Δεν είναι ίδια όλα τα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, δεν διαπνέονται απ’ τις ίδιες ακριβώς αντιλήψεις γύρω από την Πρόληψη ,οι εργαζόμενοι σε αυτά. Ωστόσο, ένα σημείο που συμφωνούν είναι η κεντρική σημασία της Συνεργασίας, ως περιεχομένου, διαδικασίας και στόχου της Πρόληψης.
Υπάρχουν διάφορα είδη και διαβαθμίσεις συνεργασίας. Για κάποιους συνεργασία είναι, για παράδειγμα μια κοινή εκδήλωση με πολλούς φορείς, που διαρκεί λίγες ώρες και δεν συνεχίζεται με οποιαδήποτε μορφή. Για άλλους, συνεργασία είναι, ο από κοινού σχεδιασμός με εκπαιδευτικούς και η εφαρμογή ενός προγράμματος πρόληψης μακράς διάρκειας στο σχολείο , χωρίς φλας φωτογραφικών μηχανών και επίσημους λόγους. Για κάποιους συνεργασία είναι μια ψυχρή σύμπραξη για την απορρόφηση ενός ευρωπαϊκού κονδυλίου. Για άλλους ενδεχομένως, όλα αυτά να συνιστούν συνεργασία.
Αυτό που κατά τη γνώμη μου μας ενδιαφέρει στο τραπέζι αυτό, είναι η συνεργασία ως ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις (με άλλα λόγια ως ένα από τα τέσσερα επίπεδα της δικτύωσης) οι οποίες δυναμώνουν την Πρόληψη ως Κοινωνική Παρέμβαση.
Ανάμεσα στα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από την υπόθεση αυτή, είναι η ύπαρξη ή μη θεσμικών δικλείδων, που θα επιτρέπουν τις συνεργασίες – η ύπαρξη ή μη ενός αντικειμενικού παράγοντα, για να μιλήσουμε με μια γλώσσα που δεν πολυχρησιμοποιείται πια. Η απάντηση στο ερώτημα είναι δυστυχώς εύκολη: Δεν υφίστανται θεσμικές δικλείδες. Τουναντίον, το μεγαλύτερο μέρος των θεσμικών προβλέψεων περί τη συνεργασία, είναι έτσι δομημένες (ή απούσες) ώστε να προάγουν τον κατακερματισμό, τον ανταγωνισμό, την καταπίεση και τελικά την κατάπνιξη ενδεχόμενα κοινών προσπαθειών, τη ματαίωση και το «ταμπούρωμα».
Στον χρόνο που έχω, θα προσπαθήσω να αναδείξω πλευρές του θεσμικού προβλήματος των Κέντρων Πρόληψης, ως ανασταλτικού παράγοντα συνεργασιών, ξεκινώντας με την παράθεση ενός παραδείγματος, που περιλαμβάνει: Το Υπουργείο Παιδείας, τον ΟΚΑΝΑ, εκατοντάδες σχολικές μονάδες και τις 67 αστικές εταιρείες στις οποίες ανήκουν τα 75 Κέντρα Πρόληψης της χώρας.
Κομίζοντας γλαύκες στη σχολική κοινότητα
Παρότι όλα αυτά τα χρόνια οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης έχουμε οικοδομήσει μάλλον σοβαρές, σταθερές και συνεχιζόμενες συνεργασίες με τα σχολεία σε τοπικό επίπεδο, σε επίπεδο «ηγεσίας» ανακοινώνονται διαρκώς εγκύκλιοι, πρωτόκολλα, υπουργικές αποφάσεις, που δήθεν εισάγουν, «ρυθμίζουν και καθορίζουν την συνεργασία». Φυσικά, μονάχα αυτό δεν κάνουν. Γιατί, στην πραγματικότητα, έρχονται να παρουσιάσουν σαν καινοφανές, κάτι που έχει ήδη συμβεί από τα ”κάτω” και παλεύει να αναπτυχθεί κόντρα στα εμπόδια που δημιουργούνται από τα «πάνω». Αυτές οι ”ρυθμίσεις” δεν ενδιαφέρονται, λοιπόν, για το τι και πώς συνέβη, με ποιες πρακτικές δυσκολίες, με ποιες θετικές και αρνητικές πλευρές, άρα ούτε για το πώς αυτό μπορεί να προχωρήσει παρακάτω. Γι’ αυτό δεν έχουν επιλύσει βασικά εμπόδια, με συνέπεια οι παρεμβάσεις να στερούνται βασικών προϋποθέσεων υλοποίησης, ανάπτυξης και βελτίωσης, έχοντας όγκους επίσημων εγγράφων παραμάσχαλα…
Γίνομαι πιο συγκεκριμένη, ερχόμενη στο παράδειγμα:
Οι πρώτες υπουργικές αποφάσεις -με τα αντίστοιχα πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ υπουργείων παιδείας και υγείας – που «υπογράφονται» στα τέλη του 2010 και στις αρχές του 2011, δεν «περιλαμβάνουν» τα Κέντρα Πρόληψης. Και όμως, το έγγραφο που αποστέλλεται στα σχολεία το ’12 -με θέμα «Δράσεις κατά της βίας στο σχολείο την 6η Μαρτίου »- δημιουργεί καταιγισμό αιτημάτων από τα σχολεία προς τα Κέντρα Πρόληψης, για υλοποίηση ή στήριξη παρεμβάσεων, ως αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας σε θέματα προαγωγής υγείας κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το ίδιο διάστημα ανακοινώνονται στα ΜΜΕ δράσεις -μέσω ΕΣΠΑ- κατά του σχολικού εκφοβισμού, χωρίς καμία αναφορά στα Κέντρα Πρόληψης που υλοποιούν από την αρχή της λειτουργίας τους αυτές τις παρεμβάσεις.
Η πραγματική ζωή εξελίσσεται ξανά εκτός σχεδιασμών και τα Κέντρα Πρόληψης καλούνται από την ίδια την κοινωνία να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά». Τον Οκτώβριο του 2014 ο ΟΚΑΝΑ συμμετέχει στο συντονιστικό όργανο για το «κοινωνικό σχολείο» – για μία ακόμη φορά υποδυόμενος τον εκπρόσωπο των Κέντρων Πρόληψης, ενώ δεν είναι, -και προωθεί σε αυτά επιστολή ,με τίτλο «Συνεργασία Κ.Π. στο πλαίσιο του προγράμματος «κοινωνικό σχολείο». Βάσει αυτής ζητείται -εκτός από τα απολογιστικά στοιχεία -η «συνεργασία» με το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης, σε επίπεδο Σχολών Γονέων. Στις προφορικές διευκρινίσεις από τον Οργανισμό (οι επιστολές που στέλνονται ποτέ δεν απαντώνται γραπτά), η εν λόγω «συνεργασία» συνίσταται στην υλοποίηση από τα Κέντρα Πρόληψης μιας και μοναδικής συνεδρίας με θεματική τις εξαρτήσεις, στις σχολές γονέων που θα πραγματοποιεί το ΙΝΕΔΙΒΙΜ…
Ο χορός των υπουργικών αποφάσεων καλά κρατεί, με την τελευταία υπουργική απόφαση (Γενάρης 2016) να αφορά τη σύσταση κεντρικής επιστημονικής επιτροπής, η οποία θα εποπτεύει και θα συντονίζει το δίκτυο πρόληψης και αντιμετώπισης της σχολικής βίας, του εκφοβισμού, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του χουλιγκανισμού, της ομοφοβίας και γενικότερα τη λεγόμενη «οργάνωση του Δημοκρατικού σχολείου». Επίσης, αναγράφεται ότι οι σχετικές συνεργασίες θα γίνονται με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Καθώς έγραφα αυτή την εισήγηση, κοινοποιείται και νέο μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και ΟΚΑΝΑ, βασισμένο στην προαναφερόμενη υπουργική απόφαση. Η «εξειδίκευση των δράσεων» συνεχίζεται.
Η αποσπασματικότητα και η επιδερμικότητα επιβάλλονται μετ’ επαίνων. Οι σύντομες, «πυροσβεστικές» και επικοινωνιακές «επεμβάσεις» πριμοδοτούνται έναντι της παρέμβασης, έτσι κι αλλιώς τα νούμερα μονάχα ενδιαφέρουν. Το μνημόνιο δεν αίρει το δικαίωμα συνεργασιών με ιδιωτικούς φορείς. Θα μου πείτε, εδώ ο νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών του 2013 δεν αναφέρει καν προδιαγραφές για τις ιδιωτικές δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης. Τα πρακτικά προβλήματα μένουν συσσωρευμένα κι ανυπέρβλητα, αλλά το «δημοκρατικό σχολείο» ανθίζει και τα «κεντρικά» του ΟΚΑΝΑ έχουν συμμετάσχει σ’ αυτή τη «δημοκρατική αλλαγή», αποφασίζοντας για τα Κέντρα Πρόληψης χωρίς αυτά…
Θεσμικά κενά επί τάπητος
Όσα αναφέραμε στα προηγούμενα παραδείγματα, μαζί με πολλές ακόμη εκτροπές και λαθροχειρίες, που ο χρόνος δεν επαρκεί για να τις αναφέρουμε, «συναντιούνται» με χρόνιες παθογένειες των σχολείων, που ταλαιπωρούν εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς, αλλά και με το σοβαρότατο θεσμικό έλλειμμα των Κέντρων Πρόληψης. Θα αναφέρω ενδεικτικά αποτελέσματα αυτής της «συνάντησης»:
- Η υλοποίηση των δράσεων των Κέντρων Πρόληψης σε ολόκληρες περιφέρειες σχολικών μονάδων εξαρτάται από τη διάθεση του εκάστοτε Προϊσταμένου Εκπαίδευσης ή Διευθυντή σχολείου, ή Υπευθύνου Σχολικών δραστηριοτήτων ή Σχολικού Συμβούλου, οι οποίοι ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις εγκυκλίους, εξαιτίας και της ασάφειάς τους. Ολόκληροι προγραμματισμοί δράσεων στη σχολική κοινότητα αλλάζουν ή διακόπτονται με παρεμβάσεις προσώπων από τις προαναφερόμενες θέσεις.
- Η ασυντόνιστη εμπλοκή πολλών φορέων -που υλοποιούν αποσπασματικές παρεμβάσεις- έχει ως αποτέλεσμα μια αχρείαστη αλληλοεπικάλυψη. Αρκετές δράσεις, μάλιστα, είναι από αναποτελεσματικές μέχρι επικίνδυνες, αφού όλοι, σχετικοί και μη, «τρέχουν» να κάνουν κάποια «δράση». Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται επαγγελματικές ομάδες όπως αστυνομικοί, ιατροδικαστές, εργαζόμενοι στους Δήμους, στα Κέντρα Υγείας, η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής που είναι και ψυχολόγος ή η ψυχολόγος εξ Αμερικής που γνώρισε ο Διευθυντής του σχολείου στην παραλία της Χαλκιδικής πέρσι το καλοκαίρι….
Επιπλέον, διάφορες ΜΚΟ στήνουν προγράμματα «πρόληψης», διάρκειας 5-6 μηνών, μόνο και μόνο για να απορροφήσουν ΕΣΠΑ. Υπενθυμίζω ότι τα Κέντρα Πρόληψης είναι οι μοναδικές δομές που παρέχουν μακροχρόνιες ,συνεχείς και βιωματικές υπηρεσίες πρωτογενούς πρόληψης λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής , ίσως μάλιστα επειδή ακριβώς, δεν απορροφούν ΕΣΠΑ…
- Βάσει των «διευκρινίσεων» για τις σχολές γονέων του ΙΝΕΔΙΒΙΜ, τα Κέντρα Πρόληψης υποχρεώνονται σε «συνεργασία» αντίθετη με τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία τους στον χώρο της οικογένειας, δεδομένου ότι τα Κέντρα Πρόληψης υλοποιούν κάθε χρόνο πλήθος σεμιναρίων για γονείς, διάρκειας έως 3 μηνών ή και περισσότερο. Πολλά από αυτά, μάλιστα, συνεχίζονται -εφ’ όσον υπάρχει αίτημα-, με απώτερο στόχο την μετεξέλιξη των ομάδων σε «πυρήνες» πρόληψης στις τοπικές κοινωνίες (π.χ. Πρόγραμμα «εκπαίδευση στην αυτοδιαχείριση», ομάδες ενεργών πολιτών). Καμία σχέση με τη μία συνεδρία των εξαρτήσεων ανά ομάδα, σύμφωνα με την «καθοδήγηση» του κατά τα λοιπά επιστημονικού επόπτη ΟΚΑΝΑ.
- Επιπλέον ενώ τα Κέντρα Πρόληψης είναι σε άμεση και διαρκή συνεργασία (μέσω των σεμιναρίων) με γονείς και εκπαιδευτικούς, δεν τους επιτρέπεται να έρθουν σε μια πρώτη διερευνητική επαφή με τον μαθητή στο χώρο του σχολείου, όταν εκφραστεί σχετικό αίτημα από το σχολείο με τη συγκατάθεση γονιού, επειδή δεν είναι δημόσιος φορέας.
- Η μορφή της αστικής εταιρείας εξάλλου, πολλές φορές έχει σταθεί εμπόδιο σε συνεργασίες και από την άποψη ότι πολλοί εκπαιδευτικοί, βάσει των εμπειριών τους, δεν θέλουν ΜΚΟ στα σχολεία – εμπιστεύονται μονάχα υπηρεσίες που όχι μόνο είναι, αλλά και φαίνονται δημόσιες, άρα είναι πιο πιθανό να μην κάνουν «δράσεις-φωτοβολίδες». Οι εργαζόμενοι στα Κέντρα, διαχρονικά στη γκρίζα ζώνη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, έχουν βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωποι με ζητήματα νομιμότητας, που όλες οι εγκύκλιοι του κόσμου δεν μπορούν να ρυθμίσουν, όσο διατηρείται το καθεστώς των επιχορηγούμενων Αστικών Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών.
Το νομικό αυτό μόρφωμα, τέλος, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένας ενιαίος ισότιμος «συνομιλητής», που θα διαβουλευτεί με τα Υπουργεία, θα μεταφέρει ο ίδιος τη φιλοσοφία, το σκεπτικό, τις άμεσες εμπειρίες και το έργο των δομών, θα προωθήσει από τη δική του σκοπιά σαφείς δικλείδες συνεργασίας.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης Ρακιντζή για τα Κέντρα Πρόληψης (2011) επιβεβαιώνουν, από μιαν άλλη οπτική, τα παραπάνω:
«… Το Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας δεν έχει αξιοποιηθεί, παρόλο που έχουν περάσει τουλάχιστον 6 χρόνια από την υπογραφή του. Παρατηρείται πολύ μικρή διείσδυση στην σχολική κοινότητα όχι με ευθύνη των Κέντρων … Οι δράσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν ευοδωθεί κατόπιν των σχετικών πρωτοβουλιών του επιστημονικού προσωπικού των Κέντρων για την εξασφάλιση των σχετικών αδειών … Παρατηρείται ελλιπής ενθάρρυνση, ακόμη και καχυποψία εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με την υλοποίηση δράσεων από στελέχη των Κέντρων Πρόληψης στη σχολική κοινότητα …»
Ο «από τα κάτω» αγώνας για συνεργασίες
Κοντά στο παράδειγμα αυτό, υπάρχουν και άλλα πάρα πολλά, που αναδεικνύουν τα προβλήματα συνεργασίας με το Υπουργείο Υγείας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το Υπουργείο Άμυνας, τις δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης και τις ψυχοκοινωνικές δομές εν γένει, σαφώς και την τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού, που μάλιστα εκπροσωπείται στα Δ.Σ. των Κέντρων Πρόληψης.
Ευελπιστώ ότι, στο πλαίσιο του διαλόγου που θα ακολουθήσει τις εισηγήσεις, θα έχω τη δυνατότητα να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, ειδικά με την τοπική αυτοδιοίκηση μιας και η παρέμβαση στο επιστημονικό έργο ήταν το «κοινό μυστικό» όλων όσων δουλεύουν στις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες / Κέντρα Πρόληψης. Κάνω αυτή την αναφορά ως απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι τα Κέντρα Πρόληψης ως Αστικές Μη κερδοσκοπικές Εταιρείες έχουν το «πλεονέκτημα της αυτονομίας του επιστημονικού έργου»…
Απέναντι, πάντως, σ’ αυτά τα δεδομένα, πολλά Κέντρα Πρόληψης, προσπαθώντας να βελτιώσουν τις «συνθήκες» μέσα στις οποίες καλούνταν να υλοποιήσουν το έργο τους, «απάντησαν» με τη δικτύωση, δεδομένου ότι, όπως προανέφερα για τους περισσότερους εργαζομένους Φιλοσοφία Πρόληψης και δικτύωση (δηλαδή επικοινωνία, συνεργασία, συντονισμός, διασύνδεση) είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες.
Θα αναφέρω μονάχα ένα -λόγω χρόνου- παράδειγμα συνεργασίας «από τα κάτω». Πρόκειται για την Ομάδα Δικτύωσης των Ψυχοκοινωνικών Υπηρεσιών της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής. Η ομάδα δημιουργήθηκε στις αρχές του 2007, με πρωτοβουλία του Κέντρου Πρόληψης Χαλκιδικής. Η σχετική ανάγκη προέκυψε από τη διαπίστωση, ότι η χωρίς σχεδιασμό και συντονισμό «εμπλοκή» των διαφόρων υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των αιτημάτων βοήθειας της κοινότητας, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο μη επιστημονικές αποκρίσεις, αλλά και τραγικές συνέπειες σε κάποιες περιπτώσεις (περιστατικό παιδικής κακοποίησης). Αρχικός στόχος του εγχειρήματος ήταν, να προκύψει ένα δίκτυο συνεργασίας των υπηρεσιών που εμπλέκονται στην υποδοχή των αιτημάτων βοήθειας (περιστατικών) οποιασδήποτε φύσης – και κατά συνέπεια να διασφαλιστεί η επιστημονική αντιμετώπισή τους και η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Στην πορεία εκφράστηκε η ανάγκη των μελών για αλληλοεποπτεία, μοίρασμα, ανατροφοδότηση, ανάπτυξη επιμέρους συνεργασιών, οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της κάθε δομής, καθώς και ανάληψη κοινών και δυαδικών δράσεων.
Η ομάδα διευρύνθηκε (η διεύρυνση ήταν ένα από τα «δυνατά σημεία», σύμφωνα με την αυτοαξιολόγηση της ομάδας) πριν από λίγους μήνες, με τη συμμετοχή του Δικτύου για την πρόληψη της βίας στα σχολεία της Π.Ε. Χαλκιδικής, δηλαδή με τη συμμετοχή από τον χώρο της εκπαίδευσης των Σχολικών Συμβούλων Α΄θμιας & Β΄θμιας Εκπαίδευσης, Υπευθύνων Σχολικών Δραστηριοτήτων (το ΚΕ.Δ.Δ.Υ και ο Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων συμμετείχαν από πριν). Μετά από 8 χρόνια ένα σοβαρό περιστατικό (στην Ορμύλια Χαλκιδικής) αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο ίσως τρόπο, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η ομάδα.
Η αξιολόγηση της ομάδας ανέδειξε ως «αδύνατο σημείο» / «απειλή» τις παρεμβάσεις των αιρετών στη λειτουργία της ομάδας και στο έργο της .
Δεν είναι τυχαίο ότι το Κέντρο Πρόληψης συμμετείχε σε όλο αυτό το εγχείρημα με νέα διοίκηση, ούτε ότι οι παρεμβάσεις αυτές αφορούσαν δομές με εξαιρετικά προβληματικό θεσμικό πλαίσιο (τα προγράμματα «Βοήθεια στο Σπίτι» και άλλες αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες).
Οι θεσμικές προϋποθέσεις της συνεργασίας
Φτάνοντας στο κατά προσέγγιση «κλείσιμο» ενός ζητήματος που καλά-καλά δεν άνοιξε με την εισήγησή μου, θα ήθελα να τονίσω ορισμένα σημεία, που θεωρώ κομβικά σ’ έναν διάλογο γύρω από τη συνεργασία στο πεδίο της πρόληψης & αντιμετώπισης της εξάρτησης αλλά και των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων εν γένει.
Οι δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης στην Ελλάδα, εκτός του ΟΚΑΝΑ που υπήρξε από την αρχή καθαρά κρατική πρωτοβουλία, αναπτύχθηκαν με βάση τον ισχυρό βολονταρισμό εμπνευσμένων ομάδων και τη σύνδεση με το πιο ζωντανό, αγωνιστικό τμήμα της κοινωνίας.
Αρχικά το ΚΕΘΕΑ, με τον Φοίβο Ζαφειρίδη, τον ιδρυτή της «Ιθάκης». Θυμάμαι τις τοπικές εφημερίδες εκείνης της εποχής να μιλάν για ένα κοινωνικό «πείραμα» που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν, οι πρωτοβουλίες της Κατερίνας Μάτσα και, αργότερα, του Παναγιώτη Γεωργάκα, που μετέτρεψαν τμήματα ψυχιατρικών νοσοκομείων σε πρωτοποριακές κοινοτικές δομές θεραπείας. Οι κοινοτικές αυτές δομές ένοιωσαν νωρίς την ανάγκη να προασπίσουν την ιδιαίτερη ιδρυτική «φιλοσοφία» τους από τις επιβολές του κράτους, στα ευρύτερα πλαίσια του οποίου αναγκαστικά, λόγω οικονομικών αναγκών, λειτουργούσαν. Η ανάγκη αυτή συχνά διαμόρφωνε μια στάση «κλειστότητας» απέναντι στη λειτουργική διασύνδεση σε ένα ευρύτερο κοινό σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, ο ΟΚΑΝΑ διαχρονικά τασσόταν υπέρ ενός σχήματος διασύνδεσης των φορέων αντιμετώπισης της εξάρτησης, στο οποίο αυτός θα ηγεμόνευε, θα είχε «το πάνω χέρι».
Τα Κέντρα Πρόληψης, από μια τρίτη θέση, δεν είχαν ποτέ μια ενιαία στάση απέναντι στο ζήτημα της διασύνδεσης των φορέων – ακριβώς λόγω του πολυκερματισμού τους. Η μόνη συλλογικότητα που έχει μια σαφή θέση μέσα από τις Γενικές Συνέλευσης των Μελών της και τη διεκδικεί δυναμικά, είναι το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, που διοργανώνει και τη σημερινή Ημερίδα.
Η θέση της συλλογικότητάς μας είναι ότι, ιδιαίτερα στο περιβάλλον της πολύπλευρης κρίσης, τόσο οι φόβοι όσο και οι ηγεμονισμοί πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη διάθεση συνεργασίας. Αναγκαία προϋπόθεση για αυτό είναι ένας «καθαρός» λόγος από την πλευρά της Πολιτείας, που θα τονίζει ότι έχει να ωφεληθεί από την πολυφωνία, τη συλ-λειτουργία «φιλοσοφιών» και επιστημονικών προσεγγίσεων, χωρίς κρυμμένες προθέσεις «μνημονιακών» μαζεμάτων ή ναπολεοντισμών όσων εκπροσωπούν οργανικά την κυβερνητική πλευρά.
Σήμερα, λοιπόν, που το Υπουργείο Υγείας μιλά για «λειτουργική διασύνδεση» των δομών αντιμετώπισης της εξάρτησης, η συλλογικότητά μας βλέπει μια Θέση χρόνων να περνά στην επίσημη κυβερνητική ατζέντα, αρκεί να τηρούνται οι εξής βασικοί άξονες υλοποίησης ενός τέτοιου εγχειρήματος:
– Δημιουργία ενός πραγματικού, ουσιαστικού Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου που θα ενημερώνεται -κατά το δυνατό αδιαμεσολάβητα-, θα συντονίζει, θα αξιολογεί, θα πιστοποιεί τις δομές και δράσεις πρόληψης, θα οργανώνει σχετικές εκπαιδεύσεις και επιμορφώσεις, θα διευκολύνει τη συνεργασία των υπαρκτών δομών του χώρου των εξαρτήσεων, τις δικτυώσεις με άλλες ψυχοκοινωνικές δομές κ.ο.κ.
– Σύνταξη και εφαρμογή ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εξάρτησης – κενό που κακήν-κακώς «μπαλώνεται» με πρόχειρες, φευγαλέες, ανούσιες και συχνά επικίνδυνες πρωτοβουλίες του ενός ή του άλλου Υπουργείου, με έντονο το τυχοδιωκτικό στοιχείο, ιδιαίτερα όταν οι πρωτοβουλίες αυτές γεννιούνται στη φάτνη ενός επιχειρηματικού ευρωπαϊκού προγράμματος.
– Ισότιμη συμμετοχή όλων των υπαρκτών φορέων του χώρου των εξαρτήσεων στη σύνταξη και εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου και στην επικοινωνία με το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο, ως αυτοκέφαλων φορέων.
– Υπάρχει, όμως, εδώ και μια «προϋπόθεση της προϋπόθεσης»: Δεν μπορούμε να συζητάμε για ισοτιμία μεταξύ φορέων, χωρίς να μετεξελιχθούν τα Κέντρα Πρόληψης σε αυτοκέφαλο φορέα Πρόληψης. Μέχρι σήμερα, τα Κέντρα Πρόληψης δεν λειτουργούν ως φορέας, αλλά ως 67 ξεχωριστές αστικές εταιρείες, με 391 εργαζομένους και 469 μέλη διοικήσεων. Αντίστοιχα σοβαρά -παρότι όχι τόσο σύνθετα- ζητήματα ύπαρξης αντιμετωπίζουν το 18 ΑΝΩ και οι δομές του ΨΝΘ – και θα σταθούμε στο πλευρό των συναδέλφων, στηρίζοντας τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους για επίλυση των προβλημάτων.
Ειδικότερα για τα Κέντρα Πρόληψης
Κατά συνέπεια, χρειάζεται η πολιτική ηγεσία να διασφαλίσει τη συνέχεια και την ανάπτυξη του έργου των Κέντρων Πρόληψης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ιδιαίτερου τοπικού/αποκεντρωτικού χαρακτήρα τους, με την ίδρυση ενός αυτόνομου Θεσμού, με την ταυτόχρονη ένταξη του συνόλου τους και των εργαζομένων τους σε αυτό. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη, ότι η δουλειά των Κέντρων Πρόληψης -από την αρχή της λειτουργίας τους- ξεπερνά κατά πολύ το αντικείμενο των δομών Αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων, καθώς διασυνδέει την Πρόληψη των Εξαρτήσεων με την Προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση και τη στρατηγική της κοινοτικής παρέμβασης. Συνεπώς, μέσα σε ένα σύστημα λειτουργικά διασυνδεόμενων δομών έχει σημασία ο «πυλώνας» της Πρόληψης να έχει το δικό του αυτόνομο ενιαίο κέντρο, που θα συνδέεται οριζόντια και θα συνομιλεί ισότιμα με τους υπόλοιπους φορείς, εντός του εθνικού πλαισίου «διασύνδεσης».
Χρειάζεται, να γίνει κατανοητό στην πολιτική ηγεσία ότι η συνεργασία μεταξύ Κέντρων Πρόληψης και ΟΚΑΝΑ, παρά τα όσα προσέφερε στα αρχικά στάδια του εγχειρήματος έχει πια ξεπεραστεί. Η φράση «σε συνεργασία με τον Οργανισμό κατά των Ναρκωτικών» -την οποία η αστική εταιρεία έχει ρητή υποχρέωση να αναγράφει σε κάθε επίσημο έγγραφο- στην ουσία δεν υφίσταται. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι συνεργασία για την ανάπτυξη της Πρωτογενούς Πρόληψης, αλλά διελκυστίνδα μεταξύ, της επιβολής αποφάσεων στελεχών’ και κάποιων ηγεσιών του ΟΚΑΝΑ και αντίστασης της συλλογικότητας των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης. Επιπλέον στελέχη του Οργανισμού με διάθεση και πορεία συνεργασίας με τα Κέντρα Πρόληψης απομονώνονται και οι «φωνές» τους παραμένουν μέσα σ’ ένα συρτάρι στα «κεντρικά» του Οργανισμού.
Σε ενεργητική αναμονή ή διεκδικώντας το αυτονόητο
Στο «αναγνωστικό» της κοινωνιολογίας «Η κοινωνία του ανθρώπου», ο καθηγητής Τσαούσης γράφει:
«… Η κοινωνική συνοχή βρίσκει την ενεργό της έκφραση όταν ,κοινωνικά σημαντικοί σκοποί επιδιώκονται μέσω της ανάληψης κοινωνικά προσανατολισμένης δράσης η οποία κάποια στιγμή παγιώνεται και ανάγεται σε κανόνα ενέργειας δηλαδή αποκτά υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τότε μιλάμε για θεσμούς …
»… Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της παγιωμένης δράσης που είναι ο θεσμός θεμελιώνεται σε δύο βάσεις: στην αναγνώριση της αποτελεσματικότητάς της και στην πεποίθηση ότι απ’ όλες τις μορφές δράσης που παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα ,η επιλεγμένη μορφή είναι η ορθή και πρέπουσα …
»… Όταν μια μορφή παγιωμένης δράσης κρίνεται εξ υπαρχής αποτελεσματική και πρέπουσα, περιβάλλεται από την πρώτη στιγμή με υποχρεωτικό χαρακτήρα. Δηλαδή θεσμοθετείται, μέσω τυπικών πράξεων με πιο βασική τον νόμο. Στις σύγχρονες κοινωνίες…. το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό ώστε να αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους …»
Τα Κέντρα Πρόληψης μετά από 20 και πλέον χρόνια λειτουργίας περιμένουν τη «θεσμοθέτησή» τους στη βάση αυτού που απέδειξαν ότι κάνουν καλά και όχι στη βάση αυτών που άλλοι θα ήθελαν να κάνουν… Περιμένουν την ψήφιση ενός συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου….
Το συμπέρασμα ότι η χώρα μας δεν ανήκει στις «σύγχρονες κοινωνίες», ίσως να μην έχει μονάχα αρνητικές χροιές… Ίσως, μάλιστα, να υπερισχύουν οι θετικές χροιές, βλέποντας ας πούμε τον τρόπο με τον οποίο οι «σύγχρονες κοινωνίες» αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της προσφυγιάς και τον άνθρωπο-πρόσφυγα…
Το συμπέρασμα, όμως, ότι σε μια χώρα που διαλύεται μέρα με τη μέρα, η θεσμοθέτηση ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας αναβάλλεται επ’ αόριστον, εξ αιτίας μιας λογικής μαγαζάτορα από κέντρα συμφερόντων και εξουσίας, κανένα θετικό δεν προμηνύει. Ούτε για τους ανθρώπους αυτής της χώρας που είναι οι αποδέκτες των υπηρεσιών, ούτε για όσους εργαζομένους και όσες εργαζόμενες των Κέντρων Πρόληψης, του 18 ΑΝΩ, του ΠΕΘΕΑ ΑΡΓΩ, του ΚΕΘΕΑ, του ΟΚΑΝΑ, του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας, συνεχίζουν να προσπαθούν «από τα κάτω» για ένα αδειανό πουκάμισο, ραμμένο από μύριες μικρές κλωστίτσες Αυταπάρνησης, Προσφοράς, Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης…
* Η Βασιλική Παπαλάμπρου είναι Κοινωνιολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη Κέντρου Πρόληψης Χαλκιδικής «Πνοή»