Όταν παρόμοια ψυχολογικά φαινόμενα αγγίζουν πλήθος ανθρώπων, τότε παράγονται κοινωνικές αντιδράσεις. Η μορφή τους ποικίλλει. Τα δύο τελευταία χρόνια είχαμε απ’ όλα: από τεράστιες συναθροίσεις οργής που έφτασαν μέχρι και να οδηγήσουν σε κυβερνητικές αλλαγές (ανασχηματισμός Παπανδρέου, συγκυβέρνηση Παπαδήμου) μέχρι επιμέρους παρεμβάσεις στην καθημερινότητα, όπως οι φτηνές πατάτες ή το κίνημα των διοδίων. Μορφές γενικής διαμαρτυρίας ή επιμέρους ανατροπής. Αντιδράσεις όχι απολίτικες όπως θα ‘θελαν κάποιοι, αλλά βαθύτατα πολιτικές, χωρίς όμως πολιτικό εκφραστή, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση. Είχαμε μια γενικευμένη κρίση αντιπροσωπευτικότητας, αλλά ταυτόχρονα και μια πολιτική βούληση που εκφραζόταν με το σύνθημα «Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από ‘δω!»(1).
Το σύνθημα αυτό αποδείχτηκε κεντρικότατο. Τα κόμματα που στήριζαν το Μνημόνιο (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑΟΣ) είχαν γύρω στο 80% των ψήφων στην προηγούμενη Βουλή: στις πρόσφατες εκλογές έπεσαν στο 42% (32% για ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., γύρω στα 10% για τα τέσσερα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή). Τη διαφορά αυτή των ψήφων την καρπώθηκαν βασικά τέσσερα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή), που, ενώ εκτείνονται σε ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα από την Αριστερά μέχρι τη νεοναζιστική Δεξιά, είχαν θέσει σε πρώτη προτεραιότητητα το Μνημόνιο, εναντίον του οποίου υπόσχονταν ότι θα δράσουν. Και επιπλέον, μετά τις 7 Μαΐου, τα μνημονιακά κόμματα έκαναν μια αξιοθαύμαστη παρθενορραφή, κι αντί να μιλάνε για μονόδρομο ή για αναγκαίο κακό, το γύρισαν στην επαναδιαπραγμάτευση.
Φτάσαμε, επομένως, στο εξής παράδοξο: Όλοι πλέον είναι εναντίον του Μνημονίου, ακόμη κι αυτοί που το ψήφισαν, και βεβαίως αυτοί που άσκησαν την πολιτική που μας οδήγησε στη χρεοκοπία κι αυτοί που τους καθοδήγησαν (με το αζημίωτο). Και εφόσον όλα τα κόμματα συμφωνούν πως τα μνημόνια είναι κακά, δεν χρειάζεται να αναρωτιόμαστε πώς θα απαλλαγούμε από τις συνέπειές τους, αλλά πώς θα παραμείνουμε αρεστοί σ’αυτούς που μας τα επέβαλαν: τις αγορές και τους εταίρους. Αυτή είναι η συλλογιστική και η ατζέντα που προωθεί η συγχορδία των ΜΜΕ και των μνημονιακών κομμάτων.
Ο εξοβελισμός του Μνημονίου στην Αυτοκρατορία του Κακού δεν αρκεί. Πρέπει να δούμε και πώς θα απαλλαγούμε από αυτό, και προφανώς από τις συνθήκες που το γέννησαν. Και καθώς έχουμε εκλογές, αυτό δεν σημαίνει μόνον να υπάρξει ένα σχέδιο δράσης κι ένα πολιτικό υποκείμενο που θα το υλοποιήσει. Χρειάζεται η πλειοψηφία του κόσμου να πεισθεί για τη γραμμή πλεύσης και όχι απλώς να αναθέσει σε κάποιους τη σωτηρία του, αλλά να συμβάλει ενεργά σ’ αυτή τη σωτηρία, μην επιτρέποντας να σχηματισθούν καινούργιοι σωτήρες που δρουν και αποφασίζουν για λογαριασμό του χωρίς να υποφέρουν τα δικά του πάθη.
Να πεισθεί, λοιπόν, ο κόσμος: με το μυαλό, με την καρδιά και με το χέρι. Με τη δράση, το συναίσθημα και το επιχείρημα. Και επιχείρημα σημαίνει πολιτικό επιχείρημα, λόγος που να γαντζώνει και να θυλακώνει στις προσλαμβάνουσες του άλλου, λόγος που απευθύνεται στην ιδεολογία του ακροατή, και μάλιστα μια ιδεολογία η οποία σε στιγμές κρίσης κλυδωνίζεται, και επομένως μπορεί να αποδεχτεί νέες κοσμοθεωρήσεις.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο και η εξέλιξή του
Εξετάζοντας σχηματικά την κυρίαρχη ιδεολογία στη νεότερη ελληνική Ιστορία βλέπουμε ότι περιέχει ένα μείγμα από δύο αντιμαχόμενες τάσεις. Θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε νεωτεριστική και παραδοσιακή, δυτικότροπη ή ελληνότροπη ή, ακόμα, υιοθετώντας τους μειωτικούς σημερινούς χαρακτηρισμούς των μεν προς τους δε, ευρωλιγούρηδες και ελληναράδες(2). Και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική Ιστορία σημαδεύτηκε από τη διαπάλη αυτών των δύο τάσεων, η οποία εκφράστηκε και με αντιμαχόμενα κόμματα, Φιλελευθεροι και Λαϊκοί. Το γλωσσικό ζήτημα, ο Διχασμός του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η εναλλαγή δημοκρατικού και δικτατορικού πολιτεύματος στον Μεσοπόλεμο είχαν για υπόβαθρο αυτή την ιδεολογική σύγκρουση.
Στην Κατοχή η κυρίαρχη τάξη παραιτείται από την πολιτική ηγεμονία: κάποιοι συνεργάζονται με τον κατακτητή, κάποιοι διαφεύγουν στην αγγλοκρατούμενη Μέση Ανατολή και οι περισσότεροι προσπαθούν να επιβιώσουν περιμένοντας καλύτερες μέρες. Η απουσία της δεν εμποδίζει την αντίσταση του λαού, απλώς αυτή καθοδηγείται από ένα ολιγάριθμο και καταχτυπημένο κομμουνιστικό κόμμα και όχι πλέον από τα παραδοσιακά κόμματα. Και η μαρξιστική ιδεολογία που διαποτίζει την Εαμική παράταξη της επιτρέπει να συνθέσει δημιουργικά τις δύο αντιμαχόμενες τάσεις. Διεθνισμός και πατριωτισμός συμβιώνουν και αλληλοενισχύονται στο φρόνημα των αγωνιστών και στους θεσμούς της Ελεύθερης Ελλάδας: Θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα, και πανανθρώπινη τη λευτεριά.
Μπροστά στον κομμουνιστικό κίνδυνο η άρχουσα τάξη βάζει τις ιδεολογικές της διαφορές σε δεύτερη μοίρα, και συνθέτει και αυτή τις δύο τάσεις: Και ανήκομεν εις την Δύσιν, και είμεθα εθνικόφρονες. Και προχωράει στον Εμφύλιο με αυτή τη δυτικότροπη εθνικοφροσύνη, και συνεχίζει στο μετεμφυλιακό κράτος και στην απριλιανή δικτατορία.
Τα δύο κυβερνητικά κόμματα της μεταπολίτευσης κληρονομούν αυτό το ιδεολογικό μείγμα(3), και διαγωνίζονται ποιο θα επιδείξει τόσο τη συνεπέστερη εθνικοφροσύνη, όσο και την μεγαλύτερη εκσυγχρονιστική δεινότητα. Μέσα στις τάξεις του καθενός υπάρχουν άτομα και ρεύματα που εκφράζουν την «εκσυγχρονιστική» και την «πατριωτική» τάση, αλλά ο κύριος όγκος κινείται πραγματιστικά, καταμεσίς. Και καταμεσίς βρίσκεται και η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων τους, που δεν ενοχλείται καθόλου από την ιδεολογική αντίφαση των δύο τάσεων, τουλάχιστον όσο μπορεί και πορεύεται.
Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των εννοιών
Από τη δεκαετία του 1970 αρχίζει η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα (Χιλή, Αγγλία, ΗΠΑ), σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η ηγεμονία του ολοκληρώνεται με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και οι προπαγανδιστές του μιλάνε για το «τέλος της Ιστορίας» – η οποία, παραδόξως, συνεχίζει.
Το υπόστρωμα αυτής της ιδεολογίας είναι η ελευθερία του επιχειρείν, βασισμένη στο δόγμα: «Όταν κάθε άτομο εργάζεται απρόσκοπτα για την προσωπική του ευημερία, τότε ευημερεί το κοινωνικό σύνολο». Απόρροιά του ο ατομικισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις, η κατάργηση του κοινωνικού κράτους, η θεοποίηση των νόμων της αγοράς – δηλαδή της ανάγκης του συγκεντρωμένου κεφαλαίου για μεγιστοποίηση των κερδών πάνω απ’ όλα. Αυτό οδηγεί, παγκόσμια, στη δημιουργία πλασματικών αξιών, τις οποίες κάποτε (όταν έρθει η κρίση), κάποιοι θα κληθούν να πληρώσουν: προφανώς οι οικονομικά ασθενέστεροι.
Σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του νεοφιλελευθερισμού παίζει η ιδεολογική μετάλλαξη των εννοιών. Η κοινωνία μετασχηματίζεται ραγδαία: Η πολιτική καθορίζεται όλο και περισσότερο από τις εντολές των οικονομικά ισχυρών, σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο. Πλήττονται τα ενδιάμεσα στρώματα προς όφελος των οικονομικών κολοσσών, τα φιλελεύθερα δόγματα γίνονται συνταγματικές επιταγές (Ευρωσύνταγμα), το πολιτικό προσωπικό παραχωρεί τη θέση του σε τεχνοκράτες οικονομολόγους (Παπαδήμος, Μόντι). Όλες αυτές οι αλλαγές γίνονται στο όνομα του ορθολογισμού, του εκμοντερνισμού, του εκσυχρονισμού, και καλούνται μεταρρυθμίσεις και πρόοδος. Αντίθετα, η αντίσταση απέναντί τους καλείται λαϊκισμός, συντεχνιασμός, επαρχιωτισμός, προσκόλληση στο παρελθόν και διάφορα άλλα. Οι λέξεις αυτές, συναφείς με την πρόοδο ή το αντίθετό της, είναι κληρονομημένες από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και συνυφασμένες με την προσπάθεια για την ευμάρεια του κοινωνικού συνόλου και την ισότιμη συμμετοχή όλων στα κοινά. Σήμερα χάνουν το αρχικό τους νόημα και συνδέονται με την τάση για όλο και πιο ολιγαρχική οργάνωση της κοινωνίας- ορθολογιστική κατά τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού.
Η μετάλλαξη αυτή των εννοιών δεν έγινε σε μια μέρα, ούτε προξένησε σθεναρές αντιστάσεις πέρα από τα άμεσα θιγόμενα στρώματα(4). Και αυτό γιατί όσο η άρχουσα τάξη εξασφαλίζει την υποφερτή διαβίωση των αποκάτω, και μάλιστα με ορατές προοπτικές βελτίωσης, η εξουσία της δεν απειλείται και η ιδεολογική ηγεμονία της δεν αμφισβητείται σοβαρά. Η κοινωνία, χοντρικά, ισορροπεί.
Η ιστορική εσωτερική αντίφαση του νεοφιλελευθερισμού
Όντας ιστορικά και αξιακά συνδεδεμένος με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο φιλελευθερισμός έχει λύση το πρόβλημα της λαϊκής ετυμηγορίας, αναδεικνύοντας εναλλακτικές πολιτικές επιλογές εντός συστήματος. Η ανάγκη ολιγαρχικής διακυβέρνησης ικανοποιείται με την αναγωγή της δημοκρατίας σε τυπική διαδικασία, σε χαρτί περιτυλίγματος.
Σε στιγμές κρίσης, όμως, κάποια διλήμματα αναδεικνύονται ψευδοδιλήμματα και προκύπτουν μη αρεστές κυβερνήσεις (ή κινδυνεύουν να προκύψουν όπως το 1967 στην Ελλάδα). Αρκετές φορές το θέμα έχει αντιμετωπισθεί με πραξικοπήματα, όπως την Ισπανία ή την Ουγγαρία τον περασμένο αιώνα ή τα αναρίθμητα στρατιωτικά πραξικοπήματα στον Τρίτο Κόσμο. Πρόσφατα, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αριστερές κυβερνήσεις εκλέχτηκαν στη Λατινική Αμερική και πολεμήθηκαν μόνο με πολιτικά και οικονομικά μέσα, χωρίς στρατιωτικά πραξικοπήματα (με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια: αποτυχημένο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα, πετυχημένα σε Αϊτή και Ονδούρα).
Τα φαινόμενα δείχνουν πως και στην Ελλάδα ο πόλεμος του κεφαλαίου θα είναι κατεξοχήν πολιτικός, καθώς υπάρχει αμηχανία στρατηγικής σε παγκόσμιο επίπεδο, και δεν υπάρχουν ορατές επιτόπιες εφεδρείες.
Πολιτικο-οικονομική κρίση και ιδεολογικές ανακατατάξεις
Όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στη χώρα μας, η άρχουσα τάξη έπρεπε να κάνει θυσίες. Θυσίασε, λοιπόν, το βιοτικό επίπεδο των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων και την κοινωνική συναίνεση στην οποία στηριζόταν. Η ανεπάρκειά της να διασώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από το τομάρι της(5) συναγωνιζόταν την οφθαλμοφανή δουλικότητα των ιθυνόντων απέναντι στα κελεύσματα των «αγορών». Σταδιακά, αυτό οδήγησε σε μια κρίση αντιπροσωπευτικότητας, και την απονομιμοποίηση του εκτελεστικού και προπαγανδιστικού προσωπικού: Όλο και λιγότερα άτομα αναγνώριζαν την άρχουσα τάξη ως ικανή να άρχει, ως άξια να άρχει.
Αυτό συμπαρέσυρε και την ιδεολογική της κάλυψη: Η ανάγκη των «ορθολογικών» μεταρρυθμίσεων του μνημονίου, στηριζόταν στη συλλογική ενοχή: Μαζί τα φάγαμε, όλοι φταίμε, είμαστε άξιοι της μοίρας μας, άρα όλοι μαζί πρέπει να υποστούμε θυσίες για να γίνουμε καλύτεροι. Ενώ, παράλληλα, την ώρα που τα έλεγαν αυτά και οδηγούσαν τον κόσμο στην πτώχευση, διόριζαν αβέρτα κουβέρτα κολλητούς τους στις διάφορες υπηρεσίες(6). Ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη λαϊκή συναίνεση δεν αποκατέστησαν, αλλά στα «επιχειρήματά» τους ο κόσμος απαντούσε με «ουστ!» και άλλες κραυγές οργής. Μνημόνιο, πολικό προσωπικό, και δυτικότροπη ιδεολογία έγιναν πακέτο και πετάχτηκαν από πολύ κόσμο στο σκουπιδοντενεκέ της αναξιοπιστίας.
Αυτό το γεγονός επιχειρήθηκε να αγνοηθεί, ερμηνεύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα ως επιθυμία του λαού για κυβερνήσεις συνεργασίας. Εξού και οι προσπάθειες για οικουμενική κυβέρνηση, εξού και το παράδοξο τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ να φταίει για τα πάντα, και την άλλη να είναι απαραίτητο συστατικό μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Και η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεργαστεί με αυτούς που έβαλαν το χέρι στο μέλι τον οδήγησε σε νέα δημοκοπική άνοδο.
Η κύρια αντίθεση σήμερα, σε πολιτικό επίπεδο, είναι μνημόνιο/αντιμνημόνιο: στέρησε το ΠΑΣΟΚ από τα δύο τρίτα της κοινωνικής του βάσης και διέσπασε κάθετα τη Δεξιά παράταξη. Η μόνη ορατή προοπτική αλλαγής πλεύσης της χώρας είναι η καθαρή ήττα των δυνάμεων που οδήγησαν στην καταστροφή, και κάθε συνεργασία μαζί τους θα συμπαρασύρει στην ανυποληψία όσους την επιχειρήσουν.
Το αντιμνημονιακό τόξο
Το αντιμνημονιακό τόξο είναι ένα ετερογενές σύνολο. Μέσα του μπαίνουν ζητήματα πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ με 17%, δηλαδή το ένα τρίτο των αντιμνημονιακών ψήφων, είναι η μεγαλύτερη δύναμη αλλά όχι η μόνη, και το αξιοσημείωτο είναι πως οι πιο σκληρές επιθέσεις που δέχεται είναι από όμορες δυνάμεις – φαινόμενο που αξίζει ειδική μελέτη.
Η μέχρι τώρα επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται αφενός στο θεωρητικό του εργαλείο ανάγνωσης της κρίσης ως όξυνση του πολέμου ανάμεσα στις «αγορές» και τον κόσμο της εργασίας, αφετέρου στη συστηματική του συμπόρευση με τα κινήματα αντίστασης και αφετρίτου στην πολιτική μετάφραση των παραπάνω σε ενωτική κυβερνητική πρόταση.
Από δω και πέρα, προεκλογικά και μετεκλογικά, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να κατακτήσει την ηγεμονία σε ιδεολογικό επίπεδο. Αυτό απαιτεί να σηκώσει τη σκυτάλη της προόδου, που έχει κακοπάθει στα χέρια του νεοφιλελευθερισμού, προς όφελος της κοινωνίας πλέον, προβάλλοντας τις οραματικές και αξιακές διαφορές τους: όταν, π.χ., για τους μεν το Δημόσιο είναι αγελάδα για άρμεγμα, ενώ για τους δε κοινωνική υπηρεσία, οι εκφράσεις «μεταρρύθμιση του Δημοσίου» ή «εθνικοποίηση των τραπεζών» αποκτούν τελείως διαφορετικό νόημα στο στόμα ενός αριστερού και ενός νεοφιλελεύθερου.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει η συντηρητική μερίδα του αντιμνημονιακού τόξου, που με ιδεολογικό εργαλείο τον εθνικισμό κατηγορεί τους μνημονιακούς για κακή διαπραγμάτευση των εθνικών συμφερόντων, χωρίς να θίγει την οργάνωση της κοινωνίας και την παραγωγή και κατανομή του πλούτου. Απέναντί της απαιτείται να καταδειχθεί ότι η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και περιουσίας εξυπηρετείται καλύτερα από τον κόσμο της εργασίας και τους πολιτικούς εκφραστές του. Η Αριστερά, όπως και στην Κατοχή, οφείλει να ενσωματώσει πατριωτισμό, διεθνισμό και νεωτερικότητα. Και, εφόσον καταδείξει την ανικανότητα των αποτυχημένων πολιτικών και αναδείξει τις αντιφάσεις τους, να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές.
Οι αποπάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, οι αποκάτω δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν. Η προοπτική μιας λαϊκής νίκης είναι εφικτή. Ζούμε στιγμές ανεπανάληπτες.
[1] Υπάρχει κάποιος παραλληλισμός με τα Ιουλιανά (1965), όπου το πλήθος έθετε πολιτειακό ζήτημα με το σύνθημα «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος», χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην επίσημη πολιτική ατζέντα των κομμάτων που ήταν αντίθετα στη βασιλική παρέμβαση.
[2] Η προϊστορία αυτών των τάσεων μπορεί να αναζητηθεί στο ύστερο Βυζάντιο, με τους Ενωτικούς και τους Ανθενωτικούς, με τον Βησσαρίωνα να γίνεται καρδινάλιος στην Ιταλία και τον Γεννάδιο να διορίζεται πατριάρχης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Αλλά το πολιτικό περιεχόμενο αυτής της διαπάλης δεν έχει σχέση με αυτό της νεότερης Ελλάδας.
[3] Ο μαχόμενος αντικομμουνισμός υποβαθμίζεται στον πολιτικό λόγο, ως παρωχημένος και αναποτελεσματικός, χωρίς όμως να εκλείψει τελείως: Ανάλογα με τις συνθήκες, μετασχηματίζεται και χρησιμοποιείται όποτε χρειαστεί, δαιμονοποιώντας κάποιον Εχθρό από τον οποίο πρέπει να προφυλαχθεί το Έθνος.
[4] Η πρόσφατη ιστορία της Ανώτατης Παιδείας είναι γεμάτη «μεταρρυθμίσεις» που επιβλήθηκαν από τα πάνω παρά τις αντιστάσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας (η επιτυχία της μη αναθεώρησης του άρθρου 16 αποτελεί εξαίρεση: οι προσπάθειες του συστήματος σκάλωσαν για λίγο, και αυτό επανήλθε μετά από λίγο καιρό με το νόμο Διαμαντοπούλου).
[5] Και βεβαίως κάποιοι όχι απλώς έσωσαν το τομάρι τους, αλλά έβγαλαν και χοντρά λεφτά, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση…
[6] Εκατόν είκοσι συμβούλους είχε διορίσει στο υπουργείο της η κυρία Διαμαντοπούλου…