Ένας φίλος από τα παλιά. Με κοινές διαδρομές. Μουσικός, σκηνοθέτης και άλλα πολλά. Κάποτε είχαμε κάνει μαζί και μια απόπειρα για ταινία μικρού μήκους… Και βλέπω μια μέρα κάτι «Γράμματα σε μια γυναίκα». Κι είναι δικό του. Ένα καινούργιο –το πρώτο του– βιβλίο με ποιήματα.
Ξεφυλλίζω και βλέπω μια πολύ προσεγμένη έκδοση. Και τα ποιήματα σε πολυτονικό. Που προσωπικά κοντεύω να ξεχάσω.
Κι ένα κυριακάτικο πρωινό, από τα λίγα που έχω ησυχία, ανοίγω να διαβάσω με τον πρωινό καφέ. Και ανακαλύπτω μια ποίηση που με ταξιδεύει. Που μιλάει μέσα μου. Αναδεικνύει τις πληγές που λίγο-πολύ όλοι έχουμε. Οι στίχοι ζωντανεύουν σκέψεις, εικόνες, στιγμές, συναισθήματα. Αυτό που πετυχαίνει η καλή ποίηση. Που με δυο γραμμές τα λέει όλα.
Διαβάζω:
Κάποια στιγμή / Κάποτε / Ήμασταν νέοι / Για ενάμισυ λεπτό / Όταν σε είχα αγαπήσει
Θυμάσαι ακόμα την παραλία / που δεν την περπατήσαμε / γιατί την είχαμε επινοήσει εμείς; / Τα χρώματα που δεν σου ‘δειξα / Γιατί μ’ αυτά βάψαμε όλα τα παράθυρά μας; / Δεν θέλω να βλέπω μου ‘πες τίποτα / Έξω από δω / Έξω από μας
Οι υπόλοιποι παραμείναμε φυγάδες / λάτρεις της πιθανότητας / τα τραύματά μας, η ημιτέλειά μας / να μην θεωρηθούν ατέλεια / μα κάτι / αριστουργηματικό
Ποίηση είναι τα ανάμεσα/ στις γραμμές / και τα μετά -στα περιθώρια. / Είναι το αποφατικό / «ίσως να ‘ναι κι έτσι» του Ρίτσου
Του στέλνω λοιπόν μήνυμα πως θέλω να κάνουμε μια συνέντευξη και να ’μαστε:
Έχεις πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα σε διάφορους τομείς. Τι είναι αυτό που σε κάνει να γράφεις (και) ποιήματα;
Δεν ξέρω ειλικρινά. Είναι η Ανάγκη, που μας κινητοποιεί. Είναι κάτι που μας «τρώει». Σε μένα τουλάχιστον, έτσι φαίνεται. Κάτι που μετατρέπει την υπαρξιακή, φιλοσοφική, μεταφυσική και πολιτική ενδοσκόπηση από εσωστρεφή αγωνία σε φωτογενή εξωστρέφεια και ανάγκη επικοινωνίας. Κάθε τέχνη, είναι ένας «τρόπος», ένα μέσο, που καλύπτει διαφορετικά την ανάγκη μου αυτή. Η ποίηση είναι ο τρόπος να λες πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, όπως γράφω στο τελευταίο ποίημα της συλλογής μου. Ξεκίνησα να γράφω ποίηση σε πολύ μικρή ηλικία. Για μένα. Για να με νιώσω, να με καταλάβω, να καταλάβω και τον κόσμο γύρω μου. Τώρα που κοιτάω πίσω, όλα όσα έκανα, μέχρι στιγμής, όλα αυτά τα χρόνια, σε όλους τους τομείς, ήταν το ίδιο «έργο». Ένα ταξίδι αυτογνωσίας, μια αργόσυρτη και πολύχρονη τελετή ενηλικίωσης. Στην αρχή ήταν ένας εσωτερικός μονόλογος, πρωτίστως. Κι ακόμα μου φαίνεται, έτσι είναι. Μόνο που με τα χρόνια απέκτησα συνενόχους.
Ποιες επιρροές άσκησαν στην ποίησή σου το θέατρο και ο κινηματογράφος;
Το αντίστροφο συνέβη αρχικά. Πρώτα με «χτύπησε» η μουσική, στη συνέχεια η ποίηση. Ύστερα ήρθαν το θέατρο και ο κινηματογράφος. Και στη συνέχεια άρχισε η αλληλεπίδραση. Έλεγα και έγραφα «ιστορίες» πολύ πριν ασχοληθώ με το θέατρο και το σινεμά. Στη συνέχεια η συγγραφή σεναρίων, οι μεταφράσεις θεατρικών κειμένων, η ενασχόληση με το αρχαίο δράμα, η σκηνοθεσία με έμαθαν να δομώ τη σκέψη μου, να έχω δραματουργία. Και αυτό συμβαίνει και στα Γράμματα. Το σύνολο έχει μια δραματική εξέλιξη. Είναι στην ουσία μια ιστορία. Έχει έναν ήρωα που έχει μια ανάγκη και προσπαθεί να την πραγματοποιήσει παρά τα εμπόδια. Πέφτει, ξανασηκώνεται, άλλοτε νικάει, άλλοτε χάνει. Και φυσικά υπάρχουν ταινίες και παραστάσεις που με σημάδεψαν και μένα και αυτά που γράφω. Δεν αποφάσισαν για μένα. Με καθόρισαν, όμως, θα έλεγα.
Γιατί Γράμματα σε μια γυναίκα;
Γιατί προέκυψαν από επιστολογραφία τα περισσότερα. Ωστόσο, όταν έγιναν ποιητικό έργο, έπαψαν όχι μόνο να αναφέρονται στις συγκεκριμένες παραλήπτριες, αλλά κυρίως, έδειξαν την πραγματική μου ανάγκη, την αναζήτηση του ιδανικού. Το αίτημα του Έρωτα, όχι μόνο προς τη Γυναίκα, αλλά και στην Ιδέα, την Ποίηση, έρωτας για κάθε τι αληθινό και ωραίο. Είναι το διάγειν ποιητικώς.
«Η Σιωπή με επιλέγει όταν θέλει να εκφραστεί», γράφεις σε ένα από τα ποιήματά σου. Ποια σημασία έχει η Σιωπή για σένα;
Η Σιωπή είναι κομβικό ζήτημα στη σκέψη μου. Όχι η σιωπή η ένοχη, η αμήχανη, η προφύλαξη. Μιλάω για τη μεγάλη Σιωπή. Που έχει φωνή άηχη που βρυχάται. Το ποτάμι που κινείται υπόγεια κι άλλοτε γίνεται χείμαρρος που ξεσπά και παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Είναι μια συσσώρευση που σε μια στιγμή κάνει το άλμα και την ανατροπή. Είναι η Σιωπή η ενεργός, που δρα υπόγεια και μας πλουτίζει με τα πολύτιμα μέταλλά της. Είναι σαν την ποίηση, που δρα μυστικά. Αυτοί που πρέπει, σχεδόν πάντα αναγνωρίζουν τα σινιάλα της και την προσεγγίζουν. Αυτή τη Σιωπή να τη φοβάστε, θα έλεγα σε κάποιους.
Την «πάτησε» τελικά η γενιά μας; Καταφέραμε άραγε τίποτε από όσα ονειρευόμασταν;
Δεν νομίζω πως η «γενιά» είναι κάτι το ενιαίο. Καταλαβαίνω όμως πού το πάτε. Όσοι από εμάς, λοιπόν, έχουμε μια κοινότητα διαδρομών, ναι, την πατήσαμε. Όπως την πατάνε οι ερωτευμένοι. Κι αυτό δεν είναι κακό. Γιατί κάθε τι ωραίο είναι και δύσκολο. Και πονάει. Και δεν κρατάει. Και διαψεύδεται. Η δύσκολη ερώτηση θα ήταν εάν κερδίσαμε σε σοφία. Δεν θα ‘ξερα τι να σας πω. Σίγουρα καταφέραμε κάτι. Κερδίσαμε γνώση. Κι αυτό, υπό προϋποθέσεις, είναι επικίνδυνο. Τα όνειρα παραμένουν. Για όσους επιμένουν. Οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να ονειρεύονται. Άλλοτε ευτελή κι άλλοτε σπουδαία πράγματα. Και ενίοτε θα θέλουν να τα πραγματοποιήσουν, αυτά τα δεύτερα, τα δύσκολα και τα μεγάλα. Αυτόνομα. Χωρίς αυταπάτες, χωρίς αναθέσεις, διαμεσολαβητές και αναδόχους αυτή τη φορά, ελπίζω. Αλλά, επιτρέψτε μου να σας χαρίσω ένα ποίημα από το μέλλον, από την επόμενη, ανέκδοτη ακόμα, συλλογή μου που νομίζω πως απαντάει με τον δικό του τρόπο.
* * * *
Ονειρευτές
Μπορεῖ τό μπάρκο μας νά ἔπεσε σέ ξέρες
ανθρωπομάχες θύελλες μᾶς σκίσαν τά πανιά
Φλόκους, μαΐστρες, παπαφίγκους
Τό ἄλμπουρο σπασμένο
Ὁ τρίγκος αὐτομόλησε
Στόν Μέγα Ὠκεανό
Μά ὁ Τροπικός εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ
Καί μᾶς προσμένει
Ἐμᾶς ἤ κάποιους σάν ἐμᾶς
καλύτερους μόνο, ἀπό ἐμᾶς, θαλασσοπόρους
Καί τό βάθος τοῦ οὐρανοῦ
Στῆς αμφιλύκης τήν ὥρα του τήν πρώτη
εἶναι ἀκόμα κόκκινο
Καί μᾶς προσμένει
Κι αὐτό
Νά τοῦ προσφέρουμε σπονδή