Στις 30 Μαρτίου συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο του Μανώλη Γλέζου. Από τότε είχε παρατηρηθεί ότι ο θάνατός του συνέπεσε με την επέτειο της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη στις 30 Μαρτίου 1952. Κατά κάποιο τρόπο, δύο ήρωες και σύμβολα, γεννήματα της ιστορίας της δεκαετίας ’40-‘50, προκαλούν πολλές σκέψεις και συγκινήσεις σε πολύ κόσμο. Βέβαια ο Μανώλης Γλέζος, ο «Μανώλης της καρδιάς μας» όπως ήθελε ο ίδιος να τον θυμούνται όταν θα έφευγε, είναι πολύ κοντινός, και νωπός ο θάνατός του. Όπως ο ίδιος μας έλεγε, από τύχη ζούσε, συνεχίζοντας να αγωνίζεται μέχρι την τελευταία πνοή του.
Έτσι όλοι τον θυμόμαστε όχι μόνο από την εξαιρετικά σημαντική ενέργεια –μαζί με τον Απόστολο Σάντα– να κατεβάσουν τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη, αλλά για όλους τους αγώνες που έδωσε ενάντια στα μνημόνια, για τις γερμανικές επανορθώσεις, για τις ομιλίες του σε εκατοντάδες σχολεία της χώρας, για την επιμονή και το πείσμα του, για τον τόπο του την Απείρανθο, και τόσα άλλα. Ζωντανός θρύλος, σύμβολο και άνθρωπος με μεγάλο ειδικό βάρος και πολιτικό όγκο. Μόνος του μπορούσε –χάρη σε αυτά που συμβόλιζε και στην εμβέλεια που είχε– να πετύχει πολύ περισσότερα από αυτά που δεν άγγιζαν ή δεν μπορούσαν να πετύχουν κόμματα και σχηματισμοί. Πεισματικά αριστερός, αλλά και χαρισματικά δεμένος με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, γνώριζε από πρώτο χέρι τα καλά αλλά και τα στραβά της αριστεράς, έχωνε πολλές φορές το μαχαίρι ίσαμε το κόκκαλο, και σε όλη του τη ζωή υπηρέτησε τον ελληνικό λαό, ζώντας λιτά και παραδειγματικά.
Από την άλλη ο Νίκος Μπελογιάννης στα 37 του χρόνια είχε ήδη μια σημαντική πορεία. Ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, φυλακίσεις, τραυματισμοί, προσφυγιά, αλλά και δύο βιβλία-εργασίες, μία για το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα και μια σύνοψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας (έργα γραμμένα στις φυλακές). Έρχεται στην Ελλάδα παράνομος, πιάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται. Η δίκη του, η στάση του ίδιου απέναντι στις κατηγορίες, και το μεγάλο κίνημα που δημιουργήθηκε για τη σωτηρία του στην Ελλάδα και διεθνώς (το μαρτυρά και το σκίτσο του Πικάσο) αποτέλεσαν μια στιγμή ανάτασης μόλις τρία χρόνια μετά την ήττα στον Εμφύλιο. Έτσι γράφτηκαν βιβλία, έγιναν ταινίες για τη δίκη του, αποτέλεσε ένα από τα θετικά παραδείγματα και σύμβολα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Εποχές, γεγονότα και «συναντήσεις» που γέννησαν τέτοιους ανθρώπους
Μέχρις εδώ είναι τα απλά και εύκολα. Δηλαδή αυτά που μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας και να συμφωνήσει. Υπάρχουν όμως μια σειρά από θέματα και ζητήματα, που δεν αφορούν τους ανθρώπους, αλλά τις εποχές που έζησαν και τα ιστορικά γεγονότα που τους «γέννησαν», τη στάση που κράτησαν και τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι την ιστορία και ίσως να υποπτεύονταν τον ρόλο τους σε αυτήν. Την ιστορία την φτιάχνουν οι άνθρωποι, οι πολλοί και απλοί άνθρωποι που μπαίνουν σε κίνηση ωθούμενοι από τις αντιθέσεις του πραγματικού βίου τους. Και μέσα στον αγώνα που γίνεται ξεχωρίζουν ορισμένες μορφές-πρόσωπα, είτε για την αποφασιστική ή ηρωική στάση τους ή ακόμα και για ανεπανόρθωτα λάθη. Στη λαϊκή μνήμη κατακάθονται συνήθως οι αγνές και ηρωικές μορφές, ακόμα κι αν αυτές σε πολλές περιπτώσεις κινήθηκαν «αιρετικά». Πιο χαρακτηριστική περίπτωση από αυτήν του Άρη Βελουχιώτη δεν υπάρχει. Όλοι όσοι αναφέρθηκαν ονομαστικά ήταν παιδιά του λαϊκού ριζοσπαστισμού και της συνάντησής του με το ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα. Παρόλο που δεν μπορεί να ταυτιστεί όλο το ΕΑΜικό κίνημα με το κομμουνιστικό κίνημα, οι μορφές στις οποίες αναφερόμαστε ήταν γεννήματά του και πήραν μέρος στο κομμουνιστικό κίνημα. Επομένως η αποτίμησή τους δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συνολική αποτίμηση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, των ιδιαιτεροτήτων του και των ορίων του.
Πεισματικά αριστερός, αλλά και χαρισματικά δεμένος με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, γνώριζε από πρώτο χέρι τα καλά αλλά και τα στραβά της αριστεράς, έχωνε πολλές φορές το μαχαίρι ίσαμε το κόκκαλο, και σε όλη του τη ζωή υπηρέτησε τον ελληνικό λαό, ζώντας λιτά και παραδειγματικά
Ο Μανώλης Γλέζος ξεχωρίζει επειδή έζησε και το «μετά» και διένυσε πολλές δεκαετίες, βιώνοντας πολλές καταστάσεις της Αριστεράς, των αποκαθηλώσεων, των διαλυτικών διεργασιών, συνολικά των περιπετειών της ως τις μέρες μας. Στην πορεία του μέσα στις δεκαετίες αυτές θα λέγαμε ότι από το ’70 και ύστερα συναντήθηκε πιο πολλές φορές με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό παρά με τις κομματικές ορθοδοξίες, παραμένοντας πάντα και πεισματικά αριστερός – αλλά ιδιότυπος αριστερός. Μπορούσε να πάει στην κηδεία των Μπάαντερ-Μάινχοφ, όπως μπορούσε και να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ για μια περίοδο. Υποστήριζε την άμεση δημοκρατία και την αναγκαία συμμετοχή και γνώριζε ότι ο ίδιος είχε μια απήχηση πολλή μεγάλη σε σχέση με κομματικούς σχηματισμούς. Κόντραρε ηγεσίες και ηγεμονισμούς, αλλά και διέσωσε πολλές φορές εκείνους που θα του φερόντουσαν με τον χειρότερο τρόπο. Ήξερε να ζητά συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για όσα δεν εμπόδισε να γίνουν, όπως δεν είδε πώς θα μπορούσε να προκύψει κάτι άλλο πέρα από την Αριστερά σαν χώρο…
Οι μυθολογίες που δεν χρειαζόμαστε
Αυτό που καθόλου δεν χρειαζόμαστε σήμερα είναι οι μυθολογίες. Ειδικά αυτές που αφορούν πρόσωπα. Είτε υμνητικές είτε καταδικαστικές μυθολογίες. Ιδίως, δεν χρειαζόμαστε μια ορισμένη χρησιμοποίηση ηρώων και συμβόλων για να καλυφθούν αδυναμίες, λάθη, κενά όχι της παλιότερης εποχής (που διαπράχθηκαν τέτοια), αλλά τα σύγχρονα, αυτά των ημερών μας. Πρωτοστατεί λόγου χάρη ο Περισσός στην ιδιοποίηση της ιστορίας και στην παραχάραξή της ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (σε τι βοηθά η αντιπαράθεση ΕΑΜ και ΔΣΕ, και μάλιστα με όρους τάχα στρατηγικής;). Αυτή η παραχάραξη παίρνει χαρακτήρα αλαζονικής μονοπώλησης της αγωνιστικής ιστορίας, και με δικαίωμα καταγγελίας αφ’ υψηλού όποιας άλλης κίνησης (το ύφος π.χ. των θέσεων του ΚΚΕ για την «αστική» επανάσταση του 1821 είναι χαρακτηριστικό). Για παράδειγμα, μέχρι τέλους, τον Μανώλη Γλέζο τον έλουζε με ένα σωρό επίθετα…
Αλλά δεν είναι μόνο ο Περισσός. Ολόκληρη μυθολογία στήθηκε από επίγονους του ΚΚΕεσωτ. πως ο Μπελογιάννης ήταν ίσως ο προάγγελος του ευρωκομμουνισμού και της «ανανέωσης». Κι όχι μόνο: ότι αυτός μαζί με τον Πλουμπίδη ίσως να έπαιζαν άλλο ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλες μυθολογίες πάλι δεν έχουν ακριβώς κομματική προέλευση – για παράδειγμα πολλά γραπτά της Έλλης Παππά οδηγούν σε τέτοιες εκτιμήσεις. Αντίστοιχες μυθολογίες έχουν στηθεί και για τον Χαρίλαο Φλωράκη, ιδιαίτερα από πολλούς που προέρχονται από τον χώρο του ΚΚΕ.
Τα κρίσιμα να λέγονται την ώρα που πρέπει
Για όλους αυτούς τους λόγους, ας βάλουμε ορισμένα κριτήρια. Οι γενικότεροι συσχετισμοί και η κίνηση των μαζών καθορίζουν την ιστορική κίνηση. Ιδιαίτεροι άνθρωποι είναι γεννήματα των ιστορικών εποχών, και πολύ σπάνια παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο (πάρα πολύ σημαντικοί διανοητές, ή πάρα πολύ σημαντικοί ηγέτες). Ο ρόλος των ηγετικών μορφών πρέπει να κρίνεται από το πώς ανταποκρίθηκαν στα καθήκοντα που έμπαιναν κάθε φορά. Για παράδειγμα, δεν έχει σημασία να πεις κάτι σωστό (γενικά) 50 ή 60 χρόνια μετά από κάποιο γεγονός, αλλά τη στιγμή που αυτό συμβαίνει.
Τι να την κάνει κανείς την κατόπιν εορτής εκτίμηση π.χ. φωστήρων του Περισσού πως συντελέστηκε παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, όταν στις δεκαετίες που αυτή συντελούνταν το μόνο που έκαναν ήταν να λιβανίζουν τους Μπρέζνιεφ και Αντρόποφ, να αναπαράγουν έργα του Σουσλόφ και να χαρίζει η Αλέκα Παπαρήγα αγάλματα του Ηρακλή στον Γκορμπατσόφ; Ή ακόμα, τι να την κάνει κανείς τη γελοία διαδικασία «αποκατάστασης» του Άρη Βελουχιώτη; (σαν αγωνιστή μόνο, κι όχι σαν κομματικού μέλους, διότι είχε κάνει υποχωρήσεις…).
Τι να κάνεις τις θέσεις για ιμπεριαλιστική Ελλάδα όταν πέφτουν σαν βροχή τα αποικιακά μνημόνια και όταν η χώρα γίνεται χώρος-οικόπεδο και γκριζάρεται η εθνική της κυριαρχία;
Άρα δεν έχουμε καμία ανάγκη από μυθολογίες. Έχουμε ανάγκη από την Ιστορία, πρόσφατη και παλιότερη, όπως έχουμε ανάγκη από σοβαρή μελέτη και προσέγγιση πολλών πτυχών της ιστορίας του τόπου μας.
Οπότε τα κρίσιμα να λέγονται στην ώρα που πρέπει, και όχι μετά από πέντε ή έξι δεκαετίες, εν είδει «πετάω την μπάλα στην εξέδρα». Ακόμα, να μην ξεχνάμε ότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα.