Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα στη μαγική πόλη της Καστοριάς. Η πρόσκαιρη κακοκαιρία έδινε μια ακόμη μεγαλύτερη γοητεία στη λίμνη της. Σύννεφα που καθρεφτίζονταν στα ακίνητα νερά, πουλιά που έσπαζαν ξαφνικά τη σιωπή.

Τα βήματά μου έφεραν και πάλι σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα: τo ALPA Book Stories. Πάντα ενημερωμένοι και λάτρεις του βιβλίου οι ιδιοκτήτες του.

Εκεί μου μίλησαν και για το καινούργιο βιβλίο του Ηλία Λ. Παπαμόσχου «Ανάληψη» – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στα κριτήριά τους κι έχοντας διαβάσει την εξαιρετική «Αλεπού της σκάλας» του ίδιου συγγραφέα (εκδόσεις Κίχλη), μόλις γύρισα στην Αθήνα έσπευσα να διαβάσω το μυθιστόρημα που διαδραματίζεται έναν αιώνα πίσω στην Καστοριά. Είναι 13 Ιουνίου του 1929, ανήμερα της Αναλήψεως και η «Περιστέρω», ένα βενζινοκίνητο ταχύπλοο, κάνει τα πρώτα του ταξίδια στη λίμνη πηγαίνοντας προσκυνητές στο απέναντι Δισπηλιό.

Παρακολουθούμε τους ήρωες της ιστορίας την προηγούμενη μέρα. Μια πρόταση γάμου, η αναμονή ενός παιδιού, η ανυπομονησία για το ταξίδι, οι σκανταλιές κάποιων παιδιών.

Η ατμόσφαιρα γίνεται σιγά-σιγά δυσοίωνη, όταν την προηγούμενη νύχτα εφιάλτες και παράξενα όνειρα επισκέπτονται τον ύπνο των ανθρώπων.

Ο συγγραφέας μας προετοιμάζει με μαεστρία για το επερχόμενο δράμα που θα αλλάξει για πάντα τις ζωές των ηρώων του. Από τον πλοιοκτήτη έως τους ναύτες, από τα μικρά παιδιά έως τη γιαγιά που σώζεται σχεδόν χωρίς να το θέλει.

Εξαιρετικά τα πορτρέτα των ανθρώπων και η αναπαράσταση της εποχής. Κάθε σελίδα είναι βουτηγμένη σε αυτή την ξεχωριστή ατμόσφαιρα της Καστοριάς, με τα Βυζαντινά της μνημεία, την τότε εβραϊκή συνοικία, τις συνήθειες των ανθρώπων.

Μια στιγμή αρκεί για αν χαθούν όλα…

Ένα πραγματικά ξεχωριστό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα που διαβάσαμε την τελευταία χρονιά.

Παράξενη σύμπτωση: Το βιβλίο του Ηλία Παπαμόσχου είναι υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Αναγνώστης. Η τελετή βράβευσης πραγματοποιείται στις 13 Ιουνίου στο Μουσείο Μπενάκη…

Θέλω να βλέπω την Καστοριά σαν ένα ναό τον οποίο ταπεινά εικονογραφώ, και στην εικονογράφηση χωρούν τα πάντα, όπως στους ναούς της, χωρούν οι άγιοι, χωρούν οι αδύναμοι, οι αμαρτωλοί και οι ευλογημένοι

Η «Ανάληψη», όπως σημειώνετε, «βασίζεται σε ένα τραγικό γεγονός που συνέβη κοντά εκατό χρόνια πριν». Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε γι’ αυτό το περιστατικό;

Νομίζω ότι κομμάτι της γοητείας της τέχνης είναι και η αναβίωση. Ένα παρελθόν με διάρκεια, ένα παρελθόν ανοιχτό. Το ναυάγιο, ως γεγονός, πέρα από σπάνιο αυτό καθαυτό, με προκάλεσε και δημιουργικά, καθότι επρόκειτο για μια τραγωδία που εγκυμονούσε μιαν άλλη. Από τα πρώτα βιβλία μου το θέμα του πένθους με διακατέχει, εδώ είχα την ευκαιρία να δραματοποιήσω ένα πένθος συλλογικό, πένθος που ένωσε, αλλά και δίχασε μια κοινωνία.

Τα πρόσωπα κι οι ιστορίες τους είναι προϊόν μυθοπλασίας ή βασίζονται και στα πραγματικά γεγονότα;

Τα πραγματικά πρόσωπα βαπτίζονται στην κολυμπήθρα της μυθοπλασίας, έτσι μπορεί το πραγματικό να αναχθεί στο μυθικό. Το γεγονός ότι γνώριζα ελάχιστα για τις ζωές τους τόνωνε το αίσθημα της ελευθερίας, κι αυτό είναι κάτι που θεωρώ πως αναπτερώνει την αφήγηση. Είναι κι ένα εχέγγυο για το ζωντάνεμα των προσώπων, γιατί πολλές φορές το φανταστικό έχει μια πληρότητα που το πραγματικό τη στερείται. Η επινόηση νομίζω πως είναι το αίμα της αφήγησης, είναι αυτό που θερμαίνει το σώμα της. Βέβαια και το πραγματικό είναι κι αυτό αφήγηση, άρα και επιλογή και αποσιώπηση και ερμηνεία, οπότε τα σύνορά του με το φανταστικό είναι διάτρητα.

Ποιες ήταν οι συγγραφικές δυσκολίες στη διαχείριση αυτής της πολυπρόσωπης αφήγησης;

Οπωσδήποτε όταν μιλάμε για την εκτεταμένη αφήγηση του μυθιστορήματος οι δυσκολίες μεγιστοποιούνται. Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι προτού ξεκινήσω είχα ήδη εγκολπωθεί τους ήρωες επαφιόμενος στο ένστικτο της ενσυναίσθησης, το οποίο πρέπει να ακονίζει συνεχώς ο συγγραφέας. Έγραφα ένα κεφάλαιο τη μέρα. Οι αρμοί του μυθιστορήματος προέκυψαν μέσα από γνωστική και συναισθηματική εποπτεία, δηλαδή μέσα από την κατανόηση και τη συμπάθεια.

Τι σημαίνει για σας η Καστοριά, ο γενέθλιος τόπος σας;

Η Καστοριά τροφοδοτεί τη δημιουργικότητά μου, είναι δηλαδή η μήτρα. Είναι μια γλώσσα η πόλη που μαθαίνεται διά βίου, ένα παλίμψηστο που ο συγγραφέας προσπαθεί να το αποκαταστήσει. Η λογοτεχνία είναι και μια αρχαιολογία χαμένων συνηθειών, αισθημάτων, είναι στρωματογράφηση που οδηγεί σε μια κάποια αυτογνωσία. Βέβαια, η Καστοριά που αποτυπώνω εγώ στις ιστορίες μου, καίτοι συγκινεί τους συντοπίτες μου, καθώς αποθησαυρίζει τις αναμνήσεις τους, είναι μια Καστοριά αυστηρά προσωπική και, εν πολλοίς, επινοημένη. Η σχέση με την πόλη είναι σχέση συναλλαγής σε ένα επίπεδο άυλο, θέλω να βλέπω την Καστοριά σαν ένα ναό τον οποίο ταπεινά εικονογραφώ, και στην εικονογράφηση χωρούν τα πάντα, όπως στους ναούς της, χωρούν οι άγιοι, χωρούν οι αδύναμοι, οι αμαρτωλοί και οι ευλογημένοι, κι εγώ τους ευγνωμονώ όλους, γιατί όλοι δίνουν τους τόνους και τις σκιές, τα χρώματα και τις φλόγες στην παλέτα μου.

Πολλοί μιλούν –εδώ και χρόνια– για το «τέλος του μυθιστορήματος». Τι είναι αυτό που το κρατάει ζωντανό για σας;

Ας μην λησμονούμε πως το μυθιστόρημα είναι παλιά ιστορία, ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα. Ακόμη και μετά τις μεγάλες κατακτήσεις του, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μιλώ για τον Προυστ, τον Τζόυς και πλείστους άλλους, το μυθιστόρημα δεν έπαψε να ανανεώνεται και να γεννά. Ίσως η αιτία της μακροβιότητάς του να οφείλεται στην ικανότητά του να επανεπινοεί τον εαυτό του, να υπερβαίνει τα όριά του. Κάποτε μιλούσαν για το τέλος του συγγραφέα, ακόμη και για το τέλος της Ιστορίας, όμως κάτι που σήμερα φαντάζει ως κρίση ή ως τέλος μπορεί ταυτόχρονα να είναι και σημάδι αλλαγής ή μιας νέας αρχής. Γυρίζουν και ξαναγυρίζουν στο μυαλό μου οι φράσεις δυο μεγάλων: Τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; και Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καϋμοί του κόσμου. 

Η φωτογραφία του συγγραφέα είναι της Χριστίνας Καραντώνη

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!