Του Γιώργου Γιαλούρη

Και μετά τα «πού είσαι ρε φίλε» και «τι κάνεις καλά;», μου πέταξε μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου το κλασικό: «Διακοπές;», «Όχι ακόμα,» παραδέχτηκα και επειδή το είδα στο βλέμμα του ότι θα έσκαγε αν δεν τον ρωτούσα, έπεσα στην παγίδα: «Εσείς;» και αυτόματα τα μάτια του σπινθήρισαν, «ναι, ναι πήγαμε, Σύρο, Τήνο, Πάρο, Μύλο, Κίμωλο» άρχισε να κομπάζει, «δύο εβδομάδες αλλά δεν μας έφτασε και θα ξαναπάμε, χαχα», «ααα, μπράβο, μπράβο» του λέω, «θα πάμε πέντε μέρες Τουρκία στην Αττάλεια κι έπειτα μία βδομάδα στην Κροατία» συνέχισε και μου φάνηκε ότι τέντωσε την πλάτη του έτσι όπως ακουμπούσε στο δερμάτινο κάθισμα, «Τι σχέση έχουν Κροατία με Τουρκία;», απόρησα, «χαχα, καμία, αλλά βρήκαμε φθηνά εισιτήρια για Κροατία και είπαμε να πάμε μια που δεν την έχουμε επισκεφτεί. Ξέρεις, Ζάγκρεμπ, Σπλιτ, Ντουμπρόβνικ», να σου γαμήσω, λέω από μέσα μου, «Ξέρω, ξέρω ναι, Δυναμό Σπλιτ», σχολίασα, «Δυναμό Ζάγκρεμπ» με διόρθωσε σαν να ήμουν ένα μικρό αδέξιο πιθηκάκι, «ναι μωρέ, μεγάλωσαν τα παιδιά πια και είπαμε να ξεφύγουμε από τις συνηθισμένες διακοπές στο Αιγαίο και στο Ιόνιο», «Ναι, ναι καταλαβαίνω» είπα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, «Εσείς φύγατε;», το περίμενα να έρθει, «Εμείς όχι ακόμη», «Α, μπράβο, τέλος καλοκαιριού, Σεπτέμβρη, το καλύτερο», ε να σου γαμήσω, καλύτερο είναι να σου έσκαγα δύο μπάτσες, «Ναι, ναι, καλύτερα, πιο ήσυχα», «Πού θα πάτε λοιπόν;», «Δεν ξέρουμε ακόμη, αν δεν βρούμε κάνα καλό κατάλυμα σε προσιτή τιμή σε κάποιο νησί που να μην θέλεις μία μέρα να φτάσεις, μπορεί να πάμε σ’ ένα χωριό πάνω από το Γαλαξίδι», «Καλά θα κάνετε, το καλύτερο, δροσιά και θα έχετε την παραλία κοντά», «Κοντά δεν θα είναι, κάνα μισάωρο, αλλά δεν βρίσκουμε στο Γαλαξίδι, «Δεν πειράζει, καλύτερα, καλύτερα, θα είστε μακριά από τη φασαρία. Θα κάτσετε πολλές μέρες;», ε, μα τον πούστη, με έχει γαμήσει, «Για τέσσερις μέρες, μπορεί και πέντε», «Ε, ναι μωρέ, τι να κάνεις παραπάνω εκεί πέρα. Στο Γαλαξίδι ξέρεις πού να φας, έτσι;», «Δεν έχω ιδέα», απάντησα, «Λοιπόν. Άκου προσεκτικά. Σε δύο στενά πάνω από την πλατεία έχει την ταβέρνα “Το Πέρασμα”. Θα πείτε ότι σας στέλνει ο Γιώργος ο Γιαλούρης», είπε δείχνοντας τον εαυτό του, «πες το όνομά μου και θα φάτε το καλύτερο κρέας», για την ώρα τρώω εσένα ρε μαλάκα στη μούρη, «είχε και μία γκαρσόνα εκεί», κοίταξε δεξιά αριστερά, δήθεν συνωμοτικά και προσπάθησε να γείρει προς το μέρος μου αλλά τον εμπόδιζε η ζώνη του αυτοκινήτου, «μπόμπα φίλε, κάτι καπούλια, κάτι μπαλκόνια, τι να σου λέω και γλυκοκοίταζε κιόλας αλλά είχα γυναίκα και παιδιά μαζί», ο τύπος γινόταν όλο και πιο σιχαμερός, «και για μπάνιο δεν θα πας όπου να ‘ναι, θα πας στην παραλία…αχ, να δεις πώς λέγεται, έχει κι ένα μπιτσόμπαρο που άμα πεις το όνομά μου θα σε κεράσουν ένα καφάσι μπύρες, άφηνα εκατόν πενήντα ευρώ την ημέρα εκεί σε καφέδες, κοκτέιλ και πορτοκαλάδες για τα παιδιά, χαχα, αχ να δεις πώς το λένε…δεν μου ‘ρχεται, θα ρωτήσω τη γυναίκα μου, σημειώνει κάθε παραλία που πηγαίνουμε, χιλιάδες έχει στη λίστα της» κάγχασε η ομιλούσα πορδή, «θα τη ρωτήσω και θα σου πω. Έχω το τηλέφωνό σου;», «Όχι», αμέσως έβγαλε το γυαλιστερό iphone του, «Έλα, πες το νούμερό σου και θα σε φτιάξω, θα περάσεις λες και είσαι σε πεντάστερο, χαχα, πίστεψέ με ξέρω από πεντάστερα, χαχα», γέλασε ψεύτικα καθώς κουνούσε το δάχτυλό του στην οθόνη του κινητού του, «έλα, πες το μου» και αυθόρμητα όσο και ακαριαία μου βγήκε: «Το μουνί της μάνας σου». Έμεινε παγωτό. «Συγγνώμη;» είπε χωρίς να πιστεύει τι είχε μόλις ακούσει. «Γράψε: Το μουνί της μάνας σου». Κάγκελο ο τύπος. Έμεινε να με κοιτάζει μέσα από το παράθυρο του ηλεκτροκίνητου, λευκού του Tesla καθώς απομακρυνόμουν για να μην τον βλέπω. Ε, μα τον μαλάκα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!