Τα πάνω από δυόμιση χρόνια πολέμου στην Ουκρανία έχουν αφήσει ήδη βαθιά αποτυπώματα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρη τη Δύση. Οι οικονομικές δυσκολίες, η ανεργία, το κλείσιμο επιχειρήσεων, οι συντριπτικοί περιορισμοί του κράτους πρόνοιας, η καταστολή και το έλλειμμα δημοκρατίας δίκαια συνδέονται στη συνείδηση ευρύτατων στρωμάτων με την επιλογή στήριξης και διαιώνισης του πολέμου στην Ουκρανία, όπως και με την υποστήριξη ή ανοχή στη γενοκτονία της Γάζας.
Η δυσαρέσκεια αυτή γεννά πολιτικά αποτελέσματα. Κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη πέφτουν ή/και αναγκάζονται να στηριχθούν σε ακροδεξιές συνεργασίες. Στη Γαλλία η κυβέρνηση Μακρόν επιβιώνει χάρη στην ανοχή της Λεπέν. Στη Γερμανία, άλλοτε ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε., την επόμενη μέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ είχαμε την κατάρρευση της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, που οδηγεί σε μια αβέβαιη ως προς την έκβασή της πρόωρη εκλογική αναμέτρηση. Στις ίδιες τις ΗΠΑ η επίδραση των ίδιων λίγο πολύ παραγόντων οδήγησε στην επιστροφή του Τραμπ εν μέσω ενός ακραίου διχασμού, που όλα δείχνουν ότι δεν θα λήξει με το τέλος της εκλογικής αναμέτρησης.
Οι προεκλογικές διακηρύξεις Τραμπ είναι λίγο πολύ γνωστές. Εκείνο που μένει να φανεί είναι ποια θα είναι η επίδραση στις επιλογές του από τα τετελεσμένα που η σημερινή διοίκηση Μπάιντεν προκαλεί, και κυρίως από τις συνεχείς πιέσεις που θα ασκηθούν μελλοντικά από τα πολιτικά και οικονομικά κέντρα που στήριξαν και ωφελήθηκαν από τις επιλογές της διακυβέρνησης Μπάιντεν .
Απέναντι στον πόλεμο και τις συνέπειές του, όπως και μπροστά στην επόμενη μέρα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε., οι ιθύνοντες της Ε.Ε. βρίσκονται σε σύγχυση. Εκφράζουν τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στον Μπάιντεν, αλλά αισθάνονται ταυτόχρονα την υποχρέωση να κολακέψουν και τον Τραμπ. Η Ε.Ε., αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση και διεθνή αποδυνάμωση, βρίσκεται σε μια όλο ισχυρότερη εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Ταλαντεύεται χωρίς σχέδιο εν μέσω απρόβλεπτων αλλαγών. Πυροβολεί τα πόδια της, την ίδια στιγμή που μοιάζει ανίκανη να χαράξει μια διέξοδο.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ, αναζητώντας δικαιολογίες για τη στρατιωτικοποίηση των οικονομιών τους, φαντασιώνονται ανακατανομή ρόλων αν η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ αποσύρει την οικονομική στήριξη του πολέμου στην Ουκρανία
Μετά την έκθεση Ντράγκι, ο Νίινιστο
Μέσα σε αυτό τα ασταθές πλαίσιο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρήγγειλε δύο εκθέσεις για το μέλλον της Ε.Ε. από δύο ειδικούς συμβούλους της. Η πρώτη, από τον Μάριο Ντράγκι, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή δεν απασχολεί κανέναν. Μένει να αποδειχθεί αν οι οικονομικές προτάσεις του «σούπερ Μάριο» οδεύουν προς αρχειοθέτηση. Η δεύτερη συντάχθηκε από τον Σάουλι Νίινιστο, πρώην πρόεδρο της Φινλανδίας, και είχε στόχο να αξιολογήσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. σε ένα ασταθές γεωπολιτικό τοπίο, καθώς και να παρουσιάσει συστάσεις για την ενίσχυση της ετοιμότητας της.
Ο πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας, από το προοίμιο της εργασίας του, υποστηρίζει την ανάγκη «μετάβασης της Ε.Ε. σε ολοκληρωμένη ετοιμότητα για να διασφαλιστεί ότι η Ε.Ε. και τα κράτη μέλη της μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν υπό όλες τις συνθήκες». Επισημαίνει ότι η Ευρώπη αντιμετώπισε και βρίσκεται ενώπιον τριών κρίσιμων απειλών («πόλεμος, πανδημία και κλιματική αλλαγή») που έχουν «πολλά κοινά στοιχεία» και «υπογραμμίζουν την ανάγκη για ισχυρότερο ρόλο της Ε.Ε. ως παράγοντα πολιτικού, οικονομικού και ασφάλειας».
Ο Νίινιστο επισημαίνει ότι καθώς οι «απειλές δεν σταματούν στα σύνορά μας, διαχέονται καταιγιστικά μεταξύ των διασυνδεδεμένων τομέων της οικονομίας μας, υπονομεύουν την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών μας», απαιτείται μια «ενισχυμένη συνεργασία στο πλαίσιο της Ε.Ε.» και υπέρβαση όσων είναι «πολιτικά βολικά ή αντιστοιχούν στον μικρότερο κοινό παρονομαστή μεταξύ των κρατών μελών» της. Προτείνει ακόμα την εισαγωγή «ενός νόμου της Ε.Ε., ώστε να καθοριστούν κοινά πρότυπα και μακροπρόθεσμοι στόχοι, ευθυγραμμίζοντας τις προσπάθειες της Ε.Ε. και των κρατών μελών, όπου αυτό είναι δυνατόν».
Είναι αδύνατο στα πλαίσια αυτού του κειμένου να παρουσιαστεί και να αξιολογηθεί το σύνολο των εκατοντάδων σελίδων επισημάνσεων και προτάσεων της έκθεσης Νίινιστο. Θα μείνουμε αποκλειστικά στα πιο βασικά σημεία της.
Διαιώνιση του πολέμου στην Ουκρανία, στρατιωτικοποίηση της οικονομίας
Στην έκθεση του ο Νίινιστο υποστηρίζει εμφατικά την ανάγκη συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία. Προτείνει μάλιστα ως ανάγκη της Ευρώπης την «ενίσχυση της ικανότητας της να παρέχει μεσο-μακροπρόθεσμη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί». Υπογραμμίζει επιπλέον την «επείγουσα ανάγκη να αυξηθεί περαιτέρω η ικανότητα παραγωγής αμυντικών προϊόντων από την Ευρώπη» ώστε να διαιωνιστεί η στήριξη του πολέμου.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στη βάση της ανάγκης στρατιωτικοποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας η Κομισιόν σκοπεύει, όπως αποκαλύπτουν οι Financial Times, να ανακατανείμει τους πόρους του λεγόμενου Ταμείου Συνοχής, διαθέτοντας το 1/3 του προϋπολογισμού της Ε.Ε. (περίπου 392 δισ. ευρώ) για επενδύσεις σε εξοπλισμούς και στρατιωτικές υποδομές. Το σχέδιο αυτό υποστηρίζεται από την έκθεση Νίινιστο, καθώς προτείνεται ότι το 20% του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την περίοδο 2028-2034 (σχεδόν 1 τρισ. ευρώ) πρέπει να διατεθεί για στρατιωτικούς σκοπούς.
Εκείνο που δεν εξηγεί η έκθεση είναι πού θα βρεθούν αυτοί οι πόροι. Γιατί είναι προφανές ότι μια τέτοια κολοσσιαία δαπάνη θα σημάνει ανυπολόγιστη επιβάρυνση για τους πολίτες της Ε.Ε., με τεράστιες περικοπές στο κράτος πρόνοιας, τις κοινωνικές δαπάνες, την αμοιβή εργασίας και τις συντάξεις. Οι προτάσεις αυτές αδυνατούν να αντιληφθούν τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που θα επιφέρουν, ιδιαίτερα στις φτωχότερες χώρες της Ε.Ε., όταν μάλιστα σήμερα ακόμα και οι βασικοί της πυλώνες Ε.Ε. (Γερμανία Γαλλία) βρίσκονται στα όρια οικονομικής ύφεσης και δοκιμάζονται από ασταθή κυβερνητικά σχήματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επισήμανση της έκθεσης, ότι η Ε.Ε. «πρέπει επίσης να είναι έτοιμη να καλύψει τυχόν κενά σε περίπτωση μειωμένου επιπέδου υποστήριξης της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ». Οι ευρωπαϊκές ελίτ, αναζητώντας δικαιολογίες για τη στρατιωτικοποίηση των οικονομιών τους, φαντασιώνονται ανακατανομή ρόλων αν η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ αποσύρει την οικονομική στήριξη του πολέμου στην Ουκρανία. Αποκρύβουν συστηματικά ότι η Βρετανία δήλωσε πως δεν μπορεί πλέον να διαθέσει περισσότερους πυραύλους στο Κίεβο γιατί έχει έλλειψη, η Γαλλία απέσυρε τους λεονταρισμούς για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, και η κυβέρνηση της Γερμανίας κατέρρευσε επειδή οι Φιλελεύθεροι κατάλαβαν πρώτοι το πολιτικό κόστος της συνέχισης του πολέμου και την αδυναμία της Γερμανίας να χρηματοδοτήσει τη συνέχισή του.
Η Ε.Ε. ως συμπληρωματική δύναμη του ΝΑΤΟ
Πρώτη επιλογή της έκθεσης Νίινιστο είναι η ενίσχυση της συνεργασίας Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Χωρίς περιστροφές δηλώνεται ότι η ανάγκη για «μια ισχυρή εταιρική σχέση Ε.Ε.-ΝΑΤΟ είναι απαραίτητη στο πλαίσιο αυτό», και προσδιορίζεται η ανάγκη για χαρτογράφηση μεγάλων στρατιωτικών απροόπτων με συνοχή, και συμπληρωματικότητα με το ΝΑΤΟ. Η έκθεση Νίινιστο προτείνει ότι «η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξετάσουν τρόπους ενίσχυσης του αποτελεσματικού συντονισμού και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των επιτελείων τους», και ότι η Ε.Ε. οφείλει να «προσδιορίσει τις ανάγκες για πρόσθετα μέτρα, σε συμπληρωματικότητα με το ΝΑΤΟ».
Οι εκτιμήσεις αυτές, και οι αντίστοιχες προτάσεις, αναπαράγουν την αντίληψη ότι η Ρωσία προετοιμάζεται ήδη για την επέκταση του πολέμου σε βάρος χωρών μελών του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε. Παραμένει άγνωστο πού στηρίζεται, και μάλιστα με τέτοια βεβαιότητα, η πρόθεση ή η ικανότητα της Ρωσίας (πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά) για μια τέτοια επιλογή. Ξεχνιέται σκόπιμα ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδοτήθηκε από «έγχρωμες επαναστάσεις» και πραξικοπήματα, και από την αμερικάνικη επιλογή για στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας με τη συνεχή επέκταση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή. Ξεχνιέται ότι οι συμφωνίες του Μινσκ έγιναν, κατά ομολογία δυτικών ηγετών, για να προλάβει να εξοπλιστεί η Ουκρανία, και ότι η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός της Κωνσταντινούπολης ανατινάχθηκε κατά απαίτηση της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Αλλά αυτά είναι ιστορία…
Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι στο μυαλό των ιθυνόντων της Ε.Ε. βρίσκεται ένα σχέδιο συνέχισης του πολέμου και όχι αναζήτησης της ειρήνης. Βρίσκεται η ΝΑΤΟποίηση της Ευρώπης και η ανάληψη του βάρους μιας συντριπτικής ήττας της Ρωσίας. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για σχέδιο ουτοπικό και υποκριτικό. Γιατί τι άλλο από υποκρισία είναι να «ανησυχείς» υποτίθεται την ασφάλεια των πολιτών της Ευρώπης, και να αδιαφορείς για τις αντίστοιχες ανησυχίες μιας άλλης χώρας, της Ρωσίας (που βρίσκεται και αυτή στην Ευρώπη) για την ασφάλεια των δικών της πολιτών; Κυρίως όμως είναι ένα σχέδιο αυτοκαταστροφικό, που οι συνέπειές του είναι ήδη ορατές και η συνέχισή του δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε πυρηνική αναμέτρηση και όλεθρο. Ενδεχόμενο που δεν απασχολεί καθόλου την έκθεση Νίινιστο.
Η έκθεση Νίινιστο συνδέει τον πόλεμο, την πανδημία και την κλιματική αλλαγή σαν ενιαία απειλή για την Ευρώπη, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως φυσικό φαινόμενο, και την πανδημία και την κλιματική κρίση ως φαινόμενα που απαιτούν στρατιωτική διαχείριση
Πόλεμος, πανδημία και κλιματική αλλαγή
Από τις πρώτες σελίδες της έκθεσης ο πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας συνδέει τον πόλεμο, την πανδημία και την κλιματική αλλαγή σαν κοινές και ενιαίες απειλές για την Ευρώπη. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων:
«Από την αρχή αυτής της δεκαετίας, η Ε.Ε. έχει βιώσει την πιο σοβαρή πανδημία του αιώνα, τον πιο αιματηρό πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το πιο θερμό έτος στην καταγεγραμμένη ιστορία. Αυτά τα βαθιά ανατρεπτικά γεγονότα δεν είναι ούτε παροδικά ούτε μεμονωμένα. Οδηγούνται και συνδέονται από υποκείμενα ρήγματα, μακροχρόνιες μετατοπίσεις και βαθύτερες αιτίες που υποδεικνύουν μια παρατεταμένη περίοδο υψηλού κινδύνου και βαθιάς αβεβαιότητας για την Ένωση. Πρέπει να αφυπνιστούμε σε μια νέα, ασταθή πραγματικότητα, και δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι οι υποκείμενες κινητήριες δυνάμεις θα διαλυθούν στο ορατό μέλλον».
Η εκτίμηση αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Ο Νίινιστο αναφέρεται στις τρεις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις επιχειρώντας να τις αποσυνδέσει από την πολιτική και τις υπαγορευμένες από οικονομικά συμφέροντα επιλογές των ιθυνόντων. Είναι η πολιτική που οριοθέτησε και οριοθετεί τη διαχείριση αυτών των κρίσεων. Ήταν πολιτική επιλογή το τεράστιο πείραμα διαχείρισης των κοινωνιών που στήθηκε γύρω από την πανδημία, και συνεχίζεται σήμερα με τη διαχείριση του πολέμου και των φυσικών καταστροφών.
Στην πραγματικότητα, η έκθεση προσπαθεί να παρουσιάσει τον πόλεμο σαν ένα φυσικό φαινόμενο και την πανδημία και την κλιματική κρίση σαν φαινόμενα που απαιτούν στρατιωτική διαχείριση. Πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού Υγείας της Σουηδίας αποκάλυψαν ότι για τη διαχείριση της πανδημίας οι εντολές έρχονταν από το ΝΑΤΟ! Η σοκαριστική αυτή δήλωση τώρα προβάλλεται ως λύση, σε πείσμα των διεθνών υγειονομικών αρχών, διεθνών οργανισμών ή του διαλόγου ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα.
Το γεγονός ότι οι φυσικές καταστροφές πλήττουν κυρίως τις πιο φτωχές γειτονιές του πλανήτη δεν ανησυχεί τους ειδικούς συμβούλους τύπου Νίινιστο. Κονδύλια και δαπάνες για πολιτική προστασία δεν προβλέπονται. Μοναδική «λύση» είναι η στρατιωτικού τύπου διαχείριση της κρίσης. Και πράγματι, η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας, μέσω της διασποράς φόβου και παραπληροφόρησης, οι πολιτικές κοινωνικής διαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου που μεγεθύνθηκαν εκείνη την εποχή, επιτάχυναν στον υπερθετικό βαθμό πολλές από τις επιλογές που η έκθεση προτείνει ως λύσεις.
Παραπληροφόρηση και κυβερνοεπιθέσεις ως πρόσχημα συρρίκνωσης της δημοκρατίας
Κεντρική θέση στην έκθεση Νίινιστο έχουν οι αναφορές στο κίνδυνο για την ασφάλεια που συνιστούν οι κυβερνοεπιθέσεις και η παραπληροφόρηση. Όπως σημειώνεται, «η εξάρτησή μας από τις σύγχρονες τεχνολογίες μας καθιστά ευάλωτους σε επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, ενώ οι ανοιχτές, δημοκρατικές κοινωνίες μας είναι ευάλωτες σε επιχειρήσεις
κακόβουλης επιρροής, για παράδειγμα με τη μορφή της σκόπιμης χειραγώγησης πληροφοριών». Δεν διστάζει μάλιστα να κατονομάσει τους υπεύθυνους: «Η Ρωσία, η Κίνα και άλλοι κακόβουλοι παράγοντες εμπλέκονται ενεργά σε υβριδικές επιχειρήσεις (…) ως μέθοδος χαμηλού κόστους, αλλά υψηλής ανταμοιβής».
Οι αναφορές αυτές παραπέμπουν ευθέως στην υιοθέτηση πολιτικών συρρίκνωσης της δημοκρατίας και επέκτασης του αυταρχισμού. Τη στιγμή που τα δυτικά Μέσα έχουν περάσει υπό τον πλήρη έλεγχο της ισραηλινής προπαγάνδας και έχουν μετατραπεί σε απολογητές της γενοκτονίας των Παλαιστίνιων, αποτελεί υποτίμηση της νοημοσύνης μας να γίνεται λόγος για τους «κινδύνους» παραπληροφόρησης. Άλλωστε εδώ και καιρό δοκιμάζεται σε μεγάλη κλίμακα, και έχει αποδειχθεί ως αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης της κοινωνικής συμπεριφοράς, ο ασφυκτικός έλεγχος των επίσημων δυτικών δικτύων πληροφόρησης. Την ίδια στιγμή, ασκείται λογοκρισία σε πληροφορίες ή διώκεται η διατύπωση γνώμης στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι οι λεγόμενοι «κίνδυνοι ασφάλειας» μετατρέπονται σε ασφυκτικό έλεγχο της πληροφορίας. Δεν αποτελούν απλά πρόσχημα συρρίκνωσης της δημοκρατίας, αλλά μετατρέπονται ταυτόχρονα σε κερδοφόρα δραστηριότητα επιχειρήσεων, και σε χρηματιστηριακό εμπόρευμα ανάλογο των ασφαλίσεων της αγοράς παραγώγων.
Παραμένει άγνωστο αν η έκθεση ιδεών Νίινιστο θα έχει «τύχη». Η ουτοπία των στόχων του, όπως και η έλλειψη στοιχειώδους προβληματισμού για τις αιτίες της ρευστότητας του παγκόσμιου πολιτικού σκηνικού, της σφοδρότητας των γεωπολιτικών αναταράξεων, των φανερών σημαδιών υποχώρησης-συρρίκνωσης των δυνατοτήτων της Δύσης και της υποβόσκουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες για την εφαρμογή των προτάσεών του. Την ίδια στιγμή, πιστοποιούν ότι με ή χωρίς Νίινιστο, και παρά τα όσα συντελούνται διεθνώς, η «Συλλογική Δύση» παραμένει η πιο επιθετική δύναμη στον πλανήτη, και ο πιο μεγάλος κίνδυνος για το μέλλον της ίδιας της ανθρωπότητας.