Φωτ.: Δύο πλακάτ σε αντικυβερνητική διαδήλωση προχθές στο Δουβλίνο, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Σιν Φέιν: «Φυλακίστε τους διεφθαρμένους τραπεζίτες και πολιτικούς» και «Οι εγκληματίες τραπεζίτες έχουν εξώσει περισσότερες ιρλανδικές οικογένειες κι από τους Βρετανούς». Η συνεχιζόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια κάνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Ιρλανδίας να βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί…
Διεθνείς ανακατατάξεις πίσω από την «επίθεση» της Κομισιόν στην Apple
«Γιατί, κατά τη γνώμη σας, οι μεγαλύτερες πολυεθνικές της φαρμακοβιομηχανίας και της πληροφορικής στον κόσμο αποφάσισαν να εγκαταστήσουν τα περιφερειακά ή ακόμη και τα παγκόσμια αρχηγεία τους σε ένα νησί το οποίο βρίσκεται πέρα από ένα άλλο νησί που κι αυτό βρίσκεται πέρα από το δυτικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου; Να σας βοηθήσουμε λίγο: δεν είναι επειδή τους αρέσει η γεύση της μπίρας Γκίνες!».
Έτσι ξεκινά η αναδημοσίευση ενός περυσινού κειμένου της αριστερής ιρλανδικής ρεπουμπλικανικής οργάνωσης éirígí, που επεσήμαινε ότι στρατηγική της άρχουσας τάξης είναι η μετατροπή του (κουτσουρεμένου, αφού το βόρειο τμήμα του νησιού παραμένει «βρετανικό») ιρλανδικού κράτους σε φορολογικό παράδεισο. Κι όλα αυτά σε «ανύποπτο» χρόνο, όταν κανείς δεν ασχολούνταν π.χ. με την Apple, παρόλο που (και) αυτή η πολυεθνική ξεπλένει επί χρόνια δισεκατομμύρια στην Ιρλανδία. Σχεδόν μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω, η εν λόγω οργάνωση ανέφερε τότε συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς οι πολυεθνικές αποφεύγουν τη φορολόγηση. Η φοροαποφυγή δεν οφείλεται αποκλειστικά στο χαμηλό συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων στην Ιρλανδία, που είναι μόνο 12,5%, σε αντίθεση με την υπερφορολόγηση των μισθωτών και τα κάθε είδους χαράτσια στα νοικοκυριά (νερό, κατοικία κ.ά.) τα οποία επιβλήθηκαν από την τρόικα – η οποία, παρεμπιπτόντως, υποτίθεται ότι «έφυγε», όμως τα χαράτσια έμειναν. Πέρα από το χαμηλό συντελεστή, η φοροαποφυγή επιτυγχάνεται και χάρη στο συνένοχο κλείσιμο του ματιού από την κυβέρνηση προς τις πολυεθνικές όταν δηλώνουν σχεδόν μηδενικά κέρδη, χωρίς να τους γίνεται κανένας σχετικός έλεγχος. Η Google, λόγου χάρη, το 2014 είχε δηλώσει στην ιρλανδική Εφορία (όπου υπάγονται όλες οι εταιρίες της στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική…) τζίρο 18,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά κέρδη μόλις 0,9%! Χωρίς βέβαια να «ενοχληθεί» από ελεγκτές. Δηλαδή ποσοστό που, όπως ειρωνικά σχολίαζε το κείμενο, «θα υποχρέωνε το λογιστή ενός μικρομάγαζου της γειτονιάς να πει στους ιδιοκτήτες του ότι ήρθε η ώρα να το κλείσουν».
Διιστάμενες απόψεις για τον… εκπολιτισμό του καπιταλισμού!
Σε σχέση με πέρυσι, όμως, φαίνεται ότι άλλαξαν πολλά. Για πολλούς λόγους, η «ανοχή» της ευρωκρατίας εξαντλήθηκε, κι έτσι σήμερα ο κόσμος ολόκληρος συζητά την απόφαση της Κομισιόν να ζητήσει από την ιρλανδική κυβέρνηση να επιβάλει αναδρομικά στην Apple την καταβολή φόρου ύψους 13 δισεκατομμυρίων ευρώ! Απόφαση την οποία η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του κόμματος Φίνε Γκάελ (που κυβερνά με την ανοχή του, υποτίθεται, αιώνιου αντίπαλου κόμματος, του εξίσου νεοφιλελεύθερου Φιάνα Φέιλ) δήλωσε ότι θα εφεσιβάλει, φοβούμενη ότι θα πλήξει τις «επενδύσεις» των πολυεθνικών στην Ιρλανδία. Το αντιπολιτευόμενο Σιν Φέιν, από την άλλη, καταγγέλλει την ευνοϊκή μεταχείριση των πολυεθνικών σε σχέση με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που φορολογούνται «όπως πρέπει» και έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα λόγω της κρίσης. Και καλεί την κυβέρνηση να εισπράξει το φόρο και να χρησιμοποιήσει τα 13 δισεκατομμύρια σε υγεία, παιδεία και κοινωνική πολιτική. Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη: Από τη μια, ένα τέτοιο έσοδο θα πρόσφερε μεγάλη ανάσα στην κοινωνική πλειοψηφία (αν βέβαια διοχετευόταν σε κοινωνική πολιτική, πράγμα πολύ αμφίβολο με την παρούσα κυβέρνηση…). Από την άλλη, η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, που ξαφνικά παρουσιάζεται να αντιστέκεται στις επιταγές της Ε.Ε., αγγίζει το πατριωτικό αίσθημα πολλών Ιρλανδών, που τρέφουν κάθε άλλο παρά τρυφερά αισθήματα για τις Βρυξέλλες.
Τι προκάλεσε αυτή την εξέλιξη; Οι αιτίες είναι πολλές. Το «πρόστιμο» της Κομισιόν στην Apple αντανακλά την ανησυχία βασικών ευρωπαϊκών δυνάμεων για την αδυναμία των «δικών τους» πολυεθνικών απέναντι στις βορειοαμερικάνικες (π.χ. η Google ελέγχει πάνω από το 90% της «αγοράς» διαδικτυακής αναζήτησης στην Ευρώπη), αλλά κυρίως για τις αλλαγές που φέρνει τόσο το Brexit όσο και η υποψηφιότητα του Τραμπ στις ΗΠΑ. Με τον Τραμπ να αναδεικνύεται σε πρωταθλητή του προστατευτισμού εν μέσω ασίγαστης παγκόσμιας κρίσης, και με τη δυτική κοινή γνώμη συνολικά να χάνει την εμπιστοσύνη της στην «προωθητική δύναμη» της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Χίλαρι Κλίντον, μέχρι πρόσφατα φανατική υποστηρίκτρια των συμφωνιών «ελεύθερου εμπορίου», τώρα εμφανίζεται πολύ πιο επιφυλακτική. Το ίδιο μήνυμα, δηλαδή η διαπίστωση ενίσχυσης των τάσεων προστατευτισμού και αύξησης του σκεπτικισμού των πολιτών, βγαίνει και από την πρόσφατη σύνοδο του G20 στην Κίνα, παρά τους περί του αντιθέτου όρκους των πρωταγωνιστών της. Ακόμη και ο Αυστραλός πρωθυπουργός Τέρνμπουλ, πρώην στέλεχος της Goldman Sachs(!), δεν διστάζει να αναφερθεί στην ανάγκη… «εκπολιτισμού του καπιταλισμού». Έτσι παραπαίουν πλέον και οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ε.Ε. για τη συμφωνία ΤΤΙΡ. Και, σε αυτό το κλίμα διεθνούς αβεβαιότητας και αναταραχής, όπως και εντεινόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (ακόμα κι αν παίρνει στρεβλές μορφές), οι Βρυξέλλες τελικά καταλήγουν να εμφανίζονται ως πολέμιοι της φοροαποφυγής των υπερατλαντικών πολυεθνικών.
Κι όμως, σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί το «ιρλανδικό μοντέλο»!
Η νεοφιλελεύθερη ιρλανδική κυβέρνηση δεν είναι βέβαια διόλου ικανοποιημένη με αυτήν την εξέλιξη. Για την ώρα όμως, και παρά την αυξανόμενη εξωτερική πίεση που κορυφώθηκε με την υπόθεση της Apple, κατορθώνει να επιβιώσει παίζοντας ακριβώς το χαρτί της «εθνικής υπερηφάνειας» και των (ανύπαρκτων) «κυριαρχικών δικαιωμάτων» έναντι της ευρωκρατίας. Πόσο θα θελήσει ή/και θα μπορέσει να επιμείνει σ’ αυτή τη γραμμή, είναι άλλο ζήτημα – που θα εξαρτηθεί κι από το βαθμό πραγματικής υποστήριξής της από την Ουάσιγκτον. Στο αντίπαλο στρατόπεδο το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σιν Φέιν, βαδίζει επίσης σε τεντωμένο σκοινί αφού φαίνεται να υποστηρίζει την εκ Βρυξελλών εκπορευόμενη αναδρομική φορολόγηση της Apple, πατώντας όμως πάνω στη λαϊκή απέχθεια για τις πολυεθνικές και στη δελεαστική προοπτική της δυνατότητας διοχέτευσης δισεκατομμυρίων ευρώ σε κοινωνικές πολιτικές. Την ίδια στιγμή, πάντως, δεν αμφισβητεί αυτό καθαυτό το μοντέλο της χαμηλής φορολόγησης των επιχειρήσεων, που αποσκοπεί στην προσέλκυση «ξένων επενδύσεων». Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση ενός εκ των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του Σιν Φέιν, του Μάρτιν Κένι:
«Καταρχήν να υπενθυμίσω ότι το Σιν Φέιν υποστηρίζει πλήρως το ποσοστό φορολόγησης 12,5%. Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση δεν αφορά το ποσοστό. Η Κομισιόν δήλωσε με σαφήνεια ότι “η απόφαση [ΣτΜ: αναδρομικής φορολόγησης της Apple] δεν θέτει σε αμφισβήτηση το φορολογικό σύστημα της Ιρλανδίας ή το ποσοστό φόρου επί των επιχειρήσεων”. Το θέμα αφορά λοιπόν την αμφιλεγόμενη συμφωνία μεταξύ Εφορίας και Apple, που κατέληξε σε ποσοστό φορολόγησης 0,05%. Ένα επιπλέον και εξίσου σοβαρό ζήτημα είναι βέβαια το διεθνές κύρος της Ιρλανδίας – αλλά, για όποιον ενδιαφέρεται γι’ αυτό, τονίζω ότι επλήγη το 2013, όταν ο πρόεδρος της Apple παραδέχτηκε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ ότι σύναψε ειδική συμφωνία με την Εφορία μας. Η έφεση λοιπόν κατά της απόφασης της Κομισιόν παρατείνει τη ζημιά στην υπόληψη της Ιρλανδίας. Η Κομισιόν δικαίως αντιδρά για το γεγονός ότι η Apple εγκατέστησε στη χώρα μας το αρχηγείο της και, με την άδεια της Εφορίας, εισήγαγε στην Ιρλανδία τεράστια κέρδη επί των οποίων δεν επιβλήθηκε ο φόρος του 12,5%, σε ευθεία παράβαση της ιρλανδικής φορολογικής νομοθεσίας. Την ίδια στιγμή, οι απλοί πολίτες δεν έχουν την πολυτέλεια σύναψης τέτοιων ειδικών συμφωνιών με την Εφορία, και απαιτούν δικαιοσύνη και ισονομία στη φορολόγηση»…
Ερρίκος Φινάλης