Το κοντέρ γράφει ήδη αρκετά πάνω από το 3% στις αποδόσεις των δεκαετών ιταλικών ομολόγων, μόλις μια ποσοστιαία μονάδα πάνω από τις αντίστοιχες των αποκλεισμένων εδώ και 8 χρόνια από τις αγορές ελληνικών ομολόγων. Και έπεται συνέχεια, καθώς οι αγορές δεν έχουν αξιολογήσει πλήρως τις πολιτικές παρενέργειες της επιλογής της ιταλικής κυβέρνησης του ακροδεξιού Σαλβίνι και των 5 Αστέρων να έρθουν σε σύγκρουση με τη γραμμή των Βρυξελλών μέσα από τις βασικές προβλέψεις του προσχεδίου προϋπολογισμού του 2019. Πρακτικά, δεν είναι μεν η πρώτη φορά που παραβιάζεται το Σύμφωνο Σταθερότητας και ο σιδηρούς κανόνας διατήρησης του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3%- πρώτες το παραβίασαν «συναινετικά» οι χώρες που το επέβαλαν, η Γερμανία και η Γαλλία, πριν δυο δεκαετίες- αλλά είναι η πρώτη φορά που παραβιάζονται οι πρόσθετοι κανόνες που θεσπίστηκαν στη διάρκεια και με αφορμή- ή με πρόσχημα- τη χρηματοπιστωτική κρίση για την αναθεώρηση του Συμφώνου επί το αυστηρότερο (Σύμφωνα two pack και six pack για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης).
Η ρήξη για το έλλειμμα
Η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να δοκιμάσει τα όρια του ευρωπαϊκού ιερατείου και των αγορών συμπυκνώνεται στην πρόβλεψη του προϋπολογισμού να διατηρηθεί το έλλειμμα στο 2,4% για την επόμενη τριετία, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν βασικές προεκλογικές εξαγγελίες των κυβερνητικών εταίρων, όπως η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή, η θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους φτωχότερους, το πάγωμα του ΦΠΑ, η μεταρρύθμιση του συστήματος εύρεσης εργασίας, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος ώστε να διευκολυνθεί η μαζική συνταξιοδότηση τουλάχιστον 400.000 ατόμων με μείωση του ορίου ηλικίας, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και των επιδοτήσεων για θέσεις εργασίας. Η υλοποίηση αυτών των εξαγγελιών προφανώς ήταν αδύνατη αν τηρούνταν η ευρωπαϊκή υποχρέωση για μηδενισμό του ελλείμματος, αν ακολουθείτο ακόμη και η συμβιβαστική γραμμή του υπουργού Οικονομικών Τζοβάνι Τρία για ένα έλλειμμα περίπου 1,6% και, πολύ περισσότερο, αν ακολουθούνταν οι εκκλήσεις των ιταλών βιομηχάνων, του ΔΝΤ , της ΕΚΤ, των οίκων αξιολόγησης, της αντιπολίτευσης, ακόμη και της εκκλησίας (!) για πλήρη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις των Βρυξελών, προκειμένου να μη βρεθεί η χώρα σε μια κατάσταση ανάλογη με την Ελλάδα του 2010.
Το προσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού αποτελεί και επιλογή επιβίωσης για την κυβέρνηση συνασπισμού, που σε άλλη περίπτωση πιθανότατα θα διαλυόταν- ήδη απεφεύχθη την τελευταία στιγμή μια κυβερνητική κρίση, με την αποφυγή παραίτησης του υπουργού Οικονομικών Τρία, που θεωρείται βασικός δίαυλος συνεννόησης με την Κομισιόν. Οι συμβιβασμοί που ενσωματώνει ο ιταλικός προϋπολογισμός ήταν το αντίτιμο που όφειλε η ακροδεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης για την ανοχή που επέδειξε το Κίνημα των 5 Αστέρων στην ακροδεξιά αντιμεταναστευτική πολιτική που επέβαλε ο Σαλβίνι, κερδίζοντας μάλιστα πόντους στης δημοσκοπήσεις. Η ιδιομορφία είναι ότι αυτή η αντιμεταναστευτική ατζέντα πέρασε αδάπανα από την κρησάρα των Βρυξελών – επί της ουσίας, σε μεγάλο βαθμό έχει υιοθετηθεί από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συμβεί το ίδιο με τον προϋπολογισμό, που παραβιάζει τα ιερά και τα όσια της Ευρωζώνης.
Too big to fail?
Ωστόσο, το εγχείρημα των συγκυβερνώντων κομμάτων της Ιταλίας ποντάρει στο γεγονός ότι η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα από άποψη ειδικού βάρους στη νομισματική ένωση. Θεωρούν ότι θα ισχύσει το αξίωμα too big to fail, όπως περίπου συνέβη πριν ενάμιση χρόνο με την κρατική διάσωση των ιταλικών τραπεζών, κατά παράβαση του κανόνα του bail in και με την ανοχή της ΕΚΤ. Πράγματι, με το ιταλικό χρέος στο 133% του ΑΕΠ ή στα 2,3 τρισ. ευρώ, και με την προοπτική αύξησής του έως και στο 140% την προσεχή τριετία με βάσει την επεκτατική πολιτική του σχεδίου προϋπολογισμού, η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να αφεθεί να χρεοκοπήσει. Αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη για να διασωθεί, με βάση τις δυνατότητες της Ευρωζώνης και του ESM, αλλά και με βάση το πολιτικό κλίμα που επικρατεί στις περισσότερες χώρες. Με την πίεση που υφίσταται η Μέρκελ από την ακροδεξιά AfD, αλλά και το αδελφό κόμμα CSU ενόψει των εκλογών στη Βαυαρία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρήσει διαλλακτικότητα απέναντι στην ιταλική δημοσιονομική πρόκληση. Αλλά αυτό είναι αναμενόμενο. Το παράδοξο είναι ότι ο Σαλβίνι, ο οποίος βρίσκει αρκετούς πρόθυμους υποστηρικτές στη ρατσιστική του πολιτική ανάμεσα ομοϊδεάτες ακροδεξιούς άλλων χωρών, εντός και εκτός κυβερνήσεων, στο δημοσιονομικό πρόβλημα ή σε μια προοπτική διάσωσης της Ιταλίας είναι πιθανότερο να τους βρει απέναντι. Γιατί αυτό είναι σύμφωνο με την ευρωσκεπτικιστική ρητορική τους (θυμηθείτε το «να μην πληρώσουμε τους τεμπέληδες Έλληνες») κι αυτό είναι βολικό όταν απευθύνονται στα εκλογικά τους ακροατήρια.
Τα διλήμματα Κομισιόν και Ρώμης
Το μεγάλο δίλημμα το έχει τώρα η Κομισιόν. Το προσχέδιο του νέου ιταλικού προϋπολογισμού θα κατατεθεί στις Βρυξέλλες στα μέσα του Οκτώβρη, όπως τα αντίστοιχα όλων των χωρών της Ευρωζώνης, μαζί και το ελληνικό. Θεωρητικά είναι απορριπτέο, δεν φαίνεται να μπορεί να αιτιολογηθεί από κανένα κανόνα ευελιξίας του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας. Η ίδια η ιταλική κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει κάποιο αξιόλογο επιχείρημα για να πείσει ότι είναι συμβατό με τους κανόνες ή ότι θα έχει γρήγορα κάποιον ισχυρό αναπτυξιακό αντίκτυπο. Οπότε θα αντιμετωπίσει το δίλημμα είτε να στρογγυλέψει μερικές προβλέψεις του προϋπολογισμού, είτε να διακηρύξει πολιτική «ανυπακοή» στον ζουρλομανδύα του Συμφώνου. Αλλά κάτι τέτοιο, με τις αγορές απέναντι και με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ στη λήξη του, θα σήμαινε είσοδο σε ένα νέο κύκλο κρίσης όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά όλης της Ευρωζώνης. Μια ελληνική κρίση επί δέκα.
Οι ελληνικές παρενέργειες
Είναι απίθανο οι εμπλεκόμενοι να ευνοήσουν το δυσμενέστερο σενάριο. Το πιθανότερο είναι να προκριθούν συμβιβασμοί, ρητορικές και νομικές ακροβασίες, τόσο από την πλευρά του ιερατείου των Βρυξελλών, όσο και από την ιταλική κυβέρνηση. Ακόμη και το αδιάλλακτο ΔΝΤ, απορροφημένο στη μεγαλύτερη διάσωση της ιστορίας του, στην Αργεντινή, ίσως επιλέξει ουδετερότητα. Ο ανεξέλεγκτος παράγοντας της συνάρτησης είναι οι αγορές, στις οποίες η ευρωπαϊκή ελίτ έχει αναθέσει τον ρόλο του «κακού μπάτσου» στη δημοσιονομική αστυνόμευση της Ευρωζώνης. Μια υποβάθμιση του αξιόχρεου της Ιταλίας και μια συνεχής αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων θα δυσκολέψει τους συμβιβασμούς.
Οι παρενέργειες για την Ελλάδα είναι αυτονόητες και ήδη ορατές στις επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Η επιστροφή στις αγορές απομακρύνεται κι άλλο, ενώ δεν είναι σαφές πώς ο ιταλικός «κυκλώνας» μπορεί να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και τον ελληνικό προϋπολογισμό του 2019, ιδιαίτερα στο ζήτημα της περικοπής των συντάξεων από το 2019. Έτσι κι αλλιώς τελικές αποφάσεις για το θέμα δεν αναμένονται πριν από τον Δεκέμβριο, όπως έχει γίνει σαφές. Και μέχρι τότε θα έχουν φανεί όχι μόνο οι συνέπειες του ιταλικού «κυκλώνα», αλλά και τα περιθώρια πολιτικών ισορροπιών που διαθέτει η ηγεσία της Ευρωζώνης, πρωτίστως η γερμανική ηγεσία και η Μέρκελ προσωπικά.