«Εάν συσχετίσουμε τον καπιταλισμό με πλούσιους που λεηλατούν εταιρίες, θα έχουμε τεράστια δυσκολία να τον προστατεύσουμε», δήλωσε ο εκ των υποψηφίων για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών Νιουτ Γκίνγκριτς, ρίχνοντας βέλη στον ανταγωνιστή υποψήφιο Μιτ Ρόμνεϊ, που είναι πάμπλουτος μορμόνος με όχι και τόσο ηθικές επιχειρηματικές ασχολίες.

Το κίνημα Occupy Wall Street μπορεί να μην κατέβασε εκατομμύρια Αμερικάνους στις πλατείες, αλλά το μήνυμά του διαπέρασε όλη την κοινωνία προκαλώντας ανατριχίλες στην ολιγαρχία και τους πολιτικούς εκφραστές της. Με διαφορετικές αφετηρίες, η πλειοψηφία των Αμερικάνων, με απόψεις από ακραίες αριστερές έως ακραίες δεξιές, έδειξε -στις συγκεντρώσεις και τις δημοσκοπήσεις- ότι συμφωνεί με τη διαπίστωση ότι ο εθνικός πλούτος συσσωρεύεται στα ταμεία του 1% της κοινωνίας, και ειδικότερα του 0,1%!

Ακόμα και σε περίοδο μεγάλης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, με 150 εκατομμύρια πολίτες -ένα στους δύο- σε οριακή οικονομική κατάσταση, ο πλούτος συνεχίζει να συγκεντρώνεται στους λογαριασμούς της μειοψηφίας.
Ο Ομπάμα και ο Γκίνγκριτς ανησυχούν γιατί αντιλαμβάνονται ότι έχει ήδη κλονιστεί η εμπιστοσύνη στον αμερικανικού τύπου καπιταλισμό, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Ξέροντας ότι, ανέκαθεν, η «εμπιστοσύνη» αποτελούσε «όπλο» της οικονομικής ισχύος ίσο με τους εξοπλισμούς και την προπαγάνδα, φοβούνται ότι η εισοδηματική ανισότητα, η ανεργία και το αυξανόμενο χρέος υποσκάπτουν ολόκληρο το καπιταλιστικό οικοδόμημα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται όχι από τους εχθρούς του, αλλά από τους ειδικούς του συστήματος που παρακολουθούν συστηματικά την εξέλιξή του. Διαβάζοντας το αφιέρωμα του καθεστωτικού περιοδικού μεγάλης κυκλοφορίας Time (30 Ιαν. 2012), με τον γενικό τίτλο «Πώς να σωθεί ο καπιταλισμός», έχεις την εντύπωση ότι τα κείμενά τους υπαγορεύονται από το φάντασμα του Μαρξ!

Στ. Ελλ.

«Να επιδιορθώσεις τον καπιταλισμό σημαίνει να πάρεις πίσω την εξουσία από τις μεγάλες εταιρίες»
«Κλειδί στην προσπάθεια διόρθωσης του καπιταλισμού θα είναι η αποκατάσταση των μεγάλων και αυξανόμενων ανισορροπιών ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν δει, στις δεκαετίες που πέρασαν, τους πιο βασικούς πυλώνες της εξουσίας τους να διαβρώνονται. Η παγκοσμιοποίηση έχει υπονομεύσει τις προσπάθειές τους να διευθετήσουν τα σύνορά τους. Η δυνατότητα να ελέγχουν τα νομίσματά τους έχει απολεσθεί για όλες εκτός από μια χούφτα μεγάλες δυνάμεις. Λιγότερες από δύο δωδεκάδες έχουν τη δυνατότητα να εκβάλουν βιώσιμη ισχύ πέρα από τα σύνορά τους. Εντωμεταξύ, οι μεγάλες επιχειρήσεις φέρνουν τα εθνικά κράτη σε αντιπαράθεση καθώς ψάχνουν πιο ελκυστικά ή κανονιστικά καθεστώτα. Αυτή η κερδοσκοπικ ή τεχνική υπονομεύει τη δυνατότητα των κρατών να εφαρμόσουν τους δικούς τους νόμους. Πράγματι, η άνοδος των υπερεθνικών μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες τώρα ανταγωνίζονται πολλές χώρες με όρους οικονομικής και πολιτικής αποτελεσματικότητας, θέτει ειδικές νέες προκλήσεις στις κυβερνήσεις.
Όταν οι πρώτες μεγάλες εταιρίες δημιουργήθηκαν από τις βασιλικές ναυλώσεις σχεδόν χίλια χρόνια πριν, ο σκοπός τους ήταν ξεκάθαρος. Δημιουργήθηκαν από το κράτος για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Αλλά μέσα στους αιώνες, εκμεταλλεύτηκαν τα ειδικά προνόμιά τους, που τους επέτρεψαν να γιγαντωθούν και να εξαγοράσουν πολιτική εύνοια. Το αποτέλεσμα: οι εταιρίες βοήθησαν να μορφοποιηθούν νόμοι που έτρεπαν παραπέρα την ισορροπία της εξουσίας προς όφελός τους.
Οι μεγάλες εταιρίες μεταμορφώθηκαν από νομικές οντότητες σχεδιασμένες να διασφαλίζουν ότι μια επιχείρηση θα μπορεί να επιβιώνει μετά το θάνατο των ιδιοκτητών της σε οργανισμούς που κατέχουν περισσότερα δικαιώματα από τους ανθρώπους. Η 14η Τροποποίηση (του αμερικανικού Συντάγματος), που καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, διασφάλισε στους πολίτες ίση προστασία ενώπιον του νόμου. Εντούτοις, τις περισσότερες φορές που εφαρμόστηκε από την υιοθέτησή της ήταν υπέρ των δικαιωμάτων των μεγάλων εταιριών. Οι μεγάλες εταιρίες χρησιμοποίησαν την 14η Τροποποίηση για να κάνουν πράγματα όπως να μπλοκάρουν φόρους που επιβλήθηκαν χωρίς την «πρέπουσα διαδικασία» και να καθορίσουν τη διαφήμιση ως προστατευόμενο ελεύθερο λόγο. Πιο πρόσφατα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με την απόφαση-ορόσημο του 2010 υπέρ της συντηρητικής οργάνωσης Ενωμένοι Πολίτες, με την οποία χαλάρωσε τα όρια της χρηματοδότησης των προεκλογικών αγώνων από μεγάλες εταιρίες και τα συνδικάτα και γονιμοποίησε τις αποκαλούμενες super PAC (επιτροπές πολιτικής δράσης), εξίσωσε τα χρήματα που ξοδεύονται σε πολιτικές εκστρατείες με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα ελευθερία της έκφρασης.
Οι πιο μεγάλες εταιρίες-τύπου Walmart και Exxon- έχουν οικονομικούς πόρους και πολιτική εμβέλεια που ανταγωνίζεται όλα τα κράτη, πλην λίγων δωδεκάδων. Ακόμα και η δισχιλιοστή μεγαλύτερη εταιρία στον κόσμο βρίσκεται στο επίκεντρο μεγαλύτερης οικονομικής δραστηριότητας από πολλές μικρές χώρες, όπως η Μονγκολία ή η Αϊτή. Ως υπερπολίτες χωρίς σύνορα, οι παγκόσμιες μεγάλες εταιρίες έχουν αλλάξει την παγκόσμια τάξη, ενώ οι κανόνες  και οι προσεγγίσεις μας στη διακυβέρνηση παραμένουν αναλλοίωτες.
Επίσης, έχουμε χάσει επαφή με τις φιλοσοφικές ιδέες που ιστορικά έδωσαν στις εθνικές κυβερνήσεις την εξουσία τους. Ο τρέχων ισχυρισμός ότι η μεγαλύτερη κυβέρνηση προσκρούει αντί να προστατεύει ή να προωθεί τις ατομικές ελευθερίες απέχει πάρα πολύ από τις ιδέες που τροφοδότησαν με καύσιμα την Ένδοξη Επανάσταση της Αγγλίας και την Αμερικανική Επανάσταση. Αγνοεί το γεγονός ότι το κενό που δημιουργείται από πιο μικρές κυβερνήσεις συνήθως δεν καλύπτεται από «ελευθερία». Όταν ζητήματα όπως το παγκόσμιο περιβάλλον ή η ρύθμιση της εμπορίας των παραγώγων αφήνονται πλήρως στις δυνάμεις της αγοράς, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα τείνουν να εξυπηρετούν τους πιο ισχυρούς γιατί οι αγορές ούτε συνείδηση έχουν ούτε διασφαλίζουν τις ευκαιρίες…
Ο σημερινός ανταγωνισμός δεν είναι τόσο μεταξύ του καπιταλισμού και μιας άλλης ιδεολογίας, αλλά μεταξύ ανταγωνιστικών μορφών καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση, η αυξανόμενη ανισότητα και η παραπαίουσα οικονομική αποδοτικότητα στις ΗΠΑ έχει αμαυρώσει τον αμερικάνικο καπιταλισμό «αφήστε τα στις αγορές», που αμφισβητείται από τον «καπιταλισμό με κινέζικα χαρακτηριστικά», τον «ευρωκαπιταλισμό», τον «δημοκρατικά αναπτυσσόμενο καπιταλισμό» (Ινδία και Βραζιλία), ακόμα και από τον επιχειρηματικό καπιταλισμό που ασκείται από μικρά κράτη (Σιγκαπούρη, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ). Όλα αυτά τα μοντέλα ευνοούν ένα πιο σημαντικό ρόλο της πολιτείας στη ρύθμιση, την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων…»

(Απόσπασμα από το άρθρο του συγγραφέα David Rothkopf «Διοίκηση και έλεγχος»)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!