του Νίκου Σταθόπουλου*

«Ας ήταν να σημάνει το ρολόι την ώρα της άδολης θλίψης…» ακούγεται ο ψίθυρος του Ρεμπώ («Μια εποχή στην κόλαση»), σα να φωτίζει, με στωική απονιά για τον «μέσο ανθρωπάκο», την αλήθεια μιας «δημόσιας ζωής» βουτηγμένης στη φενάκη. Διότι δεν υπάρχει «άδολη θλίψη», δεν υπάρχει «ουδέτερο πένθος», δεν υπάρχει «καθολική δικαιοσύνη»: Ο αχρείος μονάρχης που ενταφιάστηκε στην εθνική γη (που του είχε παραχωρηθεί σαν μεγαλόψυχη χειρονομία ριζικής φιλοξενίας από το λαό), ήταν αυτό ακριβώς: Άνακτας στην υπηρεσία του εαυτού του με διαμεσολάβηση της ευτυχίας του από ένα τρισάθλιο της απόλυτης κακομοιριάς «ελιά, ελιά, και Κώτσο βασιλιά»! Λειτούργησε, εύλογα και αναμενόμενα, ως «πολιτικό υποκείμενο» και σαν τέτοιο, δηλαδή με όλο το σημασιακό φορτίο με το οποίο αυτοεπενδύθηκε, «αποθεώθηκε» από το «εθνικό ακροατήριο» φιλομοναρχικών αποκλίσεων. Υπάρχει τέτοιο «ακροατήριο»; Ναι, προφανώς. Είναι υπολογίσιμο; Όχι, ούτε κατά διάνοια. Τότε; Γιατί όλος αυτός ο ντόρος; Γιατί όλος αυτός ο σάλαγος που παρέπεμπε σε «εθνικό διχασμό» και σε «χαίνουσα πολιτειακή πληγή» και σε «σενάρια»;

ΠΡΩΤΟΝ, γιατί ένα τέτοιο «ενδεχόμενο» εξυπηρετούσε ικανοποιητικά τον εκλογικίστικο «δημοκρατισμό» της κατά βάση ματαιωμένης δημοκρατίας. H χώρα, ως εντελής Οργανική Αποικία, «ζει τον μύθο της» σαν «μεταδημοκρατία», δηλαδή σαν ετερόνομη οργανική αυταπάτη με «καθολικό εκλογικό δικαίωμα».

Δεύτερο, γιατί το «πένθος» αποπροσανατολίζει «χρήσιμα» από τις ρέουσες ουσίες μιας «πολιτικής κατάστασης» βαθιά στιγματισμένης από την (συναινετική…) επίταση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και την επιτάχυνση των «εθνικών εξελίξεων» σε φόντο άτυπου νέου «1922». Όλοι βολεύτηκαν σε αυτό το θάνατο, αφού απέσπασε τα βλέμματα από τις ξεχωριστές «πομπές» καθενός. Είναι μια γενικευμένη παρακμή, και η συνενοχή είναι πλέον δομικός αναπαραγωγικός όρος. Χρειάζονται τα «διαλείμματα» αφού η «κουλτούρα της κοινοτοπίας και της βαριεμάρας» διαχέεται όλο και πιο επικίνδυνα στο μίζερο μεταχωριουδάκι μας!

Τρίτο, γιατί τα ΜΜΕ αξίωσαν το μονοπώλιο μιας «επικαιρότητας» κομμένης και ραμμένης στα μέτρα ενός πολυήμερου show. Πλέον η εγχώρια Μαζική Δημοκρατία έχει «ευαγγελατοποιηθεί» εις βάθος, έχει απεμπολήσει κάθε πολιτική αυτονομία της κρίσης και (αυτό)συντάσσεται σαν «λειτουργίες Θεάματος». Στοιχεία καινούργια για τις πολιτικές μας συνήθειες και τα οποία η αριστερή «σκέψη» ελάχιστα κατανοεί βαθιά και συνήθως απλώς προσαρμόζεται.

Και τέταρτο, γιατί έχει διαπλαστεί ένα ευρύτατο «κοινό» που μέσω της οργανικής αποπολιτικοποίησης και της εμπεδωμένης καταναλωτικής Θεαματικότητας: «τρελαίνεται» με τα τεκταινόμενα στους «δυναστικούς οίκους» λες και έχουν ενώπιον τους ζωντανεμένη μια Υπερπαραγωγή Σαπουνόπερας με τους ίδιους να «μπαίνουν» στη «δράση» σαν θεατές «επωνύμων», σαν «κόσμος» εκεί από όπου περνάει το φέρετρο, κ.λπ. Ο «όχλος» ήταν το κοινωνικό υποστύλωμα της «εποχής των Μοναρχιών», η «μάζα» ήταν/είναι το «ανθρωπολογικό προαπαιτούμενο» της «εποχής των μαζικών κινημάτων»(από Ναζισμό και Σταλινισμό μέχρι «λαϊκό κίνημα»), τώρα τείνουμε προς το «Κοινό», μια ισοπεδωμένη «ανθρωποουσία» με θεμελίωση «προσωπικότητας» στη Θεαματοποίηση της εμπειρίας και με παράγοντα συνοχής την «διαφορετικότητα/ποικιλία» στο μοτίβο της μόδας των εμπορευμάτων.

ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ «πολιτικό ειδικό βάρος» σε όλα αυτά; Πού, εκτός από το «αριστερό» φαντασιακό μιας πολιτικάντικης είτε απλά γεροντίστικης εμμονής; Εδώ που τα λέμε, ο «Κοκός ήταν μια κάποια λύση», ήταν το «γραφικό» που αξιοποιείται σαν τάχα «αντίπαλο δέος» σε έναν ψευδώνυμο τζούφιο «ανταγωνισμό» προκειμένου, στις παρούσες συνθήκες, να «καούν από τα αποδυτήρια» οι πραγματικοί ανταγωνισμοί. Ακόμα και ο φασιστοβλάκας ο Άδωνις, δι’ αντιπροσώπου, της κυράς του, παρευρέθηκε στο «πάρτι φαντασμάτων». Μένουμε όλο και πιο εκτεθειμένοι στα «ξεφωνίσματα» που μας κάνει η αληθινή ζωή, καθώς το Σύστημα εξελίσσεται ερήμην της ανύπαρκτης σοβαρότητάς μας! Πρέπει να αποσυρθείς από ντροπή αν αναζητάς «σωσίβιο» στα καραγκιοζιλίκια μιας βαθιά ανίκανης, «τελειωμένης» και γελοιογραφικής μοναρχίας.

Εδώ και πολλές δεκαετίες, ο Κωνσταντίνος (και εν όλω ο θεσμός…) ήταν μια αφαίρεση, άσαρκη και άπνοη, που ναι μεν απαιτούνταν, και πολύ σωστά, να λειτουργεί δραστικά ως «παράγων ουσιώδους μνήμης», αλλά πέραν τούτου ουδέν. Mε τον θάνατό του, σαν ένα παρελθόν που εξαντλείται τελεσίδικα, αλλά και σαν μια «πολιτικότητα» που συνεχίζει να αναμοχλεύει το «συντηρητικό κοινό» (ολοένα και πιο υπολογίσιμη πολιτική οντότητα σε κακές εποχές πολύτροπων αποπροσωποποιήσεων…): Γίνεται κάτι συγκεκριμένο που επικαλύπτει το όντως συγκεκριμένο της εντατικά διαλυόμενης ζωής, και έτσι, δηλαδή σαν μια «απτή συγκίνηση όχι καθημερινή», συντρίβει το πάσχον καθημερινό ενός κόσμου που τον πάνε από αναγωγή σε αναγωγή. Πώς το έλεγε η Γώγου; «Αυτός εκεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος / είχε μια συγκεκριμένη ζωή / με συγκεκριμένες πράξεις. / Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη κοινωνία / για το συγκεκριμένο σκοπό / τον καταδίκασε σ’ έναν αόριστο θάνατο»… «Ποιητικό» σάς ακούγεται, μα είναι πιο πρακτικό και χειροπιαστό κι από μια δημόσια εκτέλεση: Οργανώνονται διάφορα Θεάματα όπου η απτή γεγονότητα της προβολής ματαιώνει την αμεσότητα της φυσικής αυτοαίσθησης. Ο νεκρός άναξ, «μας ετελείωσεν» ως δρων πολιτικός παράγων (έστω και της «πολιτικής από χωρίου εις χωρίον»…), αλλά ήδη έγινε εργαστηριακή συλλογή της «αύρας» η οποία θα επενδύσει ποικίλες «διεργασίες του καλού κόσμου» σε μελλοντικά «πολιτικά σχήματα». Και μπορεί κάτι τέτοιο να ηχεί επουσιώδες, αλλά σηματοδοτεί ένα σοβαρό θέμα τρέχουσας κοινωνικής συνείδησης: Οι εξακόσιες χιλιάδες που καλποντύθηκαν ναζιστές, και οι μερικές χιλιάδες που στήθηκαν στην ουρά για να φιλήσουν τη νεκρόκασα του προδότη βασιλιά της ξενοδουλίας, μαρτυρούν τη βαθιά αποτυχία της Μεταπολίτευσης, τη βαθύτατη διάψευση του όποιου αριστερού αναγεννητισμού, και, τελικά, τη διάβρωση των ψυχών από έναν απέθαντο μικροαστισμό τίγκα στην ηλιθιότητα της ανεπεξέργαστης (ήγουν κρυσταλλωμένης σε «πεποιθήσεις» και καθόλου βιωματικής και άρα ζωτικά αντιφατικής…) παράδοσης. Αν σε αυτούς τους, αλίμονο (!), νεοόχλους, σε αυτό το ακόμα βαλκάνιο «Κοινό», προσθέσουμε τον μαζοποιημένο νεοφονταμενταλισμό της «προόδου» που ευαγγελίζεται το «καινούργιο» με βάση τους κώδικες της αστικής ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, τότε έχουμε μπροστά μας το αδιέξοδο κάθε συζήτησης που δεν εκκινεί από τη συνειδητή απόρριψη κάθε έννοιας «καλής» και «κακής» πλευράς της ιστορίας.

Ναι, «κατουρήσαμε στο στέμμα», αλλά αυτό δεν μας απέτρεψε από το να εξελιχθούμε στον «σύγχρονο αριστερό με τα γκατζετάκια»! Με άλλα λόγια, αυτοί που πήγαν στο «λαϊκό προσκύνημα» ήταν απλώς οι ανίκανοι να «προσαρμοστούν», οι «καθυστερημένοι» μιας «γραμμικής εξέλιξης» που ήδη από τα χρόνια της Αποστασίας, κατηγορεί την Ελλάδα για «γηρατειά» γιατί δεν «ολοκληρώνεται» σαν «ευρωπαία μαιτρέσσα». Από τότε που η αγγλική κεφαλαιοκρατία τίναξε στον αέρα την αυτόνομη ανάπτυξη της εγχώριας κλωστοϋφαντουργίας και, με τον τρόπο αυτό, δημιούργησε μια «συντηρητική κοινωνική βάση», τα ποικίλα «κολλήματα» στην παράδοση απηχούν, με βαθιές παραμορφώσεις ίσως, ένα τσαλαπατημένο εθνικό πάθος με ανάμεικτα εθνικά και κοτζαμπάσικα χαρακτηριστικά: Η μεταπολιτευτική «πρόοδος», αυτή η εξωφρενικά αριστερότυπη δεξιά προοπτική εν Ευρώπη, περιφρόνησε αυτό το παρελθόν, αυτή την στρεβλωμένη ριζοσπαστική δυναμική, και, έτσι, συντήρησε μια «αδράνεια» που απλώς αναπαράγεται αναμένοντας κατά καιρούς ευνοϊκά ερεθίσματα για να «σηκώσει κεφάλι».

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της «αριστερής σκέψης» είναι πλέον ταυτοτικό και υπαρξιακό: Μη παράγοντας ιδέες, και εξαντλούμενη σε μια «αριστεροποίηση» της συστημικής πολιτισμικότητας, καταλήγει στο γραφικό Μηδέν ενός απαξιωμένου «άμβωνα» που όταν δεν αυτοδιακωμωδείται, τότε εσωτερικεύεται εθελοντικά από τον «πολιτισμό της καινοτομίας». Και βέβαια, το θέμα δεν είναι να γίνουμε άτυποι βασιλόφρονες είτε «φασιστοειδή» (αυτό είναι το αισχρά εύκολο «ανάθεμα» μιας στατικότητας στο πολιτικό μυαλό η οποία έχει ξεφτιλίσει πια ακόμα και τον συμβιβασμένο ρεφορμισμό): το θέμα είναι να διαβάζουμε τη ζωή, και να το κάνουμε με όρους ταυτοποιημένης πολιτισμικής διαλεκτικής.

Έστω κι αν θεωρήσουμε αυτούς τους γραφικούς του «λαϊκού προσκυνήματος» κάτι σαν ζόμπι ενός χαροκαμένου «γαλαζοαιματισμού» μέσα στα ερείπια της παραδοσιακής «εθνικής ταυτότητας», είναι ζωτικό και χρήσιμο να οργανώσουμε έναν ουσιαστικό αναστοχασμό επί του πραγματικού «πεπρωμένου» του συλλογικού εαυτού μας. Παρασυρμένοι από τον πραγματισμό και την διαχειριστικότητα της «Ευρώπης» (εεεε! μορφή της καπιταλιστικής οργάνωσης σε συνθήκες εξελισσόμενης Παγκοσμιοποίησης είναι…), απεμπολούμε την «υλική πνευματικότητα» της οικείας μας εμπειρίας, και, έτσι, αποξενωνόμαστε από το πρόταγμα αυτογνωσίας που πρέπει να προϋποτίθεται σε κάθε εγχείρημα απελευθέρωσης.

Η Φιλική Εταιρεία, η «Μεγάλη Ιδέα», το ΕΑΜ, η ΕΟΚΑ, το «Μπλοκ των μη προνομιούχων», αν αποβάλλουμε επιτέλους την εθελοτυφλία του οικονομισμού και της ταξικότητας, θα φανούν σαν περίλαμπρες «εκρήξεις εθνολαϊκής συνείδησης» με ξεκάθαρη αυτοαίσθηση και εμπράκτως αποσαφηνισμένα αιτήματα. Αλλιώς παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο «εργαστήριο ζωής» που συνιστά κάθε θεωρητικοποιημένη αυθεντία αναλλοίωτη ανατριχιαστικά μέσα στο χρόνο.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!