Οι μαθητές είναι μάλλον αυτοί που δεν έχουν καμιά απολύτως φωνή μέσα στην πανδημία. Αυτοί που περισσότερο απ’ όλους τους υπόλοιπους στερούνται εκείνο που πρωτίστως τους συγκροτεί και τους δίνει ταυτότητα, δηλαδή ζωή. Το σχολείο τους. Η απόφανση για το αν αυτό ισχύει ή «υπερβάλλουμε», είναι προαπαιτούμενη για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Και αν κάτι δεν επιτρέπει να μιλήσουμε για «χαμένη γενιά», αυτό θα είναι μόνο γιατί κάτι μπορεί και πρέπει να παλευτεί και όχι απλά για να αποφύγουμε την περιττή δραματοποίηση. Γιατί όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μαζί με τα υπόλοιπα κύματα, θα αναγκαστούμε να κολυμπήσουμε και σε αυτό μιας μεγάλης μορφωτικής και ψυχικής «υποβάθμισης» των παιδιών. (Αλήθεια, απαιτούνται τελικά αριθμητικά δεδομένα και έρευνες για όλα; Δεν είναι κάπως αυτονόητο; Δεν το «νιώθουμε»;).

Θα ‘ναι λοιπόν μεγάλο πρόβλημα αν από όλο και μέσα σε όλο αυτό που ζούμε κυριαρχήσει μέσα στους χώρους της εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα στην κοινωνία ένα «εντάξει, τι να κάνουμε, και με την τηλεκπαίδευση κάτι γίνεται». Ή αν μείνουμε σε ένα «πάνω από όλα η υγεία» (που συνήθως υπονοεί «η υγεία μου», σε ένα μόνο βαθμό λογικό) λες και η μέχρι τώρα διαχείριση είναι επιτυχημένη ως προς αυτή την πλευρά. Γιατί όλες οι συζητήσεις για το ότι «η πραγματική τάξη δεν αντικαθίσταται με τίποτα» (και γιατί το Υπουργείο να διαφωνήσει ως προς αυτό, αντιθέτως «μας τη βγαίνει κι από πάνω»…) κάπου πρέπει να οδηγούν πρακτικά.

ΚΛΕΙΣΤΗΚΑΜΕ πέρσι μέσα –και καλά κάναμε– γιατί ήταν αρχή. Δεχτήκαμε την τηλεκπαίδευση –και καλά κάναμε– ας πούμε σαν αναγκαίο κακό, πασχίσαμε, εκπαιδευτικοί και γονείς, χωρίς καμιά άνωθεν βοήθεια να συντηρήσουμε ό,τι σωνόταν, ευελπιστώντας ότι θα παρθούν κάποια μέτρα. Τώρα όμως τείνουμε να συνηθίσουμε σαν όλο αυτό το ρεζιλίκι να είναι απλά ένα διάλειμμα, μια καθυστέρηση, μια παύση «μέχρι να…». Μέχρι πότε δηλαδή; Μέχρι «όποτε»; Λες και δεν υπάρχει κόστος για τα παιδιά και το δημόσιο σχολείο, λες και απλά κερδίζεται κάποιος χρόνος, έτσι, χωρίς συνέπειες. Το «αναγκαίο κακό» γίνεται τώρα σαφής επιλογή ενός κράτους που μια χαρά βολεύεται με την τηλεκπαίδευση. Κι εκεί που κάποτε αυτή παρουσιαζόταν ως μια κάποια λύση – από την τάχα θαυματουργή παιδαγωγική συνεισφορά των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) μέχρι τις ιδέες για ένα «ψηφιακό σχολείο»- σήμερα φαντάζει σαν μονόδρομος. Τότε ως «όραμα» που έκρυβε τις επιδιώξεις συρρίκνωσης του δημόσιου σχολείου και εξοικονόμησης πόρων, σήμερα ως κάτι αναγκαστικό που έρχεται να πλαισιώσει την ευρύτερη διάλυση του δημόσιου χώρου, της κοινωνικότητας και των θεσμών που τις συγκροτούν.

Τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία ανοίγουν όπως ακριβώς έκλεισαν. Καμία σοβαρή διαφορά. Σαν να ανοίγουν ίσα-ίσα για να… κλείσουν

Προφανώς υπάρχει φόβος και είναι δικαιολογημένος. Απόλυτα. Γιατί όσοι ζούμε στα σχολεία (τα ελληνικά, όχι γενικώς) καταλαβαίνουμε ότι οι κυβερνώντες -χωρίς πίεση- φτάνουν μέχρι το παγουρίνο. Για την ακρίβεια, η ανησυχία δεν –πρέπει να- αφορά μονάχα τους εκπαιδευτικούς αλλά και τις οικογένειες που θα χτυπηθούν από ενδεχόμενη μεγάλη διασπορά του ιού μεταξύ των παιδιών. Τα σχολεία όμως πρέπει να ανοίξουν. Να βρεθούν οι τρόποι. Με συνεχή τεστ, με εκ περιτροπής μαθήματα, με τις αναγκαίες προσλήψεις, με εξεύρεση χώρων, με άμεσο εμβολιασμό των εκπαιδευτικών. (Ας μας πουν κι άλλα μέτρα οι «ειδικοί», μέχρι την επέκταση της απαγόρευσης από τις 9 στις 10 το βράδυ φτάνει η σκέψη και η επιστημοσύνη τους;). Και κυρίως σε «συμφωνία» με τα παιδιά μας, τους μαθητές μας, το μόνο που έχουμε στην πραγματικότητα. Με όλα τα κουτσά-στραβά και τους κινδύνους αυτής της πραγματικότητας, από τα οποία ο ψηφιακός κόσμος ισχυρίζεται ότι μας προστατεύει για να τα διογκώσει τελικά υλικά-υλικότατα στο έπακρο.

ΕΙΝΑΙ εύκολα αυτά; Καθόλου. Είναι πολύ δύσκολα. Είναι όμως μάλλον πολύ πιο λογικά από το «έχει ο θεός…» ή από το καθημερινό «κάψιμο» μπροστά στις οθόνες. Και ίσως πιο αναγκαία από το σημερινό «αλά Κεραμέως» μερικό άνοιγμα (έφηβοι είναι μωρέ, τι θα πάθουν μερικές μέρες ακόμα σπίτι ε;) που ελλείψει οποιουδήποτε σοβαρού μέτρου μπορεί κάλλιστα να σημαίνει και «σχολείο-ακορντεόν». Τα σχολεία –βασικά η Πρωτοβάθμια– ανοίγουν λοιπόν όπως ακριβώς έκλεισαν. Καμία σοβαρή διαφορά. Σαν να ανοίγουν ίσα-ίσα για να… κλείσουν. Κι έτσι σε κάνα μήνα που θα σφίγγουν και τα κρύα ίσως ακούσουμε ένα «εμείς προσπαθήσαμε, αλλά δε βγαίνει». Ή «φταίει η υπόλοιπη κοινωνία που δεν τηρεί τα μέτρα και δε μας επιτρέπει ανοιχτά σχολεία». Ή ότι «τα παιδιά συμβάλουν στη διασπορά» λες και αυτό είναι ανεξάρτητο από τα μέτρα που παίρνει ή δεν παίρνει μια πολιτεία.

Αυτή τη σχετική ελευθερία που έχουμε μέσα στους χώρους της εκπαίδευσης (γιατί εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι είναι αναγκασμένοι να πηγαίνουν στις δουλειές τους με παραπλήσιους κινδύνους), ας την κατανοήσουμε και ας την αξιοποιήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση και όχι για να προφυλαχτούμε από το πρόβλημα. Ανάμεσα στην τηλεκπαίδευση και το «χύμα στο κύμα» –που και τα δυο θα επιλέγονται εναλλάξ με κοντινή ματιά το πολιτικό κόστος και με ορίζοντα τη διάλυση δημόσιου σχολείου και νεολαίας– ψάχνουμε μια άλλη συλλογική και κοινωνική στάση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!