Από την 28η Φλεβάρη και έπειτα, οι δράσεις διαμαρτυρίας για τα Τέμπη έχουν γίνει σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Όσες όμως είναι οι κινητοποιήσεις άλλες τόσες είναι και οι «πρωτοπορίες» που ξεπηδούν η μια μετά την άλλη για να δείξουν το σωστό δρόμο, να νουθετήσουν με τις σωστές δράσεις, τη σωστή κλιμάκωση αλλά και γιατί όχι, τα σωστά αιτήματα για το κίνημα των Τεμπών (ή όποιο άλλο βρίσκεται εύκαιρο). Έτσι έχουμε «κλιμάκωση» με καθημερινές διαμαρτυρίες, πολλές από τις οποίες όμως έχουν λίγες χιλιάδες κόσμο, πράγμα που τόσο από άποψη ρυθμού όσο και μεγέθους είναι σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που έχει κινηθεί μέχρι σήμερα το κίνημα των Τεμπών. Παράλληλα βέβαια με τις κινητοποιήσεις εμφανίζεται και μια άλλη στοχοθεσία που περιλαμβάνει περίπου τα πάντα: Από τις αξιολογήσεις, τα ωνάσεια σχολεία, τις διαγραφές φοιτητών ή και τους πόρους που διατίθενται σε Υγεία και Παιδεία έως την «πραγματική συγκάλυψη» των «πραγματικών ενόχων» που δεν είναι άλλοι από τον καπιταλισμό, την Ε.Ε. και το κεφάλαιο. Έτσι το παλλαϊκό αίτημα για Δικαιοσύνη, Δημοκρατία και τιμωρία των φυσικών προσώπων που είναι ένοχα για το έγκλημα των Τεμπών, επιχειρείται ‒μάταια‒ κυρίως από την Αριστερά να μετατραπεί στα κλασσικά εικονογραφημένα της προηγούμενης περιόδου. Αυτά βέβαια δεν συμβαίνουν με έναν τρόπο συμβολής σε έναν αγώνα που εκτυλίσσεται αλλά αντίθετα έχουν χαρακτήρα είτε ανοικτά αντιπαραθετικό όταν πρόκειται για τους «πραγματικούς ενόχους» είτε παρελκυστικό όταν πρόκειται για άλλα ζητήματα που «κοτσάρονται» σε ένα χαρτί ή σε μια ομιλία.
Εκείνο όμως που δεν είναι καθόλου αντιληπτό είναι πως για να υπάρχει μια πρωτοπορία σε ένα κίνημα πρέπει καταρχήν να είναι αναγνωρισμένη από το ίδιο ως τέτοια. Πράγμα που είναι εμφανές πως δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση αν και κανείς από τους «πρωτοπόρους» δεν δείχνει να αγχώνεται για αυτό. Διότι είναι απορίας άξιο πως για το ίδιο ζήτημα στη μια συγκέντρωση μαζεύονται μερικές εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άτομα ενώ την ίδια ή την επόμενη μέρα σε μια άλλη συγκέντρωση μαζεύονται δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Αυτό και μόνο είναι δηλωτικό για την απόσταση ή καλύτερα για το διαζύγιο που έχει υπάρξει, και όχι άδικα, ανάμεσα στις αυτόκλητες πρωτοπορίες και το λαϊκό κίνημα όπως αυτό εμφανίζεται στον αγώνα για τα Τέμπη. Άλλωστε λίγο μετά το δυστύχημα, όταν είχε ξεσπάσει το πρώτο κύμα λαϊκών κινητοποιήσεων, που δεν είχαν φτάσει ακόμη στις σημερινές τους διαστάσεις, το ζήτημα μαζεύτηκε συντονισμένα από την αντιπολίτευση με στόχο να πάει η οργή στις κάλπες γιατί τότε ερχόντουσαν βουλευτικές εκλογές.
Τώρα δεν είναι βέβαιο αν έρχονται εκλογές ή όχι, αλλά και πάλι επικρατεί μικροπολιτική και τυχοδιωκτική αντίληψη. Π.χ. στο συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου επιχειρήθηκε να δοθεί συγκεκριμένος τόνος και ύφος με προσυγκέντρωση στο Σύνταγμα και παράταξη των μπλοκ και των πανό από νωρίς το πρωί, όμως η συμμετοχή ήταν τέτοια που αποδείχτηκε άδικος κόπος. Εν συνεχεία προχωρήσαμε με τα Τέμπη που εν δυνάμει ζούμε καθημερινά σε όλους τους εργασιακούς χώρους για να φτάσουμε το ευφάνταστο ότι μόνο ο οργανωμένος λαός σώζει τον λαό. Ωστόσο αυτού του είδους το «καπέλο» όχι μόνο δεν προσανατολίζει αλλά προκαλεί απέχθεια στην κοινωνία, ειδικά όταν συνοδεύεται από την απραξία των ίδιων χώρων για το ζήτημα δύο χρόνια τώρα.
Αντίστοιχα, η ανούσια κλιμάκωση που δεν αθροίζει αλλά διασκορπίζει δυνάμεις εν τέλει λειτουργεί αποδυναμωτικά για το κίνημα, χωρίς να πετυχαίνει κάτι. Τέλος η άρνηση των δήθεν πρωτοποριών να σταθούν με συνέπεια και χωρίς αστερίσκους απέναντι στο πολιτικό σύστημα και να το καταγγείλουν συνολικά, να ζητήσουν την τιμωρία και τη σάρωσή του υποδεικνύει είτε το βόλεμα στον δεδομένο ρόλο που ήδη κατέχουν εντός αυτού του συστήματος, είτε την αμηχανία και τη δυσκολία (αν όχι αποστροφή) απέναντι σε οτιδήποτε γνήσια λαϊκό.