«Ιερή αγανάκτηση» εξέφρασε η καταλάνικη εφημερίδα La Vanguardia – δεύτερη σε κυκλοφορία σε όλη την Ισπανία—για τον αποκλεισμό του τοπικού Κοινοβουλίου από οργισμένους νέους και εργαζόμενους, την ημέρα που επρόκειτο να αποφασιστούν περικοπές στον προϋπολογισμό.
Δηλαδή περικοπές κοινωνικών δαπανών. «Αυτή είναι μια επίθεση στη δημοκρατία της Καταλωνίας, η χειρότερη επίθεση στο Κοινοβούλιο από την 23η Φεβρουαρίου του 1981», γράφει, αναφερόμενη στην κατάληψη του ισπανικού Κοινοβουλίου από πραξικοπηματίες φρανκικούς στρατιωτικούς. Και μόνο αυτός ο παραλληλισμός της φασιστικής κατάλυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με τον κόσμο που ζητά πραγματική δημοκρατία με κοινωνικό και οικονομικό αντίκρισμα, και χρησιμοποιεί τα μέσα που του έχουν απομείνει για να τη διεκδικήσει –το σώμα του ως φυσικό εμπόδιο στους υποτιθέμενους αντιπροσώπους του που λειτουργούν εναντίον του– φανερώνει τη σύγχυση και τον πανικό μπροστά στο φαινόμενο του ξεσηκωμού της «σιωπηρής πλειοψηφίας». Μιας πλειοψηφίας που αρνείται πια το ρόλο του ζαλισμένου κοπαδιού που άγεται και φέρεται.
Για τους εκδότες της εφημερίδας δεν συνιστά επίθεση στη δημοκρατία ούτε το 30% των άνεργων νέων της Καταλωνίας, ούτε οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών και συντάξεων, ούτε τα μαγαζιά που κλείνουν. Μόνο η «προσβολή» των κοινοβουλευτικών θεσμών που οι ίδιοι οι ένοικοί τους τους έχουν μετατρέψει σε στάβλους – τόπους φτηνών συναλλαγών της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, κατ’ όνομα «ναούς της δημοκρατίας».
Οι χοντρόπετσοι βουλευτές που αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στο Κοινοβούλιο με ελικόπτερα και βαν της αστυνομίας, ενώ απέξω ξυλοκοπούνταν άοπλοι διαδηλωτές, δεν μπόρεσαν να νιώσουν καν τον αυτοεξευτελισμό τους. Σαν τον Δ. Ρέππα που προσερχόμενος στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ την περασμένη Πέμπτη δήλωσε: «Ο λαός μάς θέλει παρόντες». Τη στιγμή που όλη η χώρα βοά «Φύγετε!».
«Το ξέσπασμα των οργισμένων», γράφει η La Vaguardia, χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από αντιπολιτικά και λαϊκιστικά μηνύματα που δεν αναγνωρίζουν κανένα αντιπροσωπευτικό ρόλο στους θεσμούς του κράτους». Η ίδια εφημερίδα αναγνωρίζει ότι υπάρχει μια «κοινή αίσθηση ανησυχίας που προκαλείται από τη δυσλειτουργία της δημοκρατίας και την επιθυμία για μια αναγέννηση», όταν όμως η λαϊκή πλειοψηφία εισέρχεται στο προσκήνιο και διεκδικεί λόγο στην πολιτική και περιεχόμενο στην αναγέννηση της δημοκρατίας, αυτοί οι ίδιοι που πριν από λίγο καιρό στηλίτευαν υποκριτικά ή χαιρέκακα την «απάθεια των μαζών» τις κατηγορούν τώρα ως «απολίτικες». Αμήχανοι και φοβισμένοι μπροστά σ’ αυτή τη σαρωτική κατάρρευση που έχει συμβεί στη συνείδηση των ανθρώπων των συνήθων θεσμών ελέγχου και εκτόνωσης της οργής , από το Κοινοβούλιο μέχρι τα κόμματα εξουσίας και τα συνδικαλιστικά τους παραρτήματα που πλέον δεν μπορούν να παριστάνουν τους φορείς της «λαϊκής βούλησης».