Ο Φιλιππάκης δεν έχει τις προδιαγραφές
του Τάσου Βαρούνη
Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ο Φιλιππάκης δεν θα αποτελέσει ηθικό αυτουργό για κανέναν από τους μελλοντικούς τρομοκράτες οποιουδήποτε επιπέδου. Δεν γνωρίζουμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά μάλλον δεν έχει τις «προδιαγραφές» που θα απαιτούσε σήμερα ένας τέτοιος ρόλος.
Αν πάλι θεωρείται ότι η δήλωσή του δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον αποδοχής ή ανοχής τέτοιων φαινομένων, τότε απλά έχουμε ταυτίσει τον δημόσιο λόγο με ό,τι η «ενημέρωση», η «επικοινωνία» και τα «κανάλια» δημιουργούν ως τέτοιον. Γιατί αυτός ο πολιτικός κόσμος απολαμβάνει εδώ και καιρό τη σιχαμάρα ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έχει βέβαια τον ορμητικό και μαζικό χαρακτήρα του «Ουστ», αλλά περισσότερο πια του γενικευμένου και διασκορπισμένου ψίθυρου. Του σιωπηλού αγκομαχητού ή του παρεΐστικου σιχτιρίσματος. Ίσως αυτό να μη φτάνει για θετικές αλλαγές –σίγουρα δε φτάνει- αλλά η απόφανση για το «δίκαιο» αυτής της αποστροφής είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Από κει και πέρα -εκτός από τη νομική διάσταση της ηθικής αυτουργίας που έχει αυτούσια τη σημασία της- πρέπει μάλλον να σκεφτούμε ένα πιο… σοβαρό όραμα, κάπως βαθύτερο από την εξόντωση των αντιπάλων. Ταυτόχρονα, όμως, κι έναν πιο ουσιαστικό τρόπο για το «πέρασμα» και τη «σχέση» ανάμεσα στον όποιο ηθικό αυτουργό και τους κατεξοχήν φυσικούς αυτουργούς.
Τώρα που ενοποιήθηκε ξανά ο επίσημος πολιτικός κόσμος στα πλαίσια του μνημονιακού καθεστώτος -«όλοι ίδιοι είναι»- το ρήγμα μεταξύ πολιτικού συστήματος και λαού θα βαθαίνει. Δεν είναι εύκολο να αποκτηθεί ξανά μια συναίνεση. Έτσι, δεν μοιάζει και πολύ πιθανό τα πράγματα να προχωρούν στο έδαφος μιας κυριλέ, δημοκρατικής καθημερινότητας κι ενός συνηθισμένου πολιτικού παιχνιδιού, γιατί απλούστατα αυτά έχουν ήδη καταργηθεί. Η καταδίκη του λαϊκισμού και της βίας έρχεται εκ των υστέρων να σώσει ό,τι μπορεί ή να δικαιολογήσει την καταστολή κάθε είδους απέναντι σε πολλαπλά σκιρτήματα σκέψης και πράξης. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η βία ή η απειλή χρήσης της –δε φοβούνται πια και τόσο- αλλά η κοινωνική ειρήνη. Οι αναστατώσεις που μπορούν να δημιουργήσουν έδαφος για ανατροπές και το μίσος των ανθρώπων ενάντια στην εξουσία που μπορεί να συναντήσει αντισυστημικές εναλλακτικές. Έτσι, ο χλευασμός για το λαϊκισμό και τη βία θα πάρει ευρύτερες διαστάσεις. Θα προωθείται διαρκώς ένα ανελεύθερο και ασφυκτικό πλαίσιο και στη βάση αυτής της ρητορικής θα επιδιωχθεί ο έλεγχος κάθε κοινωνικής έκφρασης. Ο Ερντογάν μπορεί να είναι οδηγός. Αναφερόμαστε βεβαίως στο χτύπημα κάθε πραγματικού και όχι «κατά δήλωση» ή «επιτελικού» σκιρτήματος. Γιατί η λαϊκή εξουσία του ΚΚΕ θα ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο αιμοβόρικο σχέδιο, «άξιος αντίπαλος» για τις αστικές δυνάμεις, αλλά κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά. «Ούτε τζάμι δε θα σπάσει».
Είναι άλλο πράγμα το καρτέρι, το πέσιμο και η επίθεση και άλλο οι χιλιάδες μούντζες στο Κοινοβούλιο. Άλλο το τσεκούρι και η βαριοπούλα, άλλο το περίστροφο κι άλλο το γιαούρτι. Δεν έχουμε απλά κάποια «εργαλεία μάχης» που επιλέγονται κατά περίσταση. Δεν είναι απλά το «βίαιο» ή μη του πράγματος. Είναι ότι αυτά τα ίδια ορίζουν τον αγώνα και το «πρόσωπό» του. Είναι πολιτικός πρωτογονισμός το να θεωρεί κάποιος ότι κάτι μπορεί να πετύχει με εκρηκτικούς φακέλους. Όχι τόσο γελοίος όσο η συμπαράσταση του Πολάκη στον Φιλιππάκη, όχι τόσο καθηλωτικός όσο ο φιλοΣΥΡΙΖΑϊσμός που ακόμα λειτουργεί, αλλά σίγουρα πολύ επικίνδυνος. Αν το «πάνω-κάτω όλα τα ίδια είναι» είναι η κρατική γραμμή για να τσουβαλιάσει, να χτυπήσει ή να προλάβει πραγματικά επικίνδυνους, δηλαδή, μαζικούς αγώνες, το «δεν τρέχει και τίποτα» είναι η επαναστατική αφέλεια και ο ναρκισσισμός που θέλει να ξεμπερδεύει –με ή χωρίς προσωπικό κόστος- από πιο βαριά καθήκοντα.
Δεν μπορούν να υποτιμούνται τα περίεργα φορτία και ενδεχόμενα που κρύβει η βία και η κλιμάκωσή της. Είναι άγνοια όχι μόνο της ιστορίας αλλά κυρίως του παρόντος. Γιατί αν πρέπει ν’ αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πολιτική, τότε το ίδιο πρέπει να γίνει και για την πολιτική βία. Τι επιλύουν οι «σωτήρες», τι ανθρωπολογικό πρότυπο δημιουργεί η εργαλειακή χρήση της, πού αρχίζει η πραγματική ισχύς και που τελειώνει το θέαμα, πώς θα μοιάζει ένας «μηχανισμός» που αγωνίζεται σε περιβάλλον μεταδημοκρατίας, καταστολής αλλά και ζήτησης για δημοκρατία και συμμετοχή, ποια είναι η «σκέτη» βία που παράγει σήμερα αυτό το σύστημα; Έτσι λοιπόν, η διαμάχη και η απάντηση στο ερώτημα «καταδικάζεις ή όχι την ενέργεια» δεν είναι αυτή που ξεχωρίζει τους «επαναστάτες» από τους «συστημικούς» το 2017.
Η αδυναμία να τεθεί και να δοκιμαστεί ένας πιο δύσκολος, λιγότερο θεαματικός και ηρωικός(;) δρόμος συχνά μάς εγκλωβίζει στο επίπεδο του κριτή. Ένα χειραφετητικό κίνημα, στο οποίο να συμμετέχουν ευρύτατες μάζες, με άμεση, αυθεντική δυναμικότητα και πρωτοβουλία, χωρίς ανάθεση σε κανενός είδους παραδειγματιστή, σήμερα μοιάζει απλά να… λέγεται. Όσοι θέλουν να υπηρετήσουν μια τέτοια επιλογή δεν μπορούν να καταφεύγουν σε τσιτάτα και επιχειρήματα που λειτούργησαν σε άλλες εποχές. Ούτε η επίκληση σε πολιτικές μορφές ή και επαναστάτες αλλοτινών καιρών μπορεί να δικαιολογήσει τη σημερινή ακινησία. Τελικά, οι δηλώσεις όσο ριζοσπαστικές και ακραίες να φαίνονται –ή και να είναι- παραμένουν δηλώσεις.