της Στέλλας Γιασουρίδου*
Με τις βεβαιώσεις των self-tests ανά χείρας ως «όπλο» ασφάλειας και «ελευθερίας», με κυμαινόμενο φόβο ή αναστολές, με όλη την παραφιλολογία σχετικά με την εγκυρότητα των τεστ ή την υποχρεωτικότητα της αυτοεξέτασης… γύρισαν οι μαθητές του Λυκείου ύστερα από πέντε μήνες εγκλεισμού στο σχολείο. Όσο κι αν το πεδίο αντιπαράθεσης φάνηκε να μετατίθεται στα τεστ, προφανώς το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί…
Κανένας δεν έχει πλέον αυταπάτες ότι πολιτική επιλογή δεν υπήρξε ποτέ η ασφαλής λειτουργία των σχολείων με την εφαρμογή ουσιαστικών μέτρων προστασίας, αλλά το «ανοιγοκλείσιμο» και κυρίως η τηλεκπαίδευση. Το τωρινό άνοιγμα των Λυκείων και η τόση αδημονία για τα παιδιά της Γ’ Λυκείου που θα δώσουν Πανελλήνιες φαντάζει κακόγουστο αστείο! Αλήθεια, πόσες απορίες επί της ύλης επιλύθηκαν μέσα σε αυτές τις δυο εβδομάδες, πόσες ανάσες «κοινωνικότητας» πήραν οι μαθητές και πόσα διαγωνίσματα στριμώχθηκαν μέσα στο 15νθήμερο (γιατί υπάρχει και η «ιερή αγελάδα» της βαθμολογίας Β’ τετραμήνου); Όσοι μιλούν για «χαμένη χρονιά» ή ατενίζουν το άμεσο μέλλον ψελλίζοντας τα περί «χαμένης γενιάς» ακούγονται λίγο… «ψεκασμένοι». Οι μαθητές, όμως, που βίωσαν αυτή την πρωτόγνωρη «κανονικότητα» των πέντε τελευταίων μηνών, με το «εικονικό» μάθημα ‒δηλαδή μια ατελείωτη διάλεξη από τον καθηγητή κι ένα άνευρο προχώρημα της ύλης με τους δυο-τρεις «καλούς» ή «πρόθυμους» και τους υπόλοιπους σε αφασία ή σε αφάνεια‒ ίσως θα μπορούσαν να εκφράσουν πιο γλαφυρά το πόσο χαμένη ήταν η χρονιά τους, αν με όρους ουσιαστικούς τους ζητιόταν.
Ίσως θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις σιωπές τους και την απάθειά τους απέναντι στην «εικόνα» του καθηγητή που τους καλούσε ή τους παρακαλούσε να πουν μία άποψη… μία απάντηση… μια γνώμη για το μάθημα. Τη ματαιότητα που ένιωθαν εκείνα των πρωινά που πατούσαν το «join the meeting» στο κινητό τους αλλάζοντας ταυτόχρονα πλευρό στο κρεβάτι. Την αγωνία μαζί με την απογοήτευση εκείνες τις ώρες του αγχωτικού διαβάσματος για τις Πανελλήνιες, όταν προσπαθούσαν να σκιαγραφήσουν το πιθανό ακαδημαϊκό τους μέλλον και η εικόνα θόλωνε από την αβεβαιότητα και το άγνωστο πώς. Την ανάμεικτη χαρά να ξαναδούν τους συμμαθητές τους μέσα στο χώρο του σχολείου και την ταυτόχρονη αίσθηση ματαίωσης ή «ξενερώματος» όταν «έπεφτε» το πρώτο διαγώνισμα, τον θυμό που γινόταν τάση για μπαχαλοποίηση των πάντων όταν διαπίστωναν τη δυσκολία ανταπόκρισης στα βασικά. Το φόβο, την αγωνία για την «υγεία» των δικών τους (σωματική, ψυχική και… οικονομική) μαζί με μια αίσθηση αδιεξόδου όταν παρασύρονταν σε «παράνομες» εξόδους και συγκεντρώσεις για να σπάσουν τον τσαμπουκά των «από πάνω» με τον τυφλό τσαμπουκά των «από κάτω».
Οι καταλήψεις, που έδωσαν έναν τόνο αμφισβήτησης και ανησύχησαν τους ιθύνοντες τον Οκτώβρη, τώρα στην καλύτερη ήταν άλλοθι της κούρασης και ένδειξη άρνησης να «μπούμε ξανά σε τάξη» και στη χειρότερη ένδειξη διαλυτισμού και ρευστοποίησης κάθε διαδικασίας, εκπαιδευτικής, πολιτικής, συλλογικής ‒ που πριμοδοτείται πολύ από αυτούς που κυβερνούν γιατί εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως. Είναι σίγουρο ότι η κούραση και ο εγκλεισμός έχουν δημιουργήσει πολλές στρεβλώσεις σε όλους μας και ο φακός μέσα από τον οποίο θεωρούμε την πραγματικότητα δεν είναι διαυγής ακόμη… αλλά σίγουρα πρόκειται για μία δύσκολη επιστροφή.
Το μετά το Πάσχα θα είναι ακόμη πιο δύσκολο ή περίπλοκο, αναλόγως και του πώς θα εξελιχθούν οι καταστάσεις με την πανδημία αλλά και με βάση τις διφορούμενες αναγνώσεις και προσδοκίες, πρωτοβουλίες ή… παραιτήσεις.
* Η Στέλλα Γιασουρίδου είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Περιστερίου