Απαιτούνται πολιτικές τομές που θα δώσουν ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας

Του Ρούντι Ρινάλντι

 

Αυτές τις μέρες και ώρες μέσα από απίστευτους –αλλά κανονικά αναμενόμενους– εκβιασμούς της απολύτως υπαρκτής τρόικας, χρεοκοπεί με πάταγο η πολιτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά με συνέπεια να ακυρώνονται οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού αντιμνημονιακού μπλοκ.

Η γραμμή της «έντιμης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» και η πολιτική της «διαπραγμάτευσης χωρίς εντάσεις» έχουν ανατιναχτεί. Το ίδιο και η επιμονή σε έναν φαντασιακό ευρωπαϊσμό τη στιγμή που το οικοδόμημα της Ε.Ε. τρίζει από όλες τις πλευρές και δημιουργείται ένας οικονομικός και πολιτικός ιστός υπό την γερμανική ηγεμονία, που υποτάσσει περιοχές και χώρες. Η ανακήρυξη κατά το δοκούν σε φίλους της χώρας, άλλοτε του ΔΝΤ, άλλοτε του Γιούνκερ, ακόμα και της Μέρκελ, οι αλλοπρόσαλλες και αναποτελεσματικές γεωπολιτικές δοκιμασίες και κυρίως το μη άνοιγμα κάποιου μετώπου στο εσωτερικό της χώρας, οδηγούν σε ανυπολόγιστη ζημιά. Αυτό που αποδέχτηκε μέχρι τώρα η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μνημονιακή εμβάθυνση, η μετατόπιση σε προτάσεις σκληρής λιτότητας και η αποδοχή του προκαθορισμένου πλαισίου παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας, διανθισμένες με κάποιες δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας».

Η ολοσχερής απορρόφηση από τη διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» και η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού σε κρίσιμους τομείς διακυβέρνησης, μαζί με την ακατανόητη τακτική πληρωμής όλων των δόσεων, στάσης πληρωμών του κράτους στο εσωτερικό και αφαίμαξης όλων των διαθεσίμων, οδηγούν στην κατάρρευση του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού, ενώ οι τράπεζες παραμένουν «ζωντανές» χάρη στις καθημερινές ενέσεις του ELA.

Όλα αυτά καταγράφουν μια αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής και κυρίως φέρνουν στην επιφάνεια μια τεράστια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη πολιτική αδυναμία: Κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία δεν εκτίμησαν σωστά την παγίδευση που είχε στήσει η ευρωκρατία και το ΔΝΤ, έτρεφαν αυταπάτες και ακολούθησαν μια αναποτελεσματική πολιτική.

 

Χρειάζονται ορισμένα βαθιά συμπεράσματα

Τι καταρρέει και χρεοκοπεί μπροστά στα μάτια μας; Χρεοκοπεί και καταρρέει η λογική των αυτόματων λύσεων. Δηλαδή, ψηφίζουμε και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και απλά λύνεται η κρίση στην χώρα, κάνουμε διαπραγμάτευση και πείθουμε τους δανειστές για το δίκιο μας, προωθούμε μια κεντροαριστεροποίηση και νομίζουμε ότι θα περάσουμε τους κάβους. Αυτή η λογική των αυτόματων λύσεων προσκρούει στους τοίχους των συσχετισμών και της πραγματικότητας. Δεν μπορούν να ξεχαστούν υποσχέσεις και δηλώσεις όπως: «με έναν νόμο και μία πράξη θα καταργήσουμε τα μνημόνια», «η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη γράφει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρώπης», «θα έχουμε συμφωνία σε… ένα-δύο 24ωρα, καθαρογράφεται και υπογράφεται», «αφού τα δώσαμε όλα γιατί δεν μας δίνουν συμφωνία;» κλπ. κλπ.

Παράλληλα, χρεοκοπούν και οι απλουστευτικές λογικές που ανάγουν τη λύση του προβλήματος σε μία και μόνη πλευρά του, όπως είναι το νόμισμα, αναπαράγοντας έναν ακόμη αυτοματισμό, σαν να υπάρχει μια εύκολη, ορατή λύση που απλά κάποιος δεν την επιλέγει.

Όπως καταρρέει με πάταγο η λογική της επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, οι στηριγμένες σε ανύπαρκτα δεδομένα και χωρίς αντίκρισμα υποσχέσεις. (Σκεφτείτε σήμερα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε μεν προωθητικά για να κερδηθούν εκλογές, στηριζόταν όμως σε πήλινα ποδάρια – ΤΧΣ και ΕΣΠΑ). Καταρρέει ακόμη και η λογική του διεκδικητισμού, οι αυταπάτες κάθε κλάδου και φορέα ότι μπορεί κάτι να διασώσουν όταν όλη η χώρα βουλιάζει και χρεοκοπεί.

Από αυτά τα αποτελέσματα θα παραχθούν στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου που ένιωσε ελπίδα ή πίστεψε στη λογική των αυτόματων λύσεων, θα απογοητευθεί και θα αποκαρδιωθεί. Ένα μικρότερο τμήμα που πίστευε στον αναγωγισμό της «λύσης», θα αναδιπλωθεί, θα συσπειρωθεί γύρω από τον εαυτό του καταγγέλλοντας αυτούς που το κορόιδεψαν και το πρόδωσαν.

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και μάλιστα αποφασιστικής, που σημαδεύεται από τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτο, τα πλεονεκτήματα που έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι βρέθηκε στη διακυβέρνηση εξανεμίζονται όσο αυτός ενδίδει στις μνημονιακές πολιτικές. Φτάνοντας στο παρά πέντε και με την πλάτη στον τοίχο, με ακινητοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα (αμαρτία που κρατά από το 2012 μέχρι σήμερα), προκύπτει όχι μόνο το δίλημμα «κάκιστη συμφωνία ή καταστροφή» αλλά και υποχώρηση στο πολιτικό επίπεδο, στην κοινωνική διαθεσιμότητα, στο φρόνημα του λαού. Όλα αυτά χειροτερεύουν.

Δεύτερον, αντικειμενικά, η θέση της χώρας είναι αδυνατισμένη σε σχέση με την 25η Γενάρη. Οποιεσδήποτε προϋποθέσεις διεξόδου, έχουν να αναμετρηθούν με πιο δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα σε σχέση με 5 μήνες πριν. Αυτό αποτελεί μια από τις ευθύνες της κυβέρνησης και όχι απλά αποτέλεσμα των χειρισμών και μεθοδεύσεων των δανειστών.

Τρίτο, είτε με κάκιστη συμφωνία είτε χωρίς, οι συνθήκες της χώρας, της κοινωνίας, του λαού θα επιδεινωθούν ραγδαία.

Τέταρτο, είτε με συμφωνία, είτε χωρίς συμφωνία, αυτά που έρχονται δεν μπορεί να τα σηκώσει η όποια κυβέρνηση και ακόμα περισσότερο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα.

Πέμπτο, όποια κυβέρνηση πολιτεύτηκε εφαρμόζοντας μνημόνια φθάρθηκε γρήγορα. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα αν υπάρξει συμφωνία και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς. Αν δεν υπάρξει, η Αριστερά ελλείψει προετοιμασίας κινδυνεύει να χρεωθεί μια χρεοκοπία που, μαζί με όσα θα ακολουθήσουν, θα σημαδέψει τη χώρα, το λαό και την κοινωνία.

Έκτο, η προσπάθεια πάση θυσία διατήρησης στην εξουσία και διάσωσης ενός κυβερνητικού σχήματος ως έχει, και μάλιστα με γενναία ανοίγματα προς κεντροαριστερές φόρμουλες και σε κεντροδεξιούς παράγοντες του φαύλου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δεν προεξοφλεί μακρά πλεύση. Δεν θέλει να δει καθαρά τους σχεδιασμούς που εξυφαίνονται σε όλα τα επιτελεία αυτές τις μέρες. Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει;

 

Ένα νέο σχέδιο πολιτικής διεξόδου για τη χώρα

Απορρίπτοντας όλες τις πρόχειρες και εύκολες λύσεις, είναι απαραίτητο να χαραχθεί άμεσα ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας που ραχοκοκαλιά και κεντρική του ιδέα θα είναι η αναστήλωση και στήριξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού που αναδείχθηκε δυναμικά τα προηγούμενα 5 χρόνια. Όποιος είναι καθηλωμένος στην επικοινωνιακή πολιτική και στον μνημονιακό βούρκο των «μονόδρομων» αδυνατεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη.

Βάση στήριξης και κινητήρια δύναμη μιας άλλης πορείας, μιας πορείας που περιγράφεται από το σύνθημα «Η Ελλάδα μπορεί αλλιώς», οφείλει να στηρίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, στις ανάγκες και τους πόθους του, στα αιτήματα που ανέδειξε και αναδεικνύει, ακόμα και στο ένστικτό του.

Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας πρέπει να υπογραμμίζει εξ αρχής τις απαιτήσεις για συνθετότερες και ουσιαστικότερες προτάσεις και λύσεις, τη ρήξη με τις «αυτόματες λύσεις» και τον πρωτογονισμό του «αναγωγισμού» όπως περιγράφηκε. Επίσης, δεν μπορεί να αφεθεί απλά να γίνει υπόθεση κάποιων κοινωνικών κινημάτων και αυθόρμητων κινήσεων. Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου οφείλει να ενσωματώνει την πείρα των 5 τελευταίων χρόνων, τα συμπεράσματα από το πώς πολιτεύεται η αντίπαλη πλευρά, τα λάθη και τις αδυναμίες που υπήρξαν, τα στερεότυπα που πρέπει να ξεπεραστούν. Απαιτεί παράλληλα να δοθεί ώθηση στον ριζοσπαστισμό που χρειάζεται ανασυγκρότηση και πιο βαθιά πολιτικοποίηση.

Μα αυτά είναι ή μοιάζουν γενικά… Λάθος! Αυτά είναι που έλειψαν ολοσχερώς ή αντικαταστάθηκαν από έναν στείρο και πρόχειρο κυβερνητισμό φορτωμένο με αυταπάτες και δόσεις αλαζονείας που αυθόρμητα γεννά η εξουσία.

Το δεύτερο που θα φανεί σε κάποιους γενικό, είναι πως τα αιτήματα και οι γενικές ιδέες που αναδείχθηκαν από το λαϊκό κίνημα αλλά και ταυτόχρονα αγνοήθηκαν το τελευταίο διάστημα, οφείλουν να συμπυκνωθούν στο πολιτικό πρόβλημα. Το πολιτικό πρόβλημα που αποκρύβεται και διαστρέφεται αφορά το πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα που έμεινε ανέγγιχτο παρά τις θριαμβολογίες για «ιστορική νίκη» στις 25 Γενάρη. Το πολιτικό σύστημα δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση ή τη «δεδηλωμένη». Έχει πολλές άλλες πλευρές και η συστημική παλινόρθωση έρχεται μέσα από τη διαιώνισή του χωρίς καμιά τομή, αλλαγή, τροποποίηση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα χρεώσει στην Αριστερά, ότι ενώ έφτασε στη διακυβέρνηση δεν έκανε καμιά αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, εφάρμοσε νεοφιλελεύθερη πολιτική με ολίγη ευαισθησία, άφησε ανέγγιχτες τις βασικές του δομές. Το επιχείρημα ότι πήραμε εντολή να κάνουμε διαπραγμάτευση και να φέρουμε συμφωνία δεν στέκεται σοβαρά. Ο λαός έδωσε εντολή να γκρεμιστούν τα μνημόνια, να αλλάξει πορεία ο τόπος, να πάψει η χώρα να είναι αποικία χρέους.

Το πολιτικό πρόβλημα που επικεντρώνεται στο πολιτικό σύστημα, μας επιτρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα: «Ποιος κυβερνά τον τόπο;». Η κυβέρνηση, το Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, η τρόικα, ο Σόιμπλε; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Η διαπλοκή; Ποιος και πώς κατοχυρώνει την κυριαρχία της χώρας – ή αυτή εξανεμίζεται καθημερινά;

Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως χωρίς να ανακτηθεί η κυριαρχία σε πολιτικό επίπεδο είναι δυνατή μια διαφορετική πορεία; Όταν σου απαγορεύουν κάθε πρωτοβουλία -αφού έχεις υπογράψει οικειοθελώς πως θα αποφύγεις κάθε «μονομερή» ενέργεια- όταν σου υπαγορεύουν τελεσίγραφα και όρους που εν γένει αποδέχεσαι (ποιος θυμάται τις κόκκινες γραμμές;), τότε δεν έχεις κυριαρχία. Πολλώ δε μάλλον όταν υπογράφεις συνέχεια των προγραμμάτων που υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο και στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

Το πολιτικό σύστημα που σήμερα υπάρχει δεν εκπροσωπεί το λαό. Το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης θα πάρει άμεσα εκρηκτικές διαστάσεις. Κόμματα που είχαν 44% έφτασαν στο 14% και τώρα είναι στο 4%. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι σταθεροποιημένο και εύκολα μια αριστερή κυβέρνηση με τη στήριξη και διαβούλευση του λαού θα μπορούσε να κάνει τομές και αλλαγές. Η ολιγωρία που επιδείχθηκε στον τομέα αυτό είναι παροιμιώδης.

 

Κάπου στο 1833…

Συνεχίζει να υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εκπροσώπησης, πολιτικής δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα. Στη λειτουργία και την κυριαρχία του κοινοβουλίου, στην κυβέρνηση, στην αυτοδιοίκηση. Ο λαός είναι θεατής, είναι απ’ έξω, κάτι που χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για όσα γίνονται. Πέρα από το τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει ζήτημα αναδιάταξης όλου του πολιτικού σκηνικού, διάταξης δυνάμεων και συσχετισμών. Τούτες τις μέρες, αφού έχουμε υποστηρίξει πως η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο 1848, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα δυστυχώς είναι κάπου στο 1833. Όλες οι ηγεσίες των κομμάτων περιοδεύουν στην Ευρώπη και κάτι μαγειρεύουν (Σαμαράς, Γεννηματά, Θεοδωράκης, Καμμένος και φυσικά το επιτελείο της κυβέρνησης για τις διαπραγματεύσεις) και η χώρα περιμένει. Περιμένει ή μια κάκιστη συμφωνία ή τη χρεοκοπία…

Κάνοντας αρκετές αφαιρέσεις, αυτό που έπρεπε να γίνει τώρα θα ήταν να αποκτήσει η χώρα την κυριαρχία της, κινητοποιώντας τις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις σε ένα σχέδιο διεξόδου για την εθνική κοινωνική σωτηρία. Δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης ή ενός ποσοστού. Η Ελλάδα μπορεί. Να υπάρχει, να παράγει, να δημιουργεί, να έχει υπόσταση.

Θεωρητικά είναι αναγκαίος ένας ευρύτατος «ανασχηματισμός» που να δημιουργεί τις πολιτικές προϋποθέσεις να εφαρμοστεί ένα σχέδιο κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας εδώ και τώρα. Να φύγει ό,τι άχρηστο υπάρχει σε κυβερνητικό και διοικητικό επίπεδο, να επιλεγούν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν, δημοκρατικοί και ικανοί, ταγμένοι σε μια πορεία αναγέννησης της χώρας και του λαού και όχι μικροπαρέες που προέρχονται από την κομματοκρατία. Για να συνεννοηθούμε: Στη θέση του κ. Ταγματάρχη δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορούσε να εγγυηθεί μια ποιοτική, ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά ΜΜΕ, δημόσια τηλεόραση; Μην τρελαθούμε τελείως. Για όλα τα πόστα υπάρχουν άτομα με αποδεδειγμένη πείρα, ήθος, ικανότητες. Δυόμισι χρόνια προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση, τρεις-τέσσερις φορές έκανε το γύρο της Ελλάδας ο πρωθυπουργός και γνώρισε από κοντά το επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό της χώρας και της διασποράς που θα μπορούσε να συγκροτήσει πολλές και άξιες «ομάδες διακυβέρνησης και διεξόδου της χώρας». Χρειάζεται με άλλα λόγια ένας «ανασχηματισμός» που θα έδινε ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας. Μια τέτοια κίνηση θα έβρισκε άμεσα τη στήριξη του λαού και φυσικά θα σήμαινε μια μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση του «Μαξίμου» και άλλων κρίσιμων τομέων.

Στο βαθμό που δεν υπάρξουν τέτοιες πολιτικές τομές, ο κοινωνικός και λαϊκός ριζοσπαστισμός πρέπει άμεσα να ανασυγκροτηθεί, να αποτελέσει ξανά το υποκείμενο –όχι όπως πριν– να αναβαθμιστεί σε πολιτική και οργανωτική βάση, να γίνει φορέας ενός σχεδίου πολιτικής διεξόδου.

 

www.rudirinaldi.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!