Θα ξεκινήσω λοιπόν από ένα δευτερεύον σε τελική ανάλυση ζήτημα, τον μπερλουσκονισμό, αλλά θα φτάσω σύντομα στο ουσιαστικό ιστορικό πρόβλημα που κρύβεται πίσω του, δηλαδή τη μορφοποίηση και στη συνέχεια την εξαφάνιση της ευρωπαϊκής εκδοχής του καπιταλισμού στην πορεία προς την υιοθέτηση ενός ενιαίου αγγλοσαξωνικού μοντέλου ολοκληρωμένου καπιταλισμού.
Θα παρακαλέσω τον αναγνώστη να προσέξει την τελική μου θέση, γιατί όλα όσα προηγηθούν θα είναι μόνο τα «ορεκτικά» πριν το… κύριο πιάτο.
Στις 5 Νοέμβρη 2011, το ιταλικό τηλεοπτικό κανάλι ΛΑ ΣΕΤΤΕ, τροποποιώντας το αρχικό του πρόγραμμα, μετέδωσε σε πρώτη προβολή ένα φιλμ για τον Μπερλουσκόνι με τον τίτλο ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. Πρόκειται για μια σύνθεση της εικόνας που πρόβαλε επί περίπου είκοσι χρόνια ολόκληρη η καθεστηκυία ιταλική τάξη και οι διανοούμενοι της, από τον ιταλιστή Άζορ Ρόζα μέχρι και τον κωμικό Μπενίνι, για τον Μπερλουσκόνι. Να γιατί πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί: συνολικά θα εντόπιζα τέσσερα σημεία, ιεραρχώντας τα ανάλογα με τη βαρύτητά τους.
(1) Ο Μπερλουσκόνι παρουσιάζεται σαν μεγαλομανής που πάσχει από παθολογικό εγωκεντρισμό, ένα είδος υπαίθριου μικροπωλητή που διαλαλώντας το εμπόρευμά του στους δρόμους καμαρώνει αυτάρεσκα πιστεύοντας ότι αυτό είναι το καλύτερο από όλα, ότι η «αλήθεια» του είναι και η μόνη αλήθεια της «αγοράς». Εδώ θέλω να τον παρομοιάσω με τον βετεράνο δημοσιογράφο του ιταλικού αστισμού, τον Ίντρο Μοντανέλι, τρανταχτό παράδειγμα «ανακύκλωσης» που πέρασε εύκολα από το φασισμό στο μεταπολεμικό καθεστώς του 1945. Δεν είναι τυχαίο που ο διάδοχός του, ο φανατικός σιωνιστής Τραβάλιο, για μια εικοσαετία είχε γίνει το είδωλο της αντιμπερλουσκονικής Αριστεράς.
(2) Ο Μπερλουσκόνι παρουσιάζεται σαν να συγκεντρώνει τα αταβιστικά ελαττώματα των Ιταλών, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι η αντικατάσταση της εξυπνάδας με την πονηριά. Η «επιτυχία» του (εδώ επαναλαμβάνεται η ερμηνεία που έχει δώσει ο Πιέτρο Γκομπέτι στην άνοδο του Μουσολίνι), συνίσταται ακριβώς στο ότι ενσάρκωσε τις χειρότερες κοινωνικές και ανθρωπολογικές παραδόσεις του ιταλικού λαού.
(3) Προβάλλεται συνέχεια κάτι για το οποίο δεν υπάρχει μεν αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά που θεωρείται δεδομένο από τον μέσο Ιταλό «αριστερό»: ότι δηλαδή ο Μπερλουσκόνι έχτισε την οικονομική του αυτοκρατορία, αρχικά σαν εργολάβος και στη συνέχεια σαν μεγαλοεπιχειρηματίας στο χώρο των ΜΜΕ, ξεπλένοντας με μαεστρία μαύρο χρήμα μαφιόζικης προέλευσης. Ο υπαίθριος μικροπωλητής έχει χάσει πια την αξιοπιστία του, αφού δεν είναι δυνατόν να πουλάει σκάρτο «εμπόρευμα» επί είκοσι χρόνια.
(4) Ο Μπερλουσκόνι παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος της παραδοσιακής υποκρισίας των Ιταλών καθολικών. Από τη μια, αναίσχυντος τακτικός πελάτης πορνείων, αποδεδειγμένα μοιχός, διοργανωτής βρώμικων πάρτι με φιλόδοξα ανήλικα κορίτσια, και από την άλλη ένθερμος θρησκευόμενος που κάθε Κυριακή μεταλάμβανε στην εκκλησία…
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες παρόμοια περιστατικά, αλλά είναι φανερό ότι δεν του αρκούσε να είναι μια απλή φιγούρα της κομέντια ντελ’ άρτε, αλλά επιδίωκε να τραβήξει την προσοχή της λεγόμενης «κοινής γνώμης», την εξάλειψη της οποίας διέγνωσε πρώτος ο Χάμπερμας όταν επηρεαζόταν ακόμη από τον Αντόρνο. Αυτά όλα είναι πραγματικά γεγονότα και δεν έχω καμία πρόθεση να τα αρνηθώ. Όμως, πιστεύω ότι αφορούν μόνο το επιφαινόμενο, και έχει ήδη διατυπωθεί η άποψη πως η «επιστήμη» θα ήταν άχρηστη αν συνέπιπτε το επιφαινόμενο με την ουσία. Γι’ αυτό, ας αναλύσουμε πρώτα την επιφάνεια για να πάμε στη συνέχεια στο βάθος.
Ας ξεκινήσουμε από τον αντι-μπερλουσκονισμό, έναν ιδεολογικό παροξυσμό που κράτησε στην Ιταλία για μια εικοσαετία περίπου. Για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του αλτουσεριανού Γάλλου οικονομολόγου και φιλόσοφου Σαρλ Μπετελέμ, πρόκειται για μια πραγματική «ιδεολογία». Κατά την άποψή μου, αυτή είναι προϊόν συνδυασμού δύο διακριτών, αλλά αλληλοεξαρτώμενων στοιχείων:
(1) Ο αντι-μπερλουσκονισμός σαν ιδεολογία έχει τις ρίζες του στην αρχή της δεκαετίας του 1920, και για πρώτη φορά μίλησε γι’ αυτόν ο Τορινέζος διανοούμενος Πιέρο Γκομπέτι. Κατ’ αυτόν, ο ιταλικός λαός υποφέρει από συνολική ηθική ένδεια, που οφείλεται πρώτα στην ατελή προτεσταντική μεταρρύθμιση (άσχετα αν αυτή προερχόταν από τον Λούθηρο ή τον Καλβίνο, αν και προτιμότερο από τον Καλβίνο, με ατομικιστικά, αστικο-καπιταλιστικά και το κυριότερο, αγγλικά και αγγλόφιλα χαρακτηριστικά), και, κατά δεύτερο λόγο, στον περιορισμένο και ελιτίστικο χαρακτήρα του ιταλικού ρισορτζιμέντο (το «Ρισορτζιμέντο χωρίς ήρωες»). (…)
Η αντίληψη ότι οι Ιταλοί είναι ένας λαός πιθήκων και το ρισορτζιμέντο του δεν είχε ηρωικά χαρακτηριστικά, κύρια μετά το 1945, κυριαρχούσε ανάμεσα στην «ακτιβιστική πτέρυγα» της ιταλικής αστικής κουλτούρας, που διακατεχόταν από την αγωνία να «φορτώσει» τον φασισμό στα αταβιστικά ελαττώματα των Ιταλών, για να μπορέσει έτσι να διαγράψει τις συγκεκριμένες ευθύνες του μεγάλου ιταλικού καπιταλισμού, που έπαψε να υποστηρίζει το φασισμό μόνο τη χρονιά της οριστικής του ήττας (το 1943).
Επρόκειτο για μια φιλοαγγλική πτέρυγα φιλοσοφικού εμπειρισμού, άρα εχθρική προς τον ιδεαλισμό, άρα και στον Χέγκελ. Η θέση αυτή απόλυτα μειοψηφική στον ιταλικό λαό, ήταν ωστόσο πλειοψηφική στο χώρο των διανοουμένων. Και μιλώντας για τους διανοούμενους, ένα χώρο με τον οποίο ο γράφων δεν θέλει να έχει καμία απολύτως σχέση, θυμίζω την πρωτοποριακή άποψη που πριν πάνω από έναν αιώνα έκφρασε ο Ζωρζ Σορέλ, και νομίζω ότι συστηματοποίησε πολύ καλά ο Μπουρντιέ όταν χαρακτηρίζει τους διανοούμενους σαν κοινωνική ομάδα (και όχι σαν ετερόκλητο σύνολο ξεχωριστών ατόμων), υποτελή στην κυρίαρχη τάξη. Το επαναλαμβάνω για όποιον δεν κατάλαβε: μια ομάδα υποτελή στην κυρίαρχη τάξη, και όχι βέβαια «εκφραστή» της κοσμοαντίληψης των καταπιεσμένων.
(2) Το δεύτερο στοιχείο προκύπτει γενετικά από την ιδεολογική μετάλλαξη των οπαδών του ΚΚΙ, που αρνούμαι να αποκαλέσω «κομμουνιστές» για τους λόγους που εξέθεσα παραπάνω. Αυτός ο τεράστιος ανθρωπολογικός και κοινωνιολογικός συρφετός, από το 1956 ως το 1962, είχε διαχειριστεί το θέμα του περάσματος από το σοβιετικό μοντέλο στον λεγόμενο «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» που έκρυβε τη δομική ενσωμάτωση στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς του ιταλικού καπιταλισμού, και στη συνέχεια, από το 1976 ως το 1982, μετά την επικοινωνιακή κοροϊδία του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», τη μετάβαση από το κόμμα κριτικής του καπιταλισμού στο κόμμα των «τιμίων», σε προφανή αντιπαράθεση με τους «ανέντιμους» (αρχικά επί Μπετίνο Κράξι και μετά προφανώς με τον Μπερλουσκόνι, που ετοιμαζόταν να τον διαδεχτεί). Μετά την τριετία 1989-1991, ο ανθρωπολογικός και κοινωνιολογικός συρφετός χρειάστηκε να μεταλλαχτεί για να προσαρμοστεί στις καινούριες ιστορικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα (1917-1991), του μόνου «υπαρκτού» σοσιαλισμού που εφαρμόστηκε ποτέ, ενώ όλες οι άλλες εκδοχές του έμειναν καθαρά θεωρητικές εναλλακτικές προτάσεις ή αποσπασματικές εμπειρίες, όσο κι αν ξεκινούσαν από «καλές προθέσεις». Είναι σαν να μιλάμε για μια βιοτεχνία παπουτσιών, που μετά από μια πλημμύρα αναγκάζεται, για να παραμείνει στην αγορά, να φτιάχνει βατραχοπέδιλα και γαλότσες για τους πλημμυροπαθείς.
Η μετάλλαξη αυτών των τσαρλατάνων έγινε τόσο έντεχνα, που κατάφεραν να πείσουν μεγάλο τμήμα από τους πρώην ένθερμους οπαδούς τους να τους ακολουθήσουν στην αλληλουχία των νέων σχημάτων PCI (ΚΚΙ) – PDS (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς) – DS (Δημοκράτες της Αριστεράς) – PD (Δημοκρατικό Κόμμα). Εδώ, να τονίσω ότι ο αντι-μπερλουσκονισμός προνόησε έγκαιρα γι’ αυτό, διευκολύνοντας μια γρήγορη και άμεση μετάβαση από την παλιά στη νέα ταυτότητα.
Ο συρφετός αυτός πρωταγωνίστησε στην ενεργή υποστήριξη όλων των πολεμικών επιχειρήσεων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, από το Κόσοβο το 1999 (με τον Ντ’ Αλέμα) ώς τη Λιβύη το 2011 (με πρόεδρο τον Ναπολιτάνο).
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων βοήθησε τον αντι-μπερλουσκονισμό να λειτουργήσει πρόδρομα σαν από μηχανής θεός…
Δεν θέλω όμως να δημιουργηθούν δυσάρεστες παρανοήσεις. Προσωπικά, θεωρώ τον Μπερλουσκόνι απεχθή φαφλατά, τόσο σαν φιγούρα ανθρώπινη, όσο και σαν πολιτική ιστορική και πολιτιστική οντότητα. Και στο σημείο αυτό (δυστυχώς), δεν διαχωρίζομαι καθόλου από ένα μέσο αντι-μπερλουσκονιστή. Επιμένω όμως, να αρνούμαι τη γραφική και αισθητική κοινοτοπία περί της ανακύκλωσης που προωθούν οι κυρίαρχες ιταλικές τάξεις, σύμφωνα με την οποία ο Μπερλουσκόνι χωρίς καθόλου να είναι ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος, ήταν ωστόσο ένα «τυχαίο ατύχημα». Είναι πράγματι έτσι; Σίγουρα. Ας δούμε πως.
Για να χρησιμοποιήσω στρατιωτικούς όρους, ο Μπερλουσκόνι ήταν ένα «τυχαίο ατύχημα» ή πιο σωστά μια «παράπλευρη απώλεια» της υπόθεσης Καθαρά Χέρια, που από αντικειμενική ιστορικο-πολιτική σκοπιά (και όχι από ιδεολογική, που παρουσιάστηκε σαν δήθεν νίκη των τιμίων επί του διεφθαρμένου, πουλημένου Κράξι, που ο φανατισμένος όχλος πολύ θα ήθελε να σκοτώσει και να κρεμάσει ανάποδα σαν τον Μουσολίνι), ήταν ένα εξω-κοινοβουλευτικό δικαστικό πραξικόπημα, που είχε σκοπό να αντικαταστήσει το προηγούμενο μοντέλο ναι μεν διεφθαρμένης διακυβέρνησης, αλλά με χαρακτηριστικά κεϊνσιανού κράτους πρόνοιας, με ένα νεοφιλελεύθερο ιδιωτικοποιημένο κράτος. Δεν έχει απολύτως καμιά σημασία αν όσοι προώθησαν την αλλαγή αυτή είχαν πλήρη επίγνωση των πράξεών τους, ή ενεργούσαν ωθούμενοι από μια καντιανή ηθική και από έναν «κρατισμό». Αυτό που έχει σημασία είναι τα «αντικειμενικά» πολιτικά αποτελέσματα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η εξουδετέρωση όλης της πολιτικής παρέας που προερχόταν από DC (Χριστιανική Δημοκρατία), PSI (Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), PSDI (Κόμμα Ιταλών Σοσιαλιστών), PRI (Ριζοσπαστικό Κόμμα Ιταλίας), PLI (Κόμμα Ιταλών Φιλελευθέρων), δεν συνεπαγόταν την αυτόματη εξουδετέρωση της εκλογικής τους βάσης, που ουσιαστικά παρέμενε ανέπαφη, και δεν είχε καμία πρόθεση να αποδεχτεί την εύκολη ανάληψη της εξουσίας από το ανακυκλωμένο ΚΚΙ. Όμως, χρειαζόταν κάποιος με την απαιτούμενη οικονομική επιφάνεια, για να πάρει την πολιτική πρωτοβουλία και να βάλει φραγμό σε τέτοιου είδους εξελίξεις, κι αυτός ήταν ακριβώς ο Μπερλουσκόνι, άσχετα από τα ανθρωπολογικά του χαρακτηριστικά ή από την πιθανή μαφιόζικη προέλευση της περιουσίας του.
Έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο Μπερλουσκόνι. Φυσικά, η λεγόμενη «αριστερή» κουλτούρα δεν ήταν δυνατόν να αποδεχτεί αυτή την απλή πραγματικότητα, και ξεκαθαρίζει τώρα πως χρειαζόταν να παίξει θέατρο με τον υποτιθέμενο αταβισμό των Ιταλών, σαν λαό πιθήκων, που χειραγωγούνταν από την τηλεόραση του Μεγάλου Διαφθορέα και της αυλής του που αποτελούνταν από πόρνες, κομπάρσους και αποτυχημένους ψευτοδιανοούμενους, ή με «λασπολογία» απέναντι στο ΚΚΙ (ας θυμηθούμε τον σημαντικό πρώην μαρξιστή φιλόσοφο Λούτσιο Κολέτι). Ξεκινούσε έτσι η φαρσοκωμωδία με το Κόμμα Μπ. και το Κόμμα Αντι-Μπ., που ταλάνισαν για είκοσι χρόνια τη φτωχή μας χώρα που είχε χάσει πια την πολιτική και γεωπολιτική της ανεξαρτησία.
Τώρα, αγαπητέ αναγνώστη, ζητάω την προσοχή σου, για να προχωρήσω σε μια σοβαρή ανάλυση.
Ας μην ξεχνάμε το σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε: ο Μπερλουσκόνι έπρεπε να φύγει, για να κλείσει ένας ολόκληρος πολιτικός κύκλος που επειδή είχε διάρκεια είκοσι ετών, μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, όχι βέβαια, επειδή έκλεισε με την παρέμβαση ορισμένων σνομπ διανοούμενων, ή των φωνασκούντων οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος PD, από τον Μπερσάνι και των συνεταιρισμών της Εμίλια Ρομάνια, από τους δημοσιογράφους της «Λα Ρεπούμπλικα» και τις «δέκα ερωτήσεις» τους, από τους μιλανέζους δικαστές, από τις πόρνες που εκβίαζαν τον Άνκορε, από τα βίτσια γεροσάτυρου που απέκτησε μόνο στα γηρατειά του κ.λπ., κ.λπ. Ο Μπερλουσκόνι εκδιώχτηκε από το μεγάλο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και κανέναν άλλο, γιατί δεν κατάφερε, δεν θέλησε, δεν ήξερε να συγχρονίσει όλη την Ιταλία (μάλλον την εταιρία-Ιταλία) στο ρυθμό της νέας μορφής ηγεμονίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σήμερα ζούμε έναν ριζοσπαστικό κατασταλτικό επαναπροσδιορισμό, μετά τις απάτες και τις φαντασμαγορίες με τις οποίες μας κατέκλυζε για μια εικοσαετία όλος ο πολιτικός, μιντιακός και διανοουμενίστικος συρφετός που προερχόταν κύρια από την «αριστερά», αλλά όχι μόνο.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε αυτό το πέρασμα προς τον αυταρχισμό, μέσα από κάποιες φάσεις, όχι πολλές, για να μην προκαλέσουμε σύγχυση στον κόσμο που είχε μουδιάσει από το κατευθυνόμενο υπερθέαμα και τη χειραγώγηση της τελευταίας εικοσαετίας.
Να ποιες ήταν οι κύριες φάσεις:
(1) Το τέλος του υπαρκτού ιστορικού κομμουνισμού (1917-1991) που δεν είχε καμιά σχέση με τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αρχές του 19ου αιώνα που διατύπωσε ο Μαρξ, ή με το αρχικό σχέδιο του 20ου αιώνα του Λένιν, ήταν μια φοβερή ιστορική και γεωπολιτική καταστροφή, απόλυτα αρνητική, μια πραγματική τραγωδία, που ωστόσο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το πιο ηλίθιο πολιτιστικό συνονθύλευμα της οικουμένης, τη λεγόμενη «αριστερά».
Το τέλος αυτό ευνόησε, χωρίς να προκαλέσει άμεσα (οι βαθιές αιτίες ήταν σύμφυτες με την απεριόριστη ικανότητα αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) τον εξελικτικό δαρβίνειο θρίαμβο του αγγλοσαξωνικού-αμερικάνικου καπιταλιστικού μοντέλου επί του προηγούμενου ευρωπαϊκού μοντέλου.
(2) Πριν λίγο καιρό, μπορούσαμε να μιλήσουμε σε γενικές γραμμές για τριών ειδών καπιταλισμό: τον αγγλοσαξωνικό-αμερικάνικο καπιταλισμό, πλήρως ιδιωτικοποιημένο. Τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, προϊόν ενός άστοχα προσδιορισμένου σαν κεϊνσιανο-φορντικού συμβιβασμού, που προερχόταν τόσο από υψηλά (Μπίσμαρκ, Ντε Γκολ κ.λπ.) όσο και από χαμηλά (εργατισμός, συνδικαλισμός, οργανωμένο εργατικό κίνημα). Και τον κινεζικό καπιταλισμό, προϊόν μιας ιδιόμορφης ιστορίας, που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε σε δύο χαρακτηριστικά: κληρονομιά του ασιατικού τρόπου παραγωγής (άρα μη-δυτικού, αρχικά αρχαίου δουλοκτητικού και μετά φεουδαρχικού-αριστοκρατικού και μιας αρχικής συλλογικής συσσώρευσης κεφαλαίου μαοϊκού τύπου, με παράδοση στην κινεζική ιστορία (Wang Mang, αγροτικές εξεγέρσεις, ρεφορμισμό των Ming, Taiping κ.λπ.).
(3) Γινόμαστε μάρτυρες στην ολοκληρωτική αφομοίωση του ευρωπαϊκού μοντέλου, δηλαδή στο τέλος του, μέσα στο ενιαίο αγγλοσαξωνικό-αμερικανικό μοντέλο, προϊόν ιστορικής προδοσίας των κυρίαρχων ευρωπαϊκών τάξεων, που αμερικανοποιήθηκαν από γλωσσολογική και πολιτιστική άποψη. Αυτό δεν συντελέστηκε με την παλιά και ξεπερασμένη διχοτόμηση Δεξιά/Αριστερά, που από συμφέρον υπερασπιζόταν ο χώρος των επαγγελματιών της πολιτικής, και από ηλιθιότητα ο χώρος της αυτοαναφερόμενης και «κολλημένης» διανόησης, αλλά με το θρίαμβο του κόμματος των οικονομιστών (PE) επί του κόμματος των πολιτικών (PP).
(4) Με συνέπεια, και για να κλείσω, ο Μπερλουσκόνι δεν μπόρεσε, κατάφερε και θέλησε να πραγματοποιήσει το πέρασμα αυτό, αν και το ποιόν του σαν θεματοφύλακας του φιλελεύθερου καπιταλισμού τον έσπρωχνε αντικειμενικά να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση, για τον απλούστατο λόγο ότι είχε την εκλογική νομιμοποίηση, και μια εκλογική νομιμοποίηση δεν μπορεί να επιτρέψει μια τέτοια πορεία, αφού εξ ορισμού οι γαλοπούλες των Χριστουγέννων δεν έχουν το δικαίωμα να ψηφίσουν την εξαίρεσή τους από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που είναι ταυτισμένο με την ψητή γαλοπούλα.
Το «τι να κάνουμε;» δεν μπορεί να κινείται στα πλαίσια της παλιάς διχοτόμησης Δεξιά/Αριστερά, που παρουσιάζεται όλο και συχνότερα σαν απόπειρα χειραγώγησης και ενσωμάτωσης μαζών που έχουν εξατομικευτεί και περιθωριοποιηθεί από τους παραδοσιακούς χώρους της πολιτικής, της επικοινωνίας και του πολιτισμού. Ας πάρουμε με τη σειρά τα ζητήματα.
Η πρώτη θεωρητική κίνηση που πρέπει να κάνουμε είναι ένας συνολικός γκεσταλτικός (μορφολογικός) επαναπροσδιορισμός του ιστορικού και πολιτικού απολογισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού, που προτιμώ να αναφέρω σαν «ιστορικό κομμουνισμό του 20ού αιώνα» (CSN), για να τον ξεχωρίζω από τον ουτοπικό-επιστημονικό κομμουνισμό (το οξύμωρο του ορισμού είναι ηθελημένο) του Μαρξ, εντελώς μη εφαρμόσιμο γιατί βασίζεται σε αναπόφευκτα λαθεμένες ιστορικές προβλέψεις (συνοπτικά: αδυναμία της καπιταλιστικής αστικής τάξης να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, επαναστατική ικανότητα της εργατικής τάξης που αμείβεται με μισθό ή ημερομίσθιο. Υποθέσεις και οι δύο που διαστρεβλώθηκαν από την ιστορία).
Η «αριστερά», αυτό το συγκεχυμένο πολιτιστικά αμάλγαμα διανοουμένων, που ο Ζωρζ Σορέλ πρώτος εντόπισε, πρόβαλε από πολύ νωρίς κάποιες τεχνητές αντιθέσεις il teatrino della contrapposizione: είναι ή δεν είναι η ΕΣΣΔ σοσιαλιστική; Δεν θέλω να κουράσω τον αναγνώστη με τα υπέρ ή κατά επιχειρήματα (σταλινικοί, τροτσκιστές, νεοφιλελεύθεροι, μπορντιγκιστές κ.λπ.), που θα απαιτούσαν χίλιες σελίδες έστω και για μια απλή αναφορά τους, και για την οποία είμαι ειδικός. Αλλά το πρόβλημα ΕΣΣΔ (και διάφορα υποκατάστατα χωρών που εξαφανίστηκαν με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου) είναι πολύ πιο απλό, γιατί είναι ιστορικό και γεωπολιτικό, και θα το θέσω συνοπτικά έτσι:
Άσχετο από το ότι ήταν ένα τεχνητό πείραμα ισοπεδωτικής κοινωνικής ισότητας κάτω από μια προστατευμένη γεωδαιτική ζώνη (προστατευμένη από έναν απαραίτητο κομματικό εργατικό δεσποτισμό, αφού χωρίς δεσποτικό εξαναγκασμό η προλεταριακή και εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να διευθύνει ούτε καν έναν ερασιτεχνικό ποδοσφαιρικό αγώνα, πόσο μάλλον τη «μετάβαση στον κομμουνισμό»!), το σοσιαλιστικό σύστημα των «κομμουνιστικών» κρατών (ο μοναδικός κομμουνισμός που υπήρξε ποτέ, κι όχι οι σνομπ διακηρύξεις των διανοουμένων της Ρώμης ή η ασυντόνιστη δράση των φορντιστών εργατών με τις σφυρίχτρες και τα ταμπούρλα τους), επηρέασε άμεσα την ιστορία του καπιταλισμού, περιορίζοντας εν μέρει την εγγενή τάση του να παίρνει αυθεντικές μορφές. (…)
Έτσι, ανεξάρτητα από το δεσποτισμό της και τα άθλια χαρακτηριστικά του πολιτικού της προσωπικού (κομμουνιστές μηδενιστές, οπορτουνιστές, λεχρίτες και αυτοκαταστροφικοί), ζήτω, ζήτω, ζήτω ο ιστορικός κομμουνισμός του 19ου αιώνα, και παραμένει μια τραγωδία το ότι δεν θελήσανε, δεν καταφέρανε, δεν μπορέσανε να επιφέρουν αλλαγές στην πράξη, όπως ελπίζανε οι μεγαλύτεροι ανεξάρτητοι μαρξιστές του 20ού αιώνα (ο Λούκατς, ο Γκράμσι, ο Μπλοχ κ.λπ., στη σχολή των οποίων εθήτευσα, ενώ πάντα είχα μια απέχθεια και διαφωνούσα για τον λεγόμενο χώρο των σνομπ Ιταλών διανοουμένων που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αριστερά»).
Άρα τραγωδία, τραγωδία, τραγωδία.
(συνεχίζεται)
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
Επιμέλεια: Στέλιος Ελληνιάδης