Οι κινήσεις της Τουρκίας σε πολλαπλά μέτωπα δεν είναι τυχαίες. Αποτελεί καθησυχαστικό μύθο ότι οι πρωτοβουλίες και η στάση της υπαγορεύεται από εσωτερικές αντιθέσεις ή αδυναμίες, ότι βρίσκεται σε «αδιέξοδο» καθώς είναι διεθνώς απομονωμένη, ότι η οικονομία της βάλλεται ή είναι σαθρή. Ακόμα και αν ορισμένες από αυτές τις επισημάνσεις είναι πραγματικά δεδομένα καθόλου δεν αναιρούν την ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού, μελετημένου σε βάθους χρόνου και κοινού σε όλες τις πτέρυγες του επίσημου τουρκικού πολιτικού κόσμου (ακραίους ισλαμιστές, ερντογανικούς νεο-οθωμανιστές ή παραδοσιακούς κεμαλικούς). Είναι αδύνατο να κατανοηθούν οι πολλαπλές και σε πολλά μέτωπα πρωτοβουλίες της χώρας μέσα από αυτή την οπτική ή την βεβαιότητα ότι οι πρωτοβουλίες της Άγκυρας αποτελούν «λεονταρισμούς» χωρίς αντίκρισμα ενός «απρόβλεπτου και διαταραγμένου» ηγέτη.
Η στρατηγική της Τουρκίας του Ερντογάν είναι να καταστεί μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Μια δύναμη με διακριτό ρόλο στη Ν.Α, Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Β.Α. Αφρική και τα Βαλκάνια. Μια δύναμη που να παίζει ιδιαίτερο ρόλο στα πλαίσια του G20 και, πιθανά, την επόμενη δεκαετία, στο G8. Με αυτό τον τρόπο βλέπει η Τουρκία το πρόσωπό της στη διεθνή σκηνή και στο όνομα αυτής της πολιτικής ο Ερντογάν έχει μια σαφή και συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στους ηγέτες των δυτικών χωρών. Στο όνομα αυτής της στρατηγικής διαπραγματεύεται την τύχη της χώρας του, και του ίδιου προσωπικά, με τους ακραίους χειρισμούς της εξωτερικής του πολιτικής.
Κρίσιμη στιγμή για τους σχεδιασμούς της Τουρκίας
Η Τουρκία δεν είναι πια η καθυστερημένη και εξαρτημένη χώρα των περασμένων δεκαετιών. Παρά τα οικονομικά της προβλήματα και τη συστηματική οικονομική επίθεση που δέχεται κυρίως από τις ΗΠΑ, είναι μια μεγάλη πληθυσμιακά χώρα, το ΑΕΠ της προσεγγίζει το 1 τρισ. δολάρια, βρίσκεται ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και έχει κάνει σημαντικά βήματα στη βιομηχανία της, κυρίως την εξοπλιστική. Σε συνδυασμό με την τεράστιας σημασίας γεωπολιτική θέση της, την καθιστά κρίσιμη δύναμη στις παγκόσμιες σχέσεις. Αυτά τα δεδομένα ο τουρκικός αστισμός αξιοποιεί δυναμικά και διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο διαπραγματευόμενος ειδικές σχέσεις τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία.
Η στρατηγική της Τουρκίας είναι να καταστεί μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Μια δύναμη με διακριτό ρόλο στη Ν.Α. Μεσόγειο, τη Μ. Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Β.Α. Αφρική και τα Βαλκάνια. Μια δύναμη που να παίζει ιδιαίτερο ρόλο στα πλαίσια του G20. Στα πλαίσια αυτά διαμορφώνει την εξωτερική της πολιτική και αξιοποιεί την στρατιωτική ισχύ για την επιβολή τετελεσμένων
Η περίοδος που διανύουμε είναι ένα κρίσιμο χρονικό παράθυρο για τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ έχει βαθύνει, η αμοιβαία ανταλλαγή απειλών, εκβιασμών και προειδοποιήσεων δεν έχει ιστορικό προηγούμενο ενώ όλα έχουν εναποτεθεί στην προσεχή συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών, Τραμπ και Ερντογάν, στην Οσάκα της Ιαπωνίας, στα πλαίσια της συνάντησης των G20, στα τέλη Ιουνίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και η αμερικάνικη πλευρά θέτει ως «κόκκινη γραμμή» των σχέσεων των δύο χωρών την εγκατάσταση των ρώσικων πυραύλων S400 και παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις της Άγκυρας ότι η «συμφωνία αυτή δεν αλλάζει», η Ουάσιγκτον συνεχίζει να κάνει δελεαστικές οικονομικές και γεωπολιτικές προσφορές στην Τουρκία και αποφεύγει να οριστικοποιήσει την ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις. Από την πλευρά του ο Ερντογάν, αν και διαμηνύει ότι οι αποφάσεις δεν αλλάζουν, συνεχίζει να παραμένει στο ΝΑΤΟ και συνεχώς αυξάνει τις απαιτήσεις του επιχειρώντας να αποσπάσει τα μέγιστα ανταλλάγματα και παράλληλα να διατηρήσει τα πλεονεκτήματά που, κατά την γνώμη του, επιτυγχάνει με το νέο γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας του. Είναι βέβαιο ότι στη γειτονική χώρα κουμάντο δεν κάνουν οι κάθε λογής Πάιατ.
Η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτό το κρίσιμο «χρονικό παράθυρο» επιχειρώντας να μετατραπεί σε μεγάλη δύναμη γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι διακινδυνεύει την ίδια την υπόστασή της. Αντιμετωπίζει όμως το υπαρκτό σχέδιο διαμελισμού της δυναμικά και έχει ήδη πετύχει όχι αμελητέα αποτελέσματα.
Οι σχεδιασμοί και οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας δεν περιορίζονται σε ένα και μοναδικό στόχο. Η πολιτική της δεν εξαντλείται απλά και μόνο στην παρουσία ενός γεωτρύπανου στα δυτικά παράλια της Κύπρου. Διαθέτει στρατό και βάσεις στη Συρία, συντηρεί ένα πόλεμο χαμηλής έντασης σε βάρος των Κούρδων του Ιράκ σε συνεργασία με την κυβέρνηση του Ιράκ, έχει στρατιωτική βάση στη Σομαλία και στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ, παρεμβαίνει με έντονο τρόπο στις εξελίξεις στα Βαλκάνια, διατηρεί ακέραιες τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο κ.λπ. Παράλληλα απειλεί συνεχώς την Ε.Ε. με την εξαπόλυση νέων μεταναστευτικών κυμάτων από τα παράλια της Μικράς Ασίας και αξιοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη για να επηρεάζει, όσο μπορεί, τις εξελίξεις στις μεγάλες πόλεις της Δύσης.
Η σύγχρονη Τουρκία, υιοθετώντας την στρατηγική των 2,5 πολέμων, απέδειξε ότι μπορεί να δυναμώνει κάνοντας παράλληλους πολέμους, διαψεύδοντας τους μύθους ότι η εμπλοκή της στα μέτωπα της Συρίας ή στην Ν.Α Τουρκία εναντίον των Κούρδων αποδυναμώνει τους σχεδιασμούς της προς τα Νότια ή Δυτικά της.