Οι εκλογές της 24ης Ιουνίου, καταγράφονται ως ένα τακτικό ρίσκο που πήρε ο Ερντογάν και το κέρδισε πανηγυρικά. Μέσα σε καθεστώς έντασης, βαδίζοντας στην κόψη του ξυραφιού όσων αφορά τη σχέση του με τις μεγάλες δυνάμεις, προκάλεσε μόνος του διπλές εκλογές, με αποτέλεσμα να επανεκλεγεί ο ίδιος στην Προεδρία με ποσοστό 52,59%, απ’ τον πρώτο γύρο μάλιστα, και να εξασφαλίσει άνετη αυτοδυναμία στην εθνοσυνέλευση συγκεντρώνοντας με τη Λαϊκή Συμμαχία (AKP, εθνικιστές του MHP) ποσοστό 53,66% και άνετη πλειοψηφία 344 βουλευτών (σε σύνολο 600).
Η εκλογική αυτή νίκη τον καθιστά πολιτικά κυρίαρχο στο εσωτερικό της Τουρκίας, του λύνει τα χέρια ώστε να υλοποιήσει τα νεοοθωμανικά μεγαλοκρατικά σχέδια στην περιοχή, και ενθαρρύνει την εμπέδωση του ισλαμικού και εθνικιστικού καθεστώτος στο εσωτερικό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα προβλήματα έχουν τελειώσει για τον Ερντογάν. Έχει άμεσα να αντιμετωπίσει μια σειρά ανοιχτά ζητήματα, όπως την αρρυθμία της τουρκικής οικονομίας, το ανοιχτό παζάρι με ΗΠΑ και Ρωσία με αφορμή τα οπλικά συστήματα, τις προκλήσεις της εμπλοκής του στην Μ. Ανατολή, τα ζητήματα της ενέργειας της ΑΟΖ της Κύπρου που αναμένεται να ανοίξουν και πάλι μετά το καλοκαίρι, αλλά και εσωτερικά στρατηγικά προβλήματα, όπως η εμφάνιση για ακόμη μια εκλογική αναμέτρηση της τριχοτόμησης της χώρας, με τα νοτιοανατολικά εδάφη να στηρίζουν το φιλοκουρδικό HDP, την κυρίως Τουρκία να ακολουθεί τον Ερντογάν και τη δυτική χώρα των παραλίων να μένει πιστή στους Κεμαλιστές του CHP, τριχοτόμηση που κυοφορεί φυγόκεντρες τάσεις που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεφύγουν του ελέγχου.
Πρώτη πράξη του Ερντογάν στη νέα του θητεία, αναμένεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα της φιλοκυβερνητικής Sabah, να είναι η άρση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, που ισχύει στην Τουρκία απ’ το 2016 και το αποτυχημένο πραξικόπημα. Αυτό βέβαια ελάχιστα μοιάζει με κίνηση αποκατάστασης της δημοκρατίας, της κανονικότητας και της δικαιοσύνης στη χώρα και περισσότερο με επιβεβαίωση της εδραίωσης της εξουσίας του καθεστώτος AKP-MHP. Αφού πλέον δεν χρειάζεται το προκάλυμμα της «έκτακτης ανάγκης» για να κυβερνά με ασφυκτικούς για την κοινωνία και τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις όρους, καθώς με το νέο καθεστώς υπερεξουσιών του προέδρου τους δίνεται η αναγκαία συνταγματική νομιμοποίηση.
Ρυθμιστές οι Γκρίζοι Λύκοι
Σε σημαντικό παράγοντα των εκλογών αναδείχθηκαν οι σύμμαχοι του Ερντογάν, οι εθνικιστές του MHP. Χωρίς την συνδρομή τους ο Ερντογάν δεν θα κατάφερνε να εκλεγεί απ’ τον πρώτο γύρο, ενώ και η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτούς. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο κόμμα του Μπαχτσελί, να επιβάλει κομμάτια της ατζέντας του στο κυβερνητικό πρόγραμμα, παρά το γεγονός της μη συμμετοχής στελεχών του κόμματός του στο κυβερνητικό συμβούλιο και την, σύμφωνα με δηλώσεις του, επιλογή τους να παραμείνουν στον ρόλο του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης. Σύμφωνα με φιλοερντογανικά Μέσα, Ερντογάν και Μπαχτσελί θα επιδιώξουν να βαθύνουν την κοινή τους συμπόρευση, που ξεκίνησε με την από κοινού υποστήριξη της συνταγματικής αλλαγής στο δημοψήφισμα του 2017, τόσο προγραμματικά όσο και τακτικά, παρόλα αυτά ο Ερντογάν δεν καθίσταται όμηρος αυτής της συμμαχίας. Αν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλει πιθανά να αναζητήσει αλλού πρόθυμους (πιθανώς από βουλευτές του επίσης εθνικιστικού κόμματος της Ακσενέρ ή άλλους μεμονωμένους βουλευτές) για να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε κάθε περίπτωση οι εθνικιστές των Γκρίζων Λύκων βγαίνουν ενισχυμένοι απ’ τις εκλογές αυτές, παρά τη διάσπασή τους και τη συμμετοχή τους σε αντίπαλες εκλογικές συμμαχίες, φτάνοντας αθροιστικά το 22% (MHP 11,10%, Καλό Κόμμα 9,96%), διπλασιάζοντας σχεδόν τα ποσοστά τους σε σχέση με το 11,9% που είχαν αποσπάσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015.
Έδειξαν τα όριά τους οι Κεμαλιστές
Ο υποψήφιος των Κεμαλιστών, Μουχαρέμ Ιντσέ έλαβε ποσοστό 30,64% ερχόμενος στη δεύτερη θέση στη μάχη για την Προεδρία, ενώ το CHP συγκέντρωσε το 22,64% των ψήφων στη Βουλή, με την Εθνική Συμμαχία που συνυπήρξε με το εθνικιστικό Καλό Κόμμα και το ισλαμικό Saadat να φτάνει στο 33,94%. Το φιλοδυτικό προφίλ του κόμματος, μπορεί να προσέλκυσε το ενδιαφέρον και τη στήριξη δυτικών ΜΜΕ και πολιτικών, που είδαν σ’ αυτό την τελευταία ευκαιρία να κρατήσουν την Τουρκία στα πρότυπα της δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όμως οι ψηφοφόροι της χώρας δεν του έδειξαν την ίδια εμπιστοσύνη. Η ατζέντα για δικαιοσύνη, διάκριση των εξουσιών και η προσήλωση στην ευρωπαϊκή σύγκλιση, που θέλησε να θέσει το κόμμα, κατάφερε να προσελκύσει κυρίως τους κατοίκους των αστικών κέντρων στα παράλια της Μικράς Ασίας, ενώ μικρή ήταν η απήχηση του κόμματος στις περιοχές της ανατολής και στα πιο πληβειακά στρώματα. Το CHP αδυνατεί να προβάλλει τον εαυτό του σε μια αξιόπιστη εναλλακτική για τους Τούρκους πολίτες, δεν προβάλει κάποια εναλλακτική στο μίγμα ισλαμισμού και εθνικισμού του Ερντογάν, ασκώντας του κριτική σε επιμέρους μόνο ζητήματα, και σε πολλά θέματα μάλιστα, όπως η επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, εμφανίζεται «βασιλικότερο του βασιλέως».
Η εκλογική αυτή νίκη τον καθιστά πολιτικά κυρίαρχο στο εσωτερικό της Τουρκίας, του λύνει τα χέρια ώστε να υλοποιήσει τα νεοοθωμανικά μεγαλοκρατικά σχέδια στην περιοχή, και ενθαρρύνει την εμπέδωση του ισλαμικού και εθνικιστικού καθεστώτος στο εσωτερικό
Άθλος του φιλοκουρδικού HDP
Ένα απ’ τα προβλήματα που ανέδειξαν οι κάλπες για τη μονοκρατορία του Ερντογάν είναι η άνετη είσοδος του φιλοκουρδικού κόμματος στη Βουλή. Το HDP που το 2015 μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή, στερώντας στον Ερντογάν την αυτοδυναμία για πρώτη φορά απ’ το 2002, συγκέντρωσε στις εκλογές της Κυριακής ποσοστό 11,7%, εκλέγοντας 67 εκπροσώπους στο κοινοβούλιο, ξεπερνώντας εμπόδια που σε πολλούς φαινόταν ανυπέρβλητα. Με τον ηγέτη του Σ. Ντεμιρτάς να κάνει προεκλογικό αγώνα μέσα απ’ τις φυλακές της Αδριανούπολης, με εκατοντάδες στελέχη του κόμματος διωκόμενα για στήριξη στην «τρομοκρατία» του PKK, με βία και καταστολή τόσο απ’ την αστυνομία και τον στρατό, όσο και από παρακρατικούς και υποστηρικτές του AKP. Το HDP δείχνει μεγάλη αντοχή, αποδεικνύοντας της βαθιές ρίζες που έχει στον κουρδικό λαό, αναδεικνυόμενο πρώτο σε 11 επαρχίες της Νοτιοανατολικής Τουρκίας, αλλά και την ικανότητά του να συσπειρώνει και αριστερές, προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις σε όλη την Τουρκία. Προτείνοντας μια λύση όχι απλά απελευθέρωσης των Κούρδων αλλά και συνολικού δημοκρατικού μετασχηματισμού της Τουρκίας προς όφελος όλων των λαών που ζουν σ’ αυτή.
Ξεπέρασε το 86% η συμμετοχή
Η συμμετοχή κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα φτάνοντας το 86,2%. Η περίοδος Ερντογάν είναι αναμφισβήτητα, ασχέτως της φοράς, μια περίοδος έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά και μεγαλύτερης ενεργοποίησης και συμμετοχής των πολιτών κι αυτό καταγράφεται και στις κάλπες. Βέβαια η μεγάλη συμμετοχή δεν σημαίνει και δημοκρατικές διαδικασίες, με την κατατρομοκράτηση των αντιπολιτευόμενων, τις βιαιοπραγίες σε προεκλογικό χρόνο κυρίως σε κουρδικές περιοχές, με τον διάχυτο φόβο, την καθεστωτική προπαγάνδα και την ποδηγέτηση όλων σχεδόν των Μέσων Ενημέρωσης να είναι και σ’ αυτές τις εκλογές μια θλιβερή πραγματικότητα. Οι 51 εκατομμύρια πολίτες που έφτασαν στις κάλπες, όμως, δίνουν την ευχέρεια στον Ερντογάν και τους υποστηρικτές του να απαντούν πειστικά στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης, των εκλογικών παρατηρητών από χώρες της Ε.Ε. αλλά και των ηγετών της Δύσης, για νοθεία στις εκλογές. Δηλώνοντας πως τον ίδιο τον στηρίζει μια πραγματική κοινωνική πλειοψηφία και όχι μια μειοψηφία όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές χώρες όπου κυριαρχεί ένα ψευδεπίγραφο σύστημα κοινοβουλευτικής μεταδημοκρατίας.
Ψευδαισθήσεις οι ελπίδες για μετεκλογική σταθερότητα
Ενδιαφέρον παρουσίασε ο τρόπος με τον οποίο διάβασε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και τα ΜΜΕ, τις εκλογές της Τουρκίας. Η πλειοψηφία των δημοσιολογούντων ακολούθησε την ευρωπαϊκή γραμμή, πλέκοντας το εγκώμιο του «φιλοδυτικού» Ιντσέ προεκλογικά και ελπίζοντας η νίκη να ηρεμήσει μετεκλογικά τον Ερντογάν. Μια άλλη εκδοχή παρουσίασε ο υπ. Εξωτερικών κ. Κοτζιάς, ο οποίος δήλωσε την ικανοποίηση για την επικράτηση Ερντογάν ο οποίος είναι γνώριμος συνομιλητής, αλλά και γνωστός για τις ακραίες απαιτήσεις του στους συμμάχους μας και άρα δεν θα είναι απρόβλεπτος, όπως θα ήταν η αντιπολίτευση σε πιθανή νίκη της. Σε κάθε περίπτωση σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης ποντάρουν σε μια μετεκλογική κανονικότητα, χωρίς τις ακρότητες και τις προκλήσεις του προηγούμενου διαστήματος, μια εκτίμηση που αποτελεί ευσεβή πόθο βέβαια και δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό δεδομένο. Για του λόγου το αληθές, οι τέσσερεις παραβιάσεις από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη που πραγματοποιήθηκαν την επομένη των εκλογών, αλλά και οι μετεκλογικές δηλώσεις για την Κύπρο τόσο των Ισλαμιστών όσο και τον Κεμαλιστών, δίνουν το μετεκλογικό στίγμα.