του Χριστόδουλου Δολαψάκη*
Η ψήφιση του «νέου» αντικαπνιστικού νόμου και η θέσπιση του τηλεφώνου καταγγελιών για την παραβίασή του, επιτρέπουν στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας να ενδύεται τον μανδύα του υπερασπιστή της υγείας των πολιτών. Επιπλέον υπάρχει μια φανερή διαφορά «φαινοτύπου» μεταξύ της σημερινής και της απερχόμενης ηγεσίας: Από τη μία ο νέος υπουργός Υγείας της Ν.Δ., πρώην αθλητής, τρέχει στο μαραθώνιο της Αθήνας και συμμετέχει σε εκδηλώσεις κατά του καπνίσματος και από την άλλη ο πρώην υφυπουργός υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, με την κοιλιακή του παχυσαρκία, τον φραπέ και το τσιγάρο στο χέρι ακόμα και στο περιθώριο της εκδήλωσης της αντικαρκινικής εταιρείας δηλώνοντας «το τσιγάρο θα το κόψω όταν το επιλέξω με ελεύθερη βούληση εγώ, δεν αργεί η απόφαση, αλλά θα είναι δική μου».
Έτσι το θέμα του καπνίσματος, αλλά και ευρύτερα το θέμα του είδους και του τρόπου της κρατικής παρέμβασης στα ζητήματα υγείας, αγνοούνται και η συζήτηση μετατοπίζεται στην αντίθεση «δικαιωμάτων»: οι «αριστεροί» αναδεικνύουν το δικαίωμα του καπνιστή να καπνίζει, οι «δεξιοί» το δικαίωμα του μη καπνιστή να μην καπνίζεται. Οι «αριστεροί» είναι πιο «επιεικείς», οι «δεξιοί» είναι πιο «αυστηροί» και «ενθαρρύνουν τον χαφιεδισμό». Σε αυτά τα δίπολα εντάσσονται οι συμφωνίες και οι αντιρρήσεις και αυτό αποτελεί μία μεγάλη υποχώρηση στο επίπεδο της συζήτησης ιδίως μεταξύ των εργαζόμενων της υγείας.
ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ» ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ να ασκεί πολιτικές υγείας, το είδος, ο τρόπος και η έκταση αυτής της κρατικής παρέμβασης ενάντια σε «ατομικά δικαιώματα» που ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες κρίνονται «ανθυγιεινά» είναι ένα θέμα με πλούσιο παρελθόν. Ας αρκεστούμε εδώ στην άποψη ότι η κρατική πολιτική στον τομέα της υγείας οφείλει να είναι μακρόπνοη και πολυεπίπεδη – όπως πολυεπίπεδη είναι και η ίδια η έννοια της υγείας. Από άποψη «αρχής» ένας νόμος για το κάπνισμα δεν είναι κάτι το παράλογο ή το ολοκληρωτικό, όπως και ένας νόμος που θα επέβαλλε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, τον έλεγχο των ρύπων των εργοστασίων, την απαγόρευση των πυρηνικών ή των φυτοφαρμάκων κ.λπ. Φυσικά η πολιτική υγείας αποτελεί κομμάτι της γενικά ασκούμενης πολιτικής, έχει χρονικότητα αλλά και χωρικότητα, εκφράζει την κοινωνική και οικονομική συγκυρία και αποτελεί αποτέλεσμα διαπάλης σε πολιτικό επίπεδο και όχι απλώς «αντανάκλαση» επιστημονικών ανακαλύψεων ή προτάσεων.
Έτσι η πρώτη φορά που θεσπίστηκαν αντικαπνιστικοί νόμοι ήταν στη ναζιστική Γερμανία. Η φρασεολογία ακολουθούσε τον ρατσιστικό ναζιστικό λόγο περί «καθαρής φυλής» και το ηθικό καθήκον προάσπισης του σώματος και της ναζιστικής οικονομίας, ενώ σε επιστημονικό επίπεδο η κυριαρχία της ευγονικής διευκόλυνε την «προτροπή» του κράτους προς το γερμανικό έθνος να μη «μολυνθεί» από το κάπνισμα και το αλκοόλ με την ίδια λογική που έπρεπε να εξολοθρευθούν οι Εβραίοι ή οι κομμουνιστές. Έτσι, το να μην καπνίζει κάποιος ήταν πατριωτικό καθήκον. Από την άλλη, διαχρονικά, η ίδια η συνήθεια του καπνίσματος δεν οφείλεται απλώς στη σωματική εξάρτηση από τη νικοτίνη, αλλά σε πολυάριθμους κοινωνικούς παράγοντες που μάλιστα διαφέρουν ανάλογα το φύλο, το επάγγελμα, την κοινωνική τάξη και τη χώρα.
Η σύγχρονη αντικαπνιστική εκστρατεία ακολουθεί το πρότυπο των σύγχρονων πολιτικών υγείας, των οποίων βασικοί άξονες είναι η υποτίμηση της πρόληψης και γενικά των μακρόπνοων πολιτικών, η ύπαρξη «πρόσβασης» πολλαπλών ταχυτήτων και ποιότητας υπηρεσιών, πλαισιωμένα από έναν επιστημονικό λόγο που μετατρέπει την υγεία ή την ασθένεια σε προσωπική επιτυχία ή αποτυχία αντίστοιχα. Έτσι, ο αντικαπνιστικός νόμος αποτελεί ουσιαστικά νόμο ενάντια στους καπνιστές και όχι στο κάπνισμα.
Η προφανής αντίφαση του περιορισμού του δικαιώματος ενός ανθρώπου να καπνίζει σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία που αποθεώνει το ατομικό «δικαίωμα» ξεπερνιέται με την ανάδειξη του «παθητικού καπνίσματος» ως υπέρτατη πηγή κακών και άρα με την ανάγκη «σεβασμού» στο δικαίωμα των μη καπνιστών να μην βλάπτονται. Ακόμα και ο νόμος έχει τίτλο «Προστασία των ανηλίκων από τον καπνό και τα αλκοολούχα ποτά» και όχι «Μέτρα για την μείωση του καπνίσματος στην Ελλάδα» ας πούμε. «Το παθητικό κάπνισμα που σκοτώνει 600.000 αθώους ανθρώπους κάθε χρόνο, αποτελεί παραβίαση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», «είναι ανθρώπινο δικαίωμα κάθε παιδιού, εφήβου και ενήλικα να μεγαλώνει και να ζει σε ένα περιβάλλον με καθαρό αέρα χωρίς το δηλητηριώδη καπνό του τσιγάρου» είναι μερικές φράσεις που περιέχονται σε φυλλάδιο ενημέρωσης στα δημοτικά σχολεία της χώρας. Επομένως όσοι συνεχίζουν να καπνίζουν, πέρα από το ότι είναι άρρωστοι και εξαρτημένοι, συνεχίζουν να σκοτώνουν αθώους και να μολύνουν το περιβάλλον. Η λέξη «σεβασμός» αρχίζει και χάνει το νόημά της, αφού χρησιμοποιείται αδιακρίτως. Η απόσταση μέχρι την ανθρωποφαγία δεν είναι μεγάλη και το τηλέφωνο καταγγελίας ήδη χρησιμοποιείται σε ευρωπαϊκές χώρες για να καταγγείλουν παραβάσεις του νόμου που δεν προκαλούν «παθητική» έκθεση, ας πούμε επειδή είδαν κάποιον να καπνίζει μόνος του στην αποβάθρα ενός τρένου.
ΜΠΟΡΕΙ ΕΥΛΟΓΑ να υποστηρίξει κάποιος ότι η αντικαπνιστική νομοθεσία είναι αποτελεσματική. Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν η παρατηρούμενη μείωση του καπνίσματος οφείλεται στην αυστηρή νομοθεσία ή εάν εντάσσεται σε ένα γενικό ρεύμα «υγιεινής ζωής» η οποία θεωρείται, προωθείται και διαφημίζεται ως προσωπική υπόθεση και ηθικό καθήκον απέναντι στον εαυτό, φαίνεται να αφορά κατά πλειοψηφία ανθρώπους ανώτερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου και μπορεί στα ίδια πλαίσια να συνδυάζεται με «ανορθολογισμούς» του τύπου της φανατικής χορτοφαγίας, της εναντίωσης στα φάρμακα ή της άρνησης του εμβολιασμού. Επιπλέον, είναι δεδομένο ότι όσο «κατεβαίνουμε» στα πιο φτωχά, περιθωριοποιημένα στρώματα της κοινωνίας, άρα όταν αρχίσουμε να μιλάμε πραγματικά για αυτούς που αφορά το πρόβλημα, οι στατιστικές είναι δυσοίωνες όχι μόνο για το κάπνισμα αλλά για όλες τις σύγχρονες «επιδημίες».
Η ελληνική αντικαπνιστική εκστρατεία αποτελεί ακριβή μεταφορά έως και μετάφραση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Η μη εφαρμογή του νόμου για το παθητικό κάπνισμα αποτελεί ««μια εθνική ντροπή, σημείο πολιτιστικής υποβάθμισης της χώρας» μας πληροφορεί το παραπάνω φυλλάδιο. Σημασία έχει η «εικόνα» και μέχρι τώρα ουδείς ασχολείται στα σοβαρά με το να σκεφτεί και να συζητήσει για το τι σημαίνει το κάπνισμα για τον Έλληνα σε αντίθεση με τον Γερμανό. Δεν πρόκειται για συζήτηση για τον «χαρακτήρα του νεοέλληνα» αλλά για να τονιστεί ότι μία πολιτική του ελληνικού υπουργείου Υγείας πρέπει να είναι ελληνική δηλαδή επίκαιρη στον τόπο και τον χρόνο.
Πόσοι Έλληνες καπνιστές έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στα λίγες δεκάδες ιατρεία διακοπής καπνίσματος, τα οποία λειτουργούν εργάσιμες ώρες και ημέρες, ενώ τα προϊόντα υποκατάστασης νικοτίνης δεν συνταγογραφούνται και ο νόμος απαγορεύει και το ηλεκτρονικό τσιγάρο για το οποίο δεν έχει αποδειχθεί «παθητική» βλάβη ενώ έχει δειχθεί ότι βοηθάει στη διακοπή του καπνίσματος; Τι πολιτική υπάρχει για τα σχολεία, για τις γκετοποιημένες περιοχές και συνοικίες, για τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας; Σύμφωνα με τους επιστήμονες η «αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης» αποτελεί απαραίτητο βήμα για την «αντιμετώπιση της επιδημίας του καπνίσματος». Για τη σύγχρονη πολιτική και επιστημονική ελίτ αυτή η αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα προσωπικής επιλογής και ο νόμος έρχεται να τιμωρήσει όσους δεν τα καταφέρουν.
* Ο Χριστόδουλος Δολαψάκης είναι γιατρός