια των κρατικών ελλειμμάτων που κουρνιάζουν στην Ντάουνινγκ Στριτ, στο Βερολίνο και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ.
Μπανανίες στην Ευρώπη
Οι πολιτικές ελίτ έχουν πλήρη επίγνωση των συνεπειών της ακραίας λιτότητας/ μείωσης των κοινωνικών δαπανών. Με πλήρη επίγνωση, επίσης, οδηγούν την κούρσα κατά των εργαζομένων σε ένα κοινωνικό τοπίο που γίνεται όλο και πιο δυσοίωνο. Η στροφή προς τον αυταρχισμό και την άρση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι δεδομένες και εκφράζονται με πολλούς τρόπους, διαχρονικά. Τελευταία, με ακραίες αντιδημοκρατικές μορφές. Ιδιοποίηση/αρπαγή της κυριαρχίας που συνταγματικά επιφυλάσσεται για τον κάθε λαό όσον αφορά τα κοινωνικά, οικονομικά δικαιώματά του από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η οποία λογοδοτεί στις τράπεζες-πελάτες της, και τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, με τη συνέργεια των εθνικών κυβερνήσεων, μέσω του μηχανισμού των μνημονίων που υποθηκεύουν όλο τον εθνικό πλούτο – στη μη εκλεγμένη Κομισιόν. Και ο κυνικός Μπαρόζο επιβεβαιώνει: «Ο λόγος που χρειαζόμαστε την Ε.Ε. είναι, ακριβώς, επειδή δεν είναι δημοκρατική» (Telegraph 3/10).
Κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που έγιναν σε όλες τις χώρες για να περάσουν τα μέτρα λιτότητας (κυβερνήσεις μειοψηφίας στις Ισπανία, Πορτογαλία, λαθροχειρία στην ψήφιση μνημονίου στην Ελλάδα).
Πλήρης περιφρόνηση των αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων (π.χ. στη Λετονία) περί αντισυνταγματικότητας των μέτρων λιτότητας. Και τώρα έρχεται το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης (5/10) όπου προαναγγέλλονται διώξεις και απαγορεύσεις των κινημάτων και περιορισμός της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης του «εξτρεμισμού». Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν επιβληθεί ήδη απαγορεύσεις της κομμουνιστικής δραστηριότητας διά νόμου.
Οι χώρες της Ευρώπης μετατρέπονται σε μπανανίες. Και κάθε μπανανία χρειάζεται τη δικτατορία της… Θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι θα έχουμε δικτατορίες; Ίσως όχι, αν εξετάσει τις επιπτώσεις των νέων «αντιτρομοκρατικών» νόμων ( Ελλάδα), των αντιμεταναστευτικών νόμων (Γαλλία), της παρέμβασης των δικαστηρίων στις εργατικές κινητοποιήσεις, ακόμη και της ειδησεογραφίας των ΜΜΕ, τα οποία επιβάλλουν τη μία και μοναδική άποψη.
Ήδη έχουμε μια μορφή δικτατορίας του οικονομικού δόγματος «δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συντριβή μισθών και κοινωνικών δαπανών» και της αυτόματης επιβολής κυρώσεων, που προωθούν η Α, Μέρκελ και ο Ό. Ρεν, στις χώρες που παρεκκλίνουν ή, ενδεχομένως, θα υποχρεωθούν να παρεκκλίνουν από τα όρια ελλείμματος και χρέους υπό την κοινωνική πίεση.
Ποιος μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να βγάλουν το στρατό στους δρόμους, αν «κινδυνεύσει η πατρίς» από κοινωνικές ταραχές; Η δημιουργία του πανευρωπαϊκού στρατιωτικο-αστυνομικού σώματος που θα στέλνει μονάδες άλλης εθνικότητας σε διάφορες χώρες για την αντιμετώπιση ταραχών είναι ένα από τα ενδεικτικά μέτρα που λαμβάνονται, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμη και η υποτιθέμενη ανησυχία για την έλξη που ασκούν ακροδεξιά κόμματα μπορεί να γίνει το πρόσχημα για εκκαθαρίσεις οργανώσεων του λαϊκού κινήματος, με την αντιμετώπιση του «δεξιού και αριστερού εξτρεμισμού» και τη διαφύλαξη της «σταθερότητας».
Μια αποστροφή από τη διάσκεψη του Όσλο είναι πολύ χαρακτηριστική: «Η προσωπική εμπειρία της ανεργίας μεταφράζεται σε αρνητική γνώμη για την αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας και αυξάνει την επιθυμία για έναν “επικίνδυνο ηγέτη”. Αυτό επεκτείνεται σε άτομα που δεν είναι άνεργα, αλλά ζουν σε μια χώρα και σε μια περίοδο με υψηλή και διαρκή ανεργία, και αντιπροσωπεύει κινδύνους για τη σταθερότητα των δημοκρατιών».
Με την επίκληση της σταθερότητας επιβλήθηκαν όλα τα πραξικοπήματα, οι δικτατορίες ακόμη και οι πόλεμοι.
Πολιτική τρύπα
Το υπόβαθρο όλων αυτών έχει να κάνει με ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές. Παραδοσιακά, η διαφύλαξη του καπιταλιστικού συστήματος από τις πολιτικές επιπτώσεις των κρίσεων στηριζόταν στην κίνηση από τα συστήματα ασυδοσίας των αγορών προς τον κρατικό παρεμβατισμό και το αντίστροφο, και από την αντίστοιχη αλληλοδιαδοχή δεξιών και κεντρώων κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία. Σήμερα, όμως, οι κίνδυνοι για το σύστημα έχουν υπερβεί τα όρια των δυνατοτήτων παρέμβασης που να διατηρεί αλώβητα τα οικονομικά οφέλη της κυρίαρχης χρηματοπιστωτικής μερίδας του κεφαλαίου και τις προοπτικές της κερδοφορίας μέσα από την καταστροφή επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας. Αυτό συνιστά ένα ταξικό όριο για την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη. Το πρόβλημα δεν είναι αμιγώς ούτε κυρίως οικονομικό όσο πολιτικό και ταξικό, γι’ αυτό και αρκετοί συστημικοί οικονομολόγοι αδυνατούν να το κατανοήσουν τεχνοκρατικά και μιλούν για οικονομική αυτοκτονία και παραλογισμό. Η δε ευθυγράμμιση με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα όλων των κομμάτων εξουσίας δημιουργεί πολιτικό κενό στο ένα άκρο του φάσματος της αστικής πολιτικής που εμποδίζει τη φυσιολογική κίνηση του εκκρεμούς. Αν αυτό συνδυαστεί με το χρόνο που θα διαρκέσει η κρίση, τα βάσανα που προκαλεί στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και τις εντάσεις που θα προκύψουν, δημιουργείται μια τεράστια τρύπα στην οποία μπορούν να εισχωρήσουν η προβληματική μιας μη καπιταλιστικής εναλλακτικής λύσης και τα λαϊκά διεκδικητικά κινήματα. Η άλλη εκδοχή είναι να ευνοηθεί η άνοδος των ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, που είναι ορατή πια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι επίσημες πολιτικές δυνάμεις και ο Τύπος παίζουν με αυτή την ιδέα, αφού εντάσσεται στο οπλοστάσιο κατά των εργατικών και αριστερών κινημάτων. Το ταξικό συμφέρον επικρατεί της υποτιθέμενης προσήλωσης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία έχουν ήδη πολλαπλώς αναιρέσει.