Με επιπλέον χώρους, για την αποφυγή συνωστισμού, εν μέσω πανδημίας, το 43ο Φεστιβάλ Δράμας διεξάχθηκε στον προγραμματισμένο χρόνο, από 20 έως 26 Σεπτεμβρίου 2020. Ωστόσο, αποφασίστηκε να διεξαχθεί και διαδικτυακά, δωρεάν, σε ονλάιν πλατφόρμα. Η επιλογή του έμπειρου σκηνοθέτη Γιάννη Σακαρίδη, στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, μετά τον αδόκητο χαμό του Αντώνη Παπαδόπουλου, που βρισκόταν στο τιμόνι του φεστιβάλ από το 1999, απέδωσε καρπούς στο εύφορο τοπίο των Ελλήνων μικρομηκάδων, με 275 αιτήσεις συμμετοχής φέτος.
Στο Εθνικό Διαγωνιστικό, οι 34 ταινίες που συναγωνίστηκαν για τα βραβεία που απονέμονται απόψε το βράδυ αποτυπώνουν τις χαρακτηριστικές τάσεις των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών, καθιστώντας ξεκάθαρο πως η μικρού μήκους ταινία αποτελεί μια ολοκληρωμένη και ανεξάρτητη σκηνοθετική πρόταση.
Η άρτια τεχνική και καλλιτεχνική ποιότητα των ελληνικών ταινιών μικρού μήκους, τα τελευταία χρόνια, μαρτυρά την άψογη κατάρτιση των σκηνοθετών, που εμφανίζονται από τα πρώτα τους βήματα με άποψη και όραμα, συμπαρασύροντας σεναριακή γραφή, φωτισμούς, μουσικές ιδέες και φυσικά μια πλειάδα ώριμων, αλλά και νέων Ελλήνων ηθοποιών, με εξαιρετικές ερμηνείες. Μάλιστα, τελευταία έχουμε λαμπρά δείγματα και από παιδιά μεταναστών, που γεννήθηκαν, σπούδασαν και εργάζονται στη χώρα μας.
Με εξαίρεση το αξιόλογο ασπρόμαυρο 26λεπτο φορμαλιστικό «Mare Nostrum», του Δημήτρη Αναγνώστου, με έντονες επιρροές από το πορτογαλικό και ουγγρικό σινεμά, και την πρώτη τριλογία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στο επίκεντρο της φετινής θεματικής βρίσκονται οι οικογενειακές σχέσεις, με δύο βασικές τάσεις: τον κοινωνικό ρεαλισμό, με έφεση ειδικά φέτος προς το νατουραλισμό του ελληνικού τοπίου και τις εφηβικές θεματικές, με ερωτικές ιστορίες ποπ αισθητικής και επιλεγμένες ενδυματολογικές, σκηνογραφικές και μουσικές προτάσεις.
Εξαιρετικό δείγμα κοινωνικού ρεαλισμού αποτελεί το 24λεπτο «Στα βήματά της», της Αναστασίας Κρατίδη, για τους ανήλικους κρατούμενους, που στα πλαίσια κοινωνικής επανένταξης απασχολούνται σε κτηνοτροφικές μονάδες, παρουσιάζοντας ένα άγνωστο, αλλά παράλληλο σύμπαν της ελληνικής κοινωνίας, στο περιθώριο. Στα βήματα του ακατέργαστου ρεαλισμού της βρετανικής ταινίας «Του Θεού η χώρα» (2017/Φράνσις Λι), η κάμερα ακολουθεί από κοντά μια δυναμική γυναίκα (Μαντώ Γιαννίκου), που πηγαινοέρχεται αμίλητη και συνοφρυωμένη, ανάμεσα σε οργισμένους έφηβους από ορφανοτροφεία, αναμορφωτήρια και προγράμματα αναδοχής, που δουλεύουν εκεί, υπό σκληρή επιτήρηση. Η ηρωίδα, δίχως ίχνος αυταρέσκειας, μέσα από το δικό της φορτίο ενοχής δέχεται να πλησιάσει και να συμπαρασταθεί σε έναν έφηβο. Δίχως μουσική, τα πάντα εκφράζονται μέσα από φευγαλέα, ηλεκτρισμένα βλέμματα, αποκαλύπτοντας τη μεταξύ τους σχέση, όπως σοφά αποτυπώνεται και στον τίτλο.
Σύνορα, ξενιτιά, νόστος και χάσμα των γενεών συνυπάρχουν στο συνταρακτικό 22λεπτο «Pashka, του Αλβανού Oltjon Lipe, που σπούδασε στην Ελλάδα και εργάζεται ως φωτογράφος και σκηνοθέτης. Μέσα από την ιστορία ενός Αλβανού πατέρα (Καραφίλ Σένα) και του έφηβου γιου του (Κώστα Νικούλι), που δουλεύουν σε συνεργείο αυτοκινήτων, ξετυλίγεται η διαφορετική προσέγγιση Αλβανών μεταναστών διαφορετικής γενιάς, γύρω από την ξενιτιά. Διαρκώς δυσαρεστημένος, ο νεαρός επιμένει να μιλάει αλβανικά, προσπαθώντας να πείσει τον πατέρα να επιστρέψουν στην πατρίδα. Αντίθετα, ο πατέρας απαρνείται τα αλβανικά, επιμένοντας πως «η Ελλάδα είναι για να ζήσεις και η Αλβανία για να πεθάνεις». Με βασική αφηγηματική γραμμή το ταξίδι των δυο πρωταγωνιστών προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ξετυλίγονται σε φλασμπάκ χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ιστορίας τους. Στη διάχυτη μακάβρια ατμόσφαιρα, με επιρροές από σινεμά βεριτέ, εντάσσονται πραγματικές εικόνες της περιφοράς του Επιταφίου και της περιήγησης του νεαρού στο κέντρο, καθώς βραδιάζει, που συμπληρώνονται από σόλο μελαγχολικά κιθαριστικά ακόρντα του Γρηγόρη Ελευθερίου και το Αλβανόφωνο σουίνγκ τραγούδι στους τίτλους τέλους «Kurmevjen burri viga stani», από την Edoba Reshitaj.
Η λησμονημένη θεματική του μεταναστευτικού αναβιώνει στο αξιόλογο 18λεπτο ντοκιμαντέρ πειραματικής προσέγγισής «Dear Joel», του Θανάση Τρουμπούκη, για δυο αδέρφια από την Αφρική, που καταλήγουν σε διαφορετικές χώρες, υπό παρόμοιες άθλιες συνθήκες. Στο ηχητικό πεδίο ακούμε αποκλειστικά εκτός κάδρου τη φωνή του μεγαλύτερου αδερφού, που κατέφυγε στην Ιταλία και δουλεύει σε ψαραγορά, να αφηγείται στα γαλλικά τη σκληρή καθημερινότητά του, προσδοκώντας κάποια στιγμή να τον ακούσει ο μικρότερος Τζοέλ. Στο πεδίο της εικόνας, παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις του Τζοέλ στην Ελλάδα, από το κέντρο κράτησης μεταναστών, στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, ψάχνοντας στα σκουπίδια. Η πένθιμη ατμόσφαιρα της ανακοίνωσης του θανάτου της μητέρας, που απεβίωσε μονάχη της στο Αμβούργο, τονίζει τον απάνθρωπο διαμελισμό μιας οικογένειας και συνδυάζεται με πειραματικές εικόνες από το λιμάνι, με γερανούς και πλάνα σε νεγκατίβ, με μεταγωγικά πλοία γεμάτα κοντέινερ στη θάλασσα, ενώ περίεργοι μυστήριοι βόμβοι εντείνουν την αποξένωση.
Με επίκεντρο την οικογένεια, στο 15λεπτο «Goads», της Ίριδας Μπαγκλανέα, παρακολουθούμε τη διαπαιδαγώγηση δυο κοριτσιών από τον πατέρα τους (Χρήστος Πασσαλής) σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, στην οικογενειακή φάρμα, σε ένα άψογα φωτισμένο ελληνικό τοπίο. Με συγγένειες από το ιταλικό «Τα Θαύματα» (2014/Αλίτσια Ρορβάκερ), η παρατήρηση του κύκλου ζωής ξεκινάει με το νεογέννητο κατσικάκι που κανακεύουν οι αδερφούλες και τελειώνει με τη θανάτωσή του από το πατέρα, σε μακρινό πλάνο, για να το ψήσουν το Πάσχα, ανάμεσα στα λιβάδια.
Η αμεσότητα της κινηματογραφημένης οικειότητας, μεταξύ πατέρα και κοριτσιών, αποτυπώνεται και στο 28λεπτο «Φυσαρμόνικα Μαν», του Αλέξανδρου Σκούρα, όπου ο εξαιρετικός Μάκης Παπαδημητρίου ενσαρκώνει με ευαισθησία έναν ευάλωτο, άφραγκο πατέρα, που έχει απαγάγει την κόρη του, για να διαφύγουν μαζί σε άλλη χώρα. Η κάμερα τους ακολουθεί στο περιπετειώδες οδοιπορικό τους, στην ελληνική επαρχία. Στα μάτια της ανήλικης κόρης, ο πατέρας φαντάζει ως ο ήρωας με τη φυσαρμόνικα, που παίζει στις ιδιαίτερες στιγμές τους, ενώ οι δυο τους μιμούνται κινήσεις από μονομαχίες των γουέστερν. Ιδιαίτερη η συμβολή του σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα, ως οργισμένου αδερφού, καθώς και το τραγούδι «Τέτοια αγάπη δε θα σβήσει», από τη Ζωή Κουρούκλη.
Σχέση πατέρα-κόρης αποτυπώνεται και στο 15λεπτο «Ηρώ», του Αλέξη Κουκιά-Παντελή, όπου ο αγγλικός τίτλος (he.ro) μεταφέρει το συμβολικό τέχνασμα της προσωποποίησης του πένθους ενός μικρού κοριτσιού, για την απώλεια του πατέρα, από τον φανταστικό υπερήρωα του αγαπημένου της ηλεκτρονικού παιχνιδιού, που της είχε χαρίσει και την ακολουθεί παντού, παρεμβαίνοντας με χιούμορ στις αναποδιές μιας ιδιαίτερης μέρας. Οι ηλιόλουστοι φωτισμοί συμπληρώνονται από τις έξυπνες μουσικές επιλογές των τραγουδιών «Ίσως» (Χατ Τρίκ), «Εξαϋλώσου» (Bazooka) και «Αγάπη», από τη Ζωή Κουρούκλη.
Η σχέση πατέρα-κόρης σε μεγαλύτερη όμως ηλικία, αποτυπώνεται στο 18λεπτο «Old West», της Δέσποινας Κούρτη, ταινία με τις συνταρακτικές ερμηνείες των Γιώργο Κέντρου ως πατέρα και Γιούλας Μπούνταλη ως κόρης. Το μελαγχολικό πορτραίτο ενός αποξενωμένου ηλικιωμένου άντρα, που πάσχει από άνοια και συχνάζει σε μαγαζί ειδών για ζώα, μεταφέρεται μέσα από τα πλάνα των ζώων που τον περιτριγυρίζουν, με την κόρη του να τον περιποιείται το βράδυ στοργικά, λίγο πριν την εγκατάστασή του σε γηροκομείο. Οι μελαγχολικές συνθέσεις με μπάντζο του Αλέξανδρου Τουφεξή αναφέρονται στον τίτλο της ταινίας, με πρωταγωνιστή στη δύση της ζωής του, όπου τα πάντα μεταφέρονται μέσα από σιωπές, βλέμματα και εκφράσεις.
Η τάση νεανικών ταινιών με άφθονα ποπ στοιχεία της κιτς αισθητικής του ’80 αποθεώνεται από τους σημερινούς 25άρηδες και 30άρηδες σκηνοθέτες, που δημιουργούν καλοφτιαγμένες αισθητικά νεανικές ταινίες, γεμάτες ερωτικές εμμονές και νοσταλγικούς φετιχισμούς, που τελευταία εμπλουτίζονται και με ομοφυλόφιλο ερωτισμό. Ταινίες που απευθύνονται σε μια νεολαία που αναζητά να αναγνωρίσει στο σινεμά τη δική της εικόνα ερωτικής ταυτότητας και παιδιάστικης ανεμελιάς και επιλέγει τη νοσταλγία, ενώ πλήττεται από ανεργία.
Ενδεικτικό αυτής της τάσης είναι το 17λεπτο «Όταν γελάω κλείνουν τα μάτια μου», του Ντάνιελ Μπόλντα, με μουσική του The Boy. Η νεαρή πρωταγωνίστρια (Σάντρα Αμπουλγκανάμ) μένει μόνη στο σπίτι και καλεί την κολλητή της (Ναταλία Σουίφτ), που ενδόμυχα αποτελεί και το κρυφό αντικείμενο του ερωτικού πόθου της, να περάσουν μαζί ένα ξέφρενο σαββατοκύριακο. Μαγειρεύουν, μεθούν με καπνιστό ουίσκι και χορεύουν γυμνόστηθες, ενώ ακολουθώντας τις προτροπές των στίχων του αγαπημένου τους τραγουδιού, φιλιούνται με πάθος σε μια ερωτική βραδιά που τελειώνει σε αργή κίνηση, τρώγοντας μια πράσινη σοκοφρέτα, ενώ ακούγεται το «Eye in the sky» (1982/Alan Parson’s Project).
Αντίστοιχο κλίμα παρουσιάζεται και στο 17λεπτο «Απόδραση από τον εύθραυστο πλανήτη», του Θανάση Τσιμπίδη, όπου διευκρινίζεται γραπτώς πως τα γυρίσματα έγιναν Ιούλιο του 2019. Μεταξύ του χιουμοριστικού μυθιστορήματος «Το πράσινο σύννεφο» (1939/Α.Σ. Νήλ) και της μελαγχολικής ταινίας «Η τελευταία νύχτα του κόσμου» (1998/Ντον ΜακΚέλαρ), η ταινία αφηγείται την ιστορία της γνωριμίας δυο πανέμορφων νεαρών -Μιχαήλ Ταμπακάκης και Νίκος Λεκάκης- που επιλέγουν τον έρωτα, για να νικήσουν τον θάνατο. Σε μια έρημη Αθήνα βυθισμένη σε ένα ροζ τοξικό σύννεφο, ένας νεαρός που φορά μάσκα ακολουθεί μια έντονη ηλεκτρονική μουσική και οδηγείται σε ένα υπόγειο δισκάδικο, όπου τον σαγηνεύει ένας άλλος νεαρός με μουστακάκι και λάγνο βλέμμα, που χορεύει. Σε ένα αδειανό ινδικό εστιατόριο, φλερτάρουν ασύστολα πριν καταλήξουν σε ένα μαγαζί γεμάτο πολύχρωμα κιτς παιχνίδια. Φορώντας στεφάνια πλαστικών λουλουδιών, ενώ καταβροχθίζουν χωνάκια παγωτό, ενώνονται σε ένα παθιασμένο ερωτικό σμίξιμο με φόντο σκηνικό πλαστικού παραδείσου, δίνοντας ύστατο φιλί τυλιγμένοι από τη ροζ θανατηφόρα ομίχλη.
Η πιο επίκαιρη ταινία του Διαγωνιστικού, αναμφισβήτητα είναι το 15λεπτο Antivirus της Αναστασίας Σίμα, με ατού, εκτός από το θέμα, την καλλονή Ελληνίδα μιγάδα Ξένια Ντάνια, που έπαιζε και στην «Πλατεία Αμερικής» (2016/Γιάννη Σακαρίδη). Έγκλειστη στο ωραίο διαμέρισμά της, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, την άνοιξη του 2020, η νεαρή τραγουδίστρια Δάφνη επιχειρεί να οργανώσει τον χώρο της, ενώ σιγοτραγουδάει με την σόουλ βαθιά φωνή της, πράγμα που εξοργίζει τον γείτονά της, που της αφήνει υβριστικά μηνύματα. Μόλις, όμως, η Δάφνη διαπιστώσει πως ο γείτονας αρρώστησε, καλεί ασθενοφόρο και αναλαμβάνει το μαυριδερό του σκύλο. Στην ταινία απαθανατίζεται η φωνή του καθηγητή Σωτήρη Τσιόρδα, από απόσπασμα της τότε καθημερινής ενημέρωσης, ενώ η Δάφνη επιστρέφοντας από ψώνια, απεικονίζεται να φορά μάσκα, γάντια και να καθαρίζει σχολαστικά τις συσκευασίες, εικόνες που ένα χρόνο πριν θα φάνταζαν ως υποχονδριακή διαταραχή. Στο άκουσμα των νεκρών από την πανδημία στις ΗΠΑ, η όμορφη Δάφνη δακρύζει τραγουδώντας με τη βαθιά φωνή της το σπιρίτσουαλ «Amazing Grace».
Αρκετά διαδεδομένες φέτος και στις ελληνικές μικρού μήκους αποτελούν οι κουίρ θεματικές, όπως στο 18λεπτο «Madonna F64.0» του Σταύρου Μαρκουλάκη, με ποπ τραγούδι από την Melentini και πρωταγωνίστρια το ανοιχτά διεμφυλικό φωτομοντέλο Κωνσταντίνα Λία, στο ρόλο της Μαρίας που επιστρέφει μετά από αλλαγή φύλλου στο σπίτι και στη φροντίδα της μητέρας της (Αθηνά Παππά) και της μεγαλύτερης αδερφής της (Πηνελόπη Τσιλίκα) που μόλις έχει γεννήσει αγοράκι. Η όμορφη Μαρία χαζεύει τις φωτογραφίες της παλιάς αγορίστικης υπόστασης που απαρνήθηκε και καθρεφτίζεται καπνίζοντας γεμάτη περηφάνια, χαιρετώντας τη νέα της θηλυκή ταυτότητα. Η γενική αμηχανία στο σπίτι γρήγορα μετατρέπεται σε αναπόφευκτη ένταση από την αδερφή της που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την επιλογή της. Η ταινία κλείνει με τη συμβολική εικόνα που η Μαρία βαστά αγκαλιά το αγοράκι, με φόντο τον κρεμασμένο στον τοίχο πίνακα της ιταλικής αναγέννησης, με την Παρθένο και το Θείο βρέφος.
Με έντονες επιρροές από τη χιλιάνικη ταινία «Μια Φανταστική Γυναίκα» (2017 /Σεμπάστιαν Λέλιο), η δυσκολία της αποδοχής αλλαγής φύλλου στο οικογενειακό περιβάλλον βρίσκεται στο επίκεντρο και της κυπριακής ταινίας «Η Κλήση», του Μάριου Ψαρά, όπου σε ένα δεκάλεπτο μονοπλάνο, τα πάντα γίνονται αντιληπτά μέσα από τις απαντήσεις μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, σε στυλ θεατρικού μονόλογου. Σε σταθερό αρχικά κάδρο η τρανσέξουαλ πρωταγωνίστρια, διακριτικά στο βάθος, ετοιμάζεται για βραδινή έξοδο, ένα τηλεφώνημα όμως διακόπτει την ενατένισή της μπροστά από την ανοιχτή ντουλάπα. Η κάμερα ξεκινά με πολύ αργή εστίαση προς το βάθος, πλησιάζοντας διαρκώς την πρωταγωνίστρια, μόλις ενημερωθεί καθυστερημένα από τον αδερφό της, για το θάνατο της μητέρας τους μετά από δυο μήνες στο νοσοκομείο. Ρωτώντας αν είναι ευπρόσδεκτη στην κηδεία, αντιδρά οργισμένα όταν της διευκρινίζει πως θα πρέπει να ντυθεί «φυσιολογικά».
Η άλλοτε διαδεδομένη τάση ταινιών είδους -φιλμ νουάρ, γκανγκστερικές, επιστημονικής φαντασίας- μοιάζει να υποχωρεί φέτος, με εξαίρεση μακάβρια ταινιάκια-θρίλερ, όπου αποδίδονται συμβολικά θεματικές που σχετίζονται με το θάνατο και πιο συγκεκριμένα με το πέρασμα στην άλλη ζωή, με τον Χάρο όχι πια ως βαρκάρη, αλλά πότε μέσα σε ασανσέρ, στο 13λεπτο 54/Η τυφλή χελώνα και η απέραντη θάλασσα, της Ισαβέλλας Μαργάρα, και πότε ως οδηγός νυχτερινού λεωφορείου, στο 17λεπτο «Τέρμα» του Δημήτρη Μουτσιάκα, όπου η μουσική του Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου συμπληρώνει τη μυστηριακή ατμόσφαιρα κλείνοντας με «πειραγμένο» αμανέ.
Στο Διεθνές Διαγωνιστικό, αξιοπρόσεκτες ήταν δυο ταινίες κινουμένων σχεδίων που επιλέγουν να αποδώσουν σοβαρές θεματικές, όπως το μεταναστευτικό ή η πορνεία, με τις κατεξοχήν τεχνικές στοπ μόσιον με κούκλες, που συνδέονται ευρύτερα με τα ανώδυνα παιδικά παραμύθια. Έτσι, τόσο στο μακάβριο 14λεπτο «Song sparrow» της Ιρανής Φαρζανέχ Ομιντβάρνια, τσόχινα κουκλάκια ενσαρκώνουν μια ομάδα άτυχων Αφρικανών μεταναστών που βρίσκει φριχτό θάνατο ταξιδεύοντας παράνομα σε ένα ψυγείο κρεάτων, όσο και στο μόλις 4λεπτο «The Wedding Cake», της Ιταλίδας Μόνικα Ματσιτέλι, όπου τα πασίγνωστα πλαστικά πλέιμομπίλ επιστρατεύονται για να αφηγηθούν την κατάβαση στην κόλαση της πορνείας επί 5 χρόνια, μιας απελπισμένης μητέρας. Οι δυσοίωνες περιγραφές στην εκτός κάδρου αφήγηση του χρονικού των βασάνων της πρωταγωνίστριας, που καταλήγει στα ναρκωτικά, συνταιριάζονται με έναν αδυσώπητο ρυθμικό επαναλαμβανόμενο ήχο που ορίζει και την ταχύτητα των πλάνων, σε μια σκοτεινή αλληγορική ταινία.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]