Περί εντομοκτόνου πολιτικής και άλλων ζιζανίων. Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής
Στα σχόλια των τελευταίων εβδομάδων με αφορμή τις διώξεις κατά της Φαιάς Αυγής αφθονούν οι χαρακτηρισμοί των ηγετικών της στελεχών ως υπανθρώπων, κτηνών και βλαβερών εντόμων. Κάποιοι ζητούν να τους λιώσουμε, όχι ως εγκληματίες αλλά σαν κουνούπια και απαιτούν από την πολιτεία να αναλάβει εντομοκτόνο δράση. Και η οργή τους είναι εντελώς δικαιολογημένη τα εντομοκτόνα όμως προέρχονται από εχθρικό οπλοστάσιο και απαιτώντας τη χρήση τους εναντίον ανθρώπων – όποιοι κι αν είναι αυτοί, διολισθαίνουμε στη λογική της κυρίαρχης εξουσίας και μάλιστα στην ολοκληρωτική της εκδοχή.
Η εξουσία στις πρωτογενείς της πηγές, αυτές που καθορίζουν την ταυτότητα μιας παραποτάμιας φυλής ή το τυπικό μιας καλής λονδρέζικης λέσχης, συγκροτείται από τους έχοντες τον τελικό λόγο στη διπολική απόφαση της έγκρισης και της απόρριψης μιας υποψηφιότητας. Οι τελετές ενηλικίωσης και, προκειμένου για κλειστότερα σώματα, οι πάσης φύσεως διαβατήριες και μυητικές δοκιμασίες, εκεί αποσκοπούν. Εάν, παραταύτα, το σώμα νοσήσει ενεργοποιούνται οι αμυντικοί μηχανισμοί προσδιορισμού του υπαιτίου. Με την αποπομπή του η εξουσία επιβεβαιώνει την κυριαρχία της και την υπογραμμίζει ορίζοντας τα όρια του πολιτικού σώματος που βρίσκεται υπό τη σκέπη της. Επιπλέον υποστασιοποιείται ως αλώβητη διαχωρίζοντας αυτό το σώμα από την λώβη. Παραμένει άφθιτη καθαιρώντας τα μέλη που κηρύσσονται φθισικά και αντικειμενοποιείται η ίδια μετατρέποντας ορισμένα από τα υποκείμενα της πολιτικής ζωής σε αποκείμενα. Η καθαίρεση συνιστά αποκλεισμό από την πολιτική ζωή και καθώς δεν νοείται πολιτική εκτός πόλεως, ο αποκλεισμός γίνεται αποτελεσματικός με την έκπτωση του υποκειμένου (su-jet) και τη εκδίωξή του από την πόλη ως αποκειμένου (ab-jet). Ο πολίτης που (πιστεύεται πως) μολύνει την πόλη γίνεται άπολις, απορρίπτεται, αποπέμπεται – από-κειται πλέον, σαν σκουπίδι, εκτός πόλεως. Η εκδίωξη, από τον εβραϊκό αποπομπαίο τράγο ως τον Αθηναίο φαρμακό, γίνεται βίαια και τελετουργικά. Η αποκομιδή εντούτοις γίνεται καθυστερημένα, αφού η νόσος πλήξει τους ανθρώπους, αποδιοργανώσει την πόλη και ματαιώσει κάθε συγκομιδή.
Αν η ψυχαναλυτική αστυνομία είχε καλές πληροφορίες από το ντιβάνι (ή το μαντείο των Δελφών από τον τρίποδα) οι πράκτορές της θα ’στηναν καρτέρι στο θηβαϊκό τρίστρατο και θα προλάβαιναν τον Οιδίποδα προτού σκοτώσει ανεπιγνώστως τον πατέρα του, προτού κοιμηθεί ανύποπτος με τη μάνα του. Όμως ο μιαρός βρίσκεται εντός της πόλεως πριν ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι αντιληφθούν τον μολυσματικό του χαρακτήρα και μάλιστα, σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, ενθρονισμένος. Και θα παραμείνει για χρόνια. Ώσπου η πόλις θα νοσήσει βαριά και ο υπεύθυνος για την έρευνα των αιτίων θα υποχρεωθεί να δείξει με τον ίδιο του το δάχτυλο τον εαυτό του ως μίασμα. Έτσι ο Οιδίπους, ήδη στιγματισμένος αφού πήρε το κουσούρι του για όνομα όπως παρατηρεί ο Χάινερ Μίλερ, θα πάρει πόδι από τη Θήβα ως αίτιος της συμφοράς που έχει πλήξει την πόλη. Μετά την εποχή της περιπλάνησης ο άπολις θα καταλήξει στην Αθήνα όπου και θα πεθάνει χωρίς ποτέ να γίνει ξανά έμπολις. Τα δεινά των Θηβαίων όμως δεν σταματούν όπως ξέρουμε και η συνέχισή τους δηλοί πως ο τραγικός μύθος δεν εκθέτει απλώς την εξορκιστική αποπομπή πάνω στην οποία συγκροτείται η εξουσιαστική ισχύς αλλά προχωρεί στην υπονόμευσή της: Όσα μιάσματα κι αν διώξετε η νόσος θα επανέλθει στην πόλη, γιατί εσείς οι ίδιοι είσαστε οι φορείς της. Ο Οιδίπους το είδε όταν τυφλώθηκε, εσείς οι ανοιχτομάτες γιατί δεν το βλέπετε;
Σε μια δημοφιλή ύστερα από τον Αρχίλοχο, όπως επισημαίνουν οι φιλόλογοι, μεταφορά, η πόλις εικονίζεται σαν σκάφος που πλέει πότε σε ήρεμα και πότε σε τρικυμισμένα νερά. Είναι το ίδιο σκάφος που οι θεοί στην Αντιγόνη του Σοφοκλή και πάλι, σείουν με μέγα σάλο, το ίδιο σκάφος απ’ όπου οι Εβραίοι κατά τη βιβλική παράδοση θα πετάξουν στη θάλασσα τον αμαρτωλό Ιωνά και το πλήρωμα της Αθηναϊκής Πολιτείας τον Αριστείδη τον Δίκαιο… Το χρονικό της αποπομπής είναι γεμάτο μουντζούρες και μελανώματα που δεν οφείλονται στο μελάνι αλλά στην τεχνική της δερματοστιξίας με την οποία η κυρίαρχη εξουσία, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Τζόρτζιο Άγκαμπεν, σημαδεύει τη γυμνή ζωή. Στηλιτεύει σήμερα τον Εβραίο κι αύριο τον Παλαιστίνιο, χτυπά πότε τον τσιγγάνο και πότε τον μετανάστη. Η στηλίτευση επιχειρείται με μια δολιοφθορά που αφαιρεί από την ανθρώπινη οντότητα τα ειδοποιά της χαρακτηριστικά. Οι διαφορετικοί κατά περιόδους εξωστέοι από την πόλη ως φορείς της νόσου είναι υπάνθρωποι και σκουλήκια, έντομα και κατσαρίδες… Και ο ορυμαγδός αντηχεί τόσο εκκωφαντικά που κάποιοι απ’ αυτούς κινδυνεύουν να το πιστέψουν. Ο Κάφκα ανέβασε έναν ανθρωποποιημένο πίθηκο στο βήμα της Ακαδημίας αλλά έκανε και την αντίστροφη διαδρομή περιγράφοντας προφητικά την επαπειλούμενη έκπτωση του ανθρώπου. Ο ήρωας της Μεταμόρφωσης Γκρέγκουαρ Σάμσα ξυπνά ένα πρωί μεταμορφωμένος σε σκαθάρι, γίνεται ένα ανοίκειο βδέλυγμα (ungeheure Ungeziefer), ένα τιποτένιο ζωύφιο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Χίτλερ θα εξοντώσει τους Εβραίους στους θαλάμους αερίων καταγγέλλοντάς τους ως επιβλαβή ζωύφια… και σήμερα ο πειρασμός να ανταποδώσουμε τον χαρακτηρισμό στους οπαδούς του είναι μεγάλος.
Δυστυχώς, όμως, για τους ρέκτες της εντομοφοβίας και των συναφών επιστημών δεν υπάρχουν στην νεοναζιστική δράκα ούτε έντομα ούτε δράκοι. Όσο απεχθείς και χυδαίοι και αν είναι οι συμμορίτες της Φαιάς Αυγής παραμένουν άνθρωποι, όπως οι εγκληματίες, οι βασανιστές, οι παιδόφιλοι και οι βιαστές. Γι’ αυτό ζουν ανάμεσά μας και μέχρις ότου οι συνθήκες τους επιτρέψουν να δείξουν τα δόντια τους, περνούν απαρατήρητοι. Ο Χίτλερ, εξάλλου, αναδείχτηκε στην εξουσία από εκατομμύρια πειθαρχικών, καλλιεργημένων και εργατικών, εντελώς «κανονικών» Γερμανών και η παρανοϊκή ηγεσία του ναζισμού ενορχήστρωσε άκρως ορθολογικά το θανατηφόρο της κρεσέντο στηριζόμενη σε αυτές τους ακριβώς τις ιδιότητες… Ασφαλώς και επείγει να αντιμετωπίσουμε συλλογικά τις πράξεις των εγκληματιών, αλλά όχι να προσχωρήσουμε στη λογική της κυρίαρχης εξουσίας στερώντας τους την ανθρώπινη ιδιότητα έστω και στην ποταπότερή της έκφραση. Αυτή τους ανήκει.
Το τραγικό και, όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ, κατ’ εξοχήν ελληνικό πολιτικό ερώτημα παραμένει και σε καιρούς θυέλλης βουίζει ασταμάτητα στ’ αφτιά μας: Γιατί νοσεί η Πόλις; Αυτό είναι το ερώτημα και καμιά ικανοποιητική απάντηση δεν συνδέεται με την εξορκιστική αποπομπή του κακού ή την εντομοκτονία των ολίγων μολυσματικών εκπροσώπων του αλλά με τη επίγνωση ότι η πόλις νοσεί επειδή στην πλειονότητά τους νοσούν οι πολίτες της.
* Ο Ηρακλής Λογοθέτης είναι συγγραφέας